THEPOWERGAME
Με το κόστος στέγασης να έχει πάρει την ανιούσα και με τα προβλήματα να αναμένεται να επιδεινωθούν εξαιτίας της αύξησης των επιτοκίων, που θα δημιουργήσουν πιέσεις στους δανειολήπτες, η υπόθεση αγορά ακινήτου απομακρύνεται για ένα μέσο νοικοκυριό.
Συγκεκριμένα το κόστος στέγασης, που περιλαμβάνει ενοίκιο ή δόση στεγαστικού δανείου και πάγια έξοδα σπιτιού έχει αυξηθεί κατά 31,5% τους τελευταίους μήνες.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ (housing taxation in OECD countries), για να αγοράσει ένα μέσο ελληνικό νοικοκυριό μια κατοικία 100 τετραγωνικών μέτρων θα πρέπει να διαθέσει τα εισοδήματα σχεδόν 13 ετών, έναντι 11,7 ετών το 2000.
Όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα της Έκθεσης του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα:
- Οι πραγματικές τιμές των ακινήτων, μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού, αυξήθηκαν περίπου 10% από το τέταρτο τρίμηνο του 2019 έως το τρίτο τρίμηνο του 2021 έναντι 13% κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ.
- Στην 20ετία 2000-2020 οι πραγματικές τιμές των ακινήτων αυξήθηκαν λιγότερο από τις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ, με εξαίρεση την Ιαπωνία. Ωστόσο, η αγορά κατοικιών έχει γίνει πολύ δύσκολη για τους Έλληνες οι οποίοι ειδικά τα χρόνια των μνημονίων είδαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται και τους φόρους να αυξάνονται.
- Η αγορά μίας κατοικίας 100 τετραγωνικών μέτρων το 2020 αντιστοιχούσε στα εισοδήματα σχεδόν 13 ετών ενός μέσου ελληνικού νοικοκυριού έναντι περίπου 11 ετών το 2000 με την Ελλάδα να βρίσκεται στην έκτη υψηλότερη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ μετά τη Νέα Ζηλανδία, την Κορέα, την Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο και την Αυστρία.
- Το μεγαλύτερο πρόβλημα απόκτησης κατοικίας εντοπίζεται στους νέους έως 34 ετών. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, το ποσοστό των Ελλήνων αυτής της ηλικιακής ομάδας που έχουν δικό τους σπίτι, χωρίς να έχουν κληρονομήσει ή έχει περάσει στα χέρια τους ακίνητο με γονική παροχή, είναι μόλις 13%. Το ποσοστό αυτό είναι το χαμηλότερο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
- Η απόκτηση κατοικίας παραμένει μια σταθερή και σίγουρη επένδυση για τους Έλληνες, με το ποσοστό των ιδιοκτητών κύριας κατοικίας να φθάνει το 72%.
- Το 92% της περιουσίας που μεταβιβάζουν οι Ελληνες αφορά ακίνητα και αποτελεί το υψηλότερο ποσοστό από τις χώρες του ΟΟΣΑ, με το χαμηλότερο να καταγράφεται στην Ολλανδία (19%).
- Η αύξηση των επιτοκίων πιέζει τους δανειολήπτες με κυμαινόμενο επιτόκιο, οι οποίοι αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία στην Ελλάδα.
Σε πόσα έτη μπορεί ένα μέσο νοικοκυριό να αγοράσει ένα μέσο νοικοκυριό ακίνητο 100 τ.μ. | 2000 | 2020 |
ΗΠΑ | 3,6 | 4,1 |
Λιθουανία | 8,4 | 6,5 |
Φιλανδία | 6,7 | 6,7 |
Ιαπωνία | 9,2 | 7,5 |
Νορβηγία | 6,0 | 7,8 |
Ιταλία | 8,5 | 8,7 |
Εσθονία | 9,2 | |
Σλοβακία | 9,2 | |
Δανία | 7,7 | 9,3 |
Γερμανία | 9,1 | 9,4 |
Πολωνία | 9,5 | |
Τσεχία | 6,6 | 9,6 |
Λετονία | 9,6 | 9,8 |
Καναδάς | 6,2 | 9,9 |
Βέλγιο | 6,4 | 10,3 |
Σλοβενία | 10,6 | |
Ηνωμένο Βασίλειο | 6,7 | 11,0 |
Ισπανία | 8,2 | 11,1 |
Σουηδία | 6,1 | 11,2 |
Πορτογαλία | 11,3 | 11,4 |
Ουγγαρία | 11,6 | |
Αυστρία | 8,2 | 11,9 |
Ελβετία | 8,3 | 12,6 |
Γαλλία | 7,8 | 12,8 |
Ολλανδία | 11,4 | 12,9 |
Ελλάδα | 11,7 | 13,0 |
Αυστραλία | 10,3 | 14,4 |
Λουξεμβούργο | 6,0 | 15,8 |
Ιρλανδία | 16,5 | 16,1 |
Κορέα | 18,8 | 16,6 |
Νέα Ζηλανδία | 10,3 | 18,7 |
Στο μεταξύ, η Ελλάδα βρίσκεται στην 13η θέση μεταξύ των 38 χωρών του ΟΟΣΑ στις εισπράξεις φόρων από τη φορολόγηση των ακινήτων. Συγκεκριμένα, εισπράττει το 7% των φορολογικών εσόδων όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 6%. Όπως τονίζεται στην έκθεση, οι φόροι ακίνητης περιουσίας αντιπροσωπεύουν συνήθως μια μικρή πηγή εσόδων για τις χώρες του ΟΟΣΑ. Κατά μέσο όρο, αντιπροσωπεύουν περίπου το 6% των συνολικών φορολογικών εσόδων, ποσοστό πολύ μικρότερο από τους λοιπούς φόρους, συμπεριλαμβανομένων των φόρων επί των αγαθών και των υπηρεσιών (33% των συνολικών φορολογικών εσόδων), των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης (26%), των φόρων εισοδήματος φυσικών προσώπων (23%) και των φόρων εισοδήματος εταιρειών (10%).
Τα έσοδα από τον φόρο ακίνητης περιουσίας αντιπροσωπεύουν περίπου το 14% των συνολικών φορολογικών εσόδων στην Κορέα, το 12% στο Ηνωμένο Βασίλειο, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά και το 10% στο Λουξεμβούργο, ενώ αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 1% των συνολικών φορολογικών εσόδων στην Τσεχική Δημοκρατία, την Εσθονία και τη Λιθουανία.