THEPOWERGAME
Σε σημαντικό παράγοντα διαμόρφωσης της ζήτησης στην αγορά κατοικίας εξελίσσεται η ανάδυση της τηλεργασίας και η διατήρησή της στην καθημερινότητα πολλών εργαζομένων, ακόμα και μετά την υποχώρηση της πανδημίας. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat, οι μισθωτοί στην Ελλάδα που εργάζονται από το σπίτι ως ποσοστό της συνολικής απασχόλησης ανήλθαν σε 14,8% το 2021, από 10,4% το 2020 και μόλις 5,2% το 2019. Έχουν δηλαδή σχεδόν τριπλασιαστεί σε σχέση με πριν από την πανδημία.
Το αντίστοιχο μέσο ποσοστό στην Ευρώπη ξεπέρασε το 26% το 2021, από 22,4% το 2020 και 15,1% το 2019, με την Ελλάδα να έχει διαχρονικά χαμηλότερα ποσοστά από τα αντίστοιχα της Ευρώπης. Ειδικότερα, στη χώρα μας το 2021 από το 14,8% των μισθωτών που δούλευαν σε καθεστώς τηλεργασίας το 8,2% δήλωσε ότι «μερικές φορές» εργαζόταν από το σπίτι, ενώ το 6,6% ότι βρίσκεται «συνήθως» σε τηλεργασία.
Σύμφωνα με το εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων της Alpha Bank, «αυτή η διαχρονική αύξηση του ποσοστού της τηλεργασίας οδηγεί και σε αλλαγή στις προτιμήσεις στέγασης, τόσο κατά τη διάρκεια της πανδημίας όσο και την περίοδο μετά, αντανακλώντας πιθανώς την επιθυμία για περισσότερο χώρο, σε συνδυασμό με μειωμένη ανάγκη για μετακινήσεις. Οι πιθανές αλλαγές στις προτιμήσεις των νοικοκυριών προς την αναζήτηση μεγαλύτερων κατοικιών για τη διευκόλυνση της τηλεργασίας αναμένεται να οδηγήσουν στην αύξηση της ζήτησης για κατοικίες, αποτελώντας παράγοντα ανόδου των τιμών στο μέλλον».
Ήδη, πάντως, η τάση αυτή έχει αρχίσει να αποτυπώνεται στις αγοραπωλησίες. Σύμφωνα με την ανάλυση στοιχείων των πωλήσεων κατοικιών που πραγματοποιήθηκαν από το πανελλαδικό δίκτυο μεσιτικών γραφείων της RE/MAX Ελλάς, το 2021 οι κατοικίες επιφάνειας από 101 έως 150 τ.μ. κατέγραψαν την υψηλότερη ζήτηση, αποτελώντας τη δημοφιλέστερη κατηγορία, με μερίδιο 26% του συνόλου των συναλλαγών. Η αμέσως επόμενη πιο δημοφιλής κατηγορία αφορούσε κατοικίες επιφάνειας από 76 έως 100 τ.μ., περιλαμβάνοντας το 21% του συνόλου των ακινήτων που μεταβιβάστηκαν. Επιπλέον 16% των αγοραπωλησιών αφορούσε κατοικίες επιφάνειας άνω των 151 τ.μ., γεγονός ιδιαίτερα αξιοσημείωτο, καθώς πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας η εν λόγω κατηγορία δεν συγκέντρωνε μερίδιο αγοράς μεγαλύτερο του 4%. Ουσιαστικά δηλαδή πάνω από το 60% των αγοραπωλησιών αφορούσε ακίνητα τουλάχιστον δύο υπνοδωματίων.
Διευρύνθηκε σημαντικά
Όπως επισημαίνει η Alpha Bank, η τηλεργασία -αν και παραδοσιακά στο παρελθόν ήταν συχνότερη σε στελέχη επιχειρήσεων υψηλής εξειδίκευσης- κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης διευρύνθηκε σημαντικά. Κατά την τρέχουσα ενεργειακή κρίση, η τηλεργασία δύναται να αποτελέσει πολύτιμο εργαλείο για τη μείωση του κόστους των μετακινήσεων και της ανάλωσης ενέργειας τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τα νοικοκυριά και εξ αυτού διευρύνει τον ελεύθερο χρόνο. Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η κατάσταση στις ενοικιάσεις κατοικιών, όπου τα μικρότερα ακίνητα γίνονται «ανάρπαστα» λόγω του ότι το τελικό κόστος είναι σχετικά χαμηλό, έως 500-600 ευρώ. Τα διαμερίσματα αυτής της κατηγορίας προτιμώνται από μεγάλη μερίδα υποψήφιων ενοικιαστών, όπως φοιτητές, εργένηδες και νέα ζευγάρια, που εκ των πραγμάτων δεν έχουν μεγάλη οικονομική άνεση. Ωστόσο, σε πολλές περιοχές, όπως π.χ. στα βόρεια και τα νότια προάστια, υπάρχει σχετικά περιορισμένο απόθεμα μικρών διαμερισμάτων, λόγω του ότι η πλειονότητα των κατασκευών έχει διαφορετική φιλοσοφία. Αντίστοιχα, στο κέντρο της Αθήνας, όπου η διαθεσιμότητα είναι σαφώς μεγαλύτερη ως ποσοστό επί του συνολικού αποθέματος, υπάρχει έλλειψη κενών, ακριβώς λόγω της πολύ υψηλής ζήτησης. Ως εκ τούτου, τα λιγοστά διαθέσιμα μικρά διαμερίσματα εκμισθώνονται αντί αρκετά υψηλών τιμών αναλογικά με το μέγεθός τους.
Για παράδειγμα, πλέον έχουν αρχίσει να καταγράφονται και περιπτώσεις ζητούμενων τιμών ενοικίασης έως και 800-1.000 ευρώ σε μικρά ακίνητα, ανάλογα με την περιοχή και τα χαρακτηριστικά του ακινήτου. Για παράδειγμα, στα βόρεια και τα νότια προάστια διατίθενται προς ενοικίαση μικρά διαμερίσματα, της τάξεως των 35-45 τ.μ., με τιμές άνω των 15 ευρώ/τ.μ. δηλαδή πάνω από 550-600 ευρώ, ακόμα και άνω των 20 ευρώ/τ.μ., επειδή είναι επιπλωμένα και εξοπλισμένα ή έχουν ανακαινιστεί πρόσφατα. Πρόκειται για ακίνητα τα οποία οι κάτοχοί τους είχαν αρχικά εξοπλίσει, ώστε να τα αξιοποιήσουν μέσω των ψηφιακών πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης, και σήμερα επιθυμούν να αποσβέσουν το κόστος της επένδυσής τους, σε όσο το δυνατόν συντομότερο διάστημα, μέσω της αξιοποίησής τους με συμβατικές μισθώσεις μεγαλύτερης διάρκειας. Αλλοι πάλι στοχεύουν αποκλειστικά σε φοιτητές, προτείνοντας διάρκεια συμβολαίου 8-9 μηνών, από Σεπτέμβριο μέχρι τέλη Μαΐου ή αρχές Ιουνίου, ώστε να έχουν ελεύθερο το ακίνητο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, το διάστημα δηλαδή που κορυφώνεται η τουριστική ζήτηση στην Αθήνα.