THEPOWERGAME
Μεγαλύτερη εξάρτηση από τη ζήτηση από το εξωτερικό αναμένεται να καταγράψει η ελληνική αγορά ακινήτων το επόμενο διάστημα, καθώς το εγχώριο αγοραστικό ενδιαφέρον είναι πολύ πιθανό να περιοριστεί, λόγω της αύξησης των επιτοκίων και των τιμών πώλησης, αλλά και εξαιτίας των αβεβαιοτήτων που σχετίζονται με τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη νομισματική πολιτική, ήδη οι ξένοι επενδυτές έχουν επιστρέψει με ακόμα πιο δυναμικό τρόπο φέτος, με αποτέλεσμα οι εισροές ξένων κεφαλαίων για την αγορά ακινήτων στην Ελλάδα να κινούνται σε ιστορικά υψηλό επίπεδο. Συγκεκριμένα, κατά το φετινό εννεάμηνο οι εισροές ανήλθαν σε 1,27 δισ. ευρώ, ποσό υψηλότερο κατά 60,2% σε σχέση με πέρυσι και υψηλότερο ακόμα και από εκείνο του 2019, που είχε διαμορφωθεί σε 1,03 δισ. ευρώ.
Κατά το ίδιο διάστημα του φετινού εννεαμήνου, οι τιμές πώλησης διαμερισμάτων καταγράφουν ετήσια αύξηση κατά 10,4% πανελλαδικά, έναντι αύξησης κατά 6,8% το αντίστοιχο περσινό διάστημα. Στην Αθήνα η αύξηση των τιμών άγγιξε το 12% και στη Θεσσαλονίκη το 10,5%, ενώ τα νεόδμητα ακίνητα αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξεως του 11,4%, έναντι αύξησης 9,7% των πιο παλιών διαμερισμάτων.
Ωστόσο, στην ανάλυσή της η ΤτΕ σημειώσει ότι «παρά τη δυναμική την οποία διατηρεί, η αγορά ακινήτων βρίσκεται πάλι αντιμέτωπη με σημαντικές αβεβαιότητες, που σχετίζονται κυρίως με τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία. Οι επιπτώσεις από τη σταδιακή αύξηση του κόστους των υλικών και της ενέργειας, την άνοδο των επιτοκίων και τις πληθωριστικές πιέσεις αποτυπώνονται ήδη στη μείωση της οικοδομικής δραστηριότητας και στην υποχώρηση των προσδοκιών για την πορεία της αγοράς ακινήτων και της οικονομίας στη χώρα αλλά και διεθνώς».
Συγκεκριμένα, κατά το φετινό οκτάμηνο καταγράφεται μείωση, σε ετήσια βάση, τόσο στον αριθμό όσο και στον όγκο των νέων οικοδομικών αδειών κατοικιών σε επίπεδο χώρας (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ), κατά 0,6% και 3,1% αντίστοιχα, ανακόπτοντας τους υψηλούς ρυθμούς αύξησης της κατασκευαστικής δραστηριότητας κατοικιών που σημειώθηκαν την τελευταία πενταετία. Την ίδια στιγμή, σημαντική άνοδο, 8,5% σε ετήσια βάση, καταγράφηκε το εννεάμηνο του 2022 στο συνολικό κόστος κατασκευής νέων κτιρίων κατοικιών (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ), ενώ υψηλότερος ήταν ο ρυθμός αύξησης στο κόστος υλικών (10,8%). Σύμφωνα με την ΤτΕ, το γεγονός ότι η αύξηση που καταγράφεται στις τιμές και τη ζήτηση για ακίνητα υψηλών προδιαγραφών είναι συνυφασμένη με την άμεση ή έμμεση -μέσω του τουρισμού- εισροή ξένων κεφαλαίων στην αγορά καθιστά τη διατήρηση των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης ευάλωτη στη διεθνή συγκυρία και ειδικά στα ζητήματα επάρκειας και κόστους της ενέργειας.
Την ίδια στιγμή, όπως σημειώνει η ΤτΕ, το συνολικό ύψος των νέων στεγαστικών δανείων, παρ’ ότι καταγράφει άνοδο κατά το δεκάμηνο του 2022 (28,2%), παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Έρευνας Τραπεζικών Χορηγήσεων (γ’ τρίμηνο 2022), παρατηρείται μείωση της ζήτησης στεγαστικών δανείων επί δεύτερο κατά σειρά τρίμηνο, ύστερα από δύο έτη συνεχούς καταγραφής αύξησης της ζήτησης (από το β’ τρίμηνο του 2020). Μάλιστα, όπως τονίζεται στην έκθεση της ΤτΕ, οι συμμετέχουσες τράπεζες αναφέρουν ότι η εμπιστοσύνη των καταναλωτών και το γενικό επίπεδο των επιτοκίων επηρεάζουν αρνητικά τη ζήτηση στεγαστικών δανείων, αναμένουν δε ότι η μείωση της ζήτησης θα συνεχιστεί και το επόμενο τρίμηνο.
Συνολικά, όπως σημειώνει η ΤτΕ, «οι προσδοκίες για την ελληνική αγορά ακινήτων, αν και παραμένουν θετικές για το υψηλών προδιαγραφών τμήμα της, διαφαίνεται πλέον ότι είναι περισσότερο συγκρατημένες σε σχέση με την αρχή του έτους. Η συμπίεση των καθαρών αποδόσεων των επενδύσεων και των προσδοκώμενων υπεραξιών από τα ακίνητα, σε συνδυασμό με την αύξηση των επιτοκίων και της αβεβαιότητας, εκτιμάται ότι σταδιακά οδηγεί, εκ νέου, μέρος των επενδυτών σε στάση αναμονής. Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική αγορά ακινήτων, μετά την υποτονική οικοδομική δραστηριότητα και την υποβάθμιση του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος επί μία δεκαετία και άνω, αναμένεται να διατηρήσει το αυξημένο ενδιαφέρον για ακίνητα υψηλών προδιαγραφών.
Εκτιμάται ότι σημαντικό μέρος των επενδυτικών κεφαλαίων θα κατευθύνεται πλέον προς νέα κτίρια -ή ανακατασκευασμένα παλαιότερα- σύγχρονων περιβαλλοντικών προδιαγραφών, συμβατά με τη διεθνή τάση για βιώσιμες λύσεις.
Παράλληλα, οι αναπλάσεις μεγάλης εμβέλειας που πραγματοποιούνται ή προγραμματίζονται, η βελτίωση των υποδομών, η σταδιακή ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων (με τη συμβολή και του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας) και οι ελκυστικές αποδόσεις των ακινήτων υψηλών προδιαγραφών αναμένεται να λειτουργήσουν αντισταθμιστικά στην τρέχουσα δυσμενή συγκυρία και να συντηρήσουν σε ικανοποιητικό βαθμό τη θετική δυναμική της αγοράς», καταλήγει η σχετική ανάλυση.