THEPOWERGAME
«Παράθυρο» λίγων ακόμα μηνών φαίνεται πως υπάρχει για την υλοποίηση επενδύσεων στην αγορά ακινήτων, πριν την οριστικοποίηση της ανοδικής πορείας των επιτοκίων, μετά από σειρά ετών, κατά την διάρκεια των οποίων επικράτησε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με τον πληθωριστικό κίνδυνο, την ενεργειακή κρίση και το ασταθές γεωπολιτικό πλαίσιο στην Ευρώπη, μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, έχουν επαναφέρει τα ακίνητα στο επίκεντρο των επενδυτών, ιδιωτών, αλλά και θεσμικών.
Την ίδια στιγμή όμως, ο ρυθμός ανόδου των τιμών ενδέχεται να επιβραδύνει τους επόμενους μήνες, στοιχείο που θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους οι επενδυτές. Συγκεκριμένα, όπως ανέφερε σε πρόσφατη εβδομαδιαία ανάλυσή της η Alpha Bank, «το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων που επικρατούσε μέχρι πρότινος συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην ισχυρή άνοδο των τιμών των κατοικιών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, απόρροια της αντίστροφης σχέσης που υπάρχει μεταξύ τιμών ακινήτων και επιτοκίων. Τα χαμηλά επίπεδα των αποδόσεων έστρεψαν τους επενδυτές στην αγορά ακινήτων, αυξάνοντας την ζήτηση και ωθώντας τις τιμές τους προς τα πάνω. Επιπροσθέτως, τα χαμηλά επιτόκια στεγαστικών δανείων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο συνέβαλαν στην κατεύθυνση αυτή, διευκολύνοντας την αγορά κατοικίας, με αποτέλεσμα την αύξηση της ζήτησης και ακολούθως των τιμών. Ωστόσο, η σταδιακή στροφή της νομισματικής πολιτικής προς μια συσταλτική κατεύθυνση μέσω αύξησης των επιτοκίων ενδέχεται να επιβραδύνει την ανοδική τάση που παρατηρείται στις τιμές των κατοικιών το επόμενο διάστημα».
Τα στοιχεία της ΤτΕ
Υπενθυμίζεται ότι με βάση τα στοιχεία της ΤτΕ (Δείκτης Τιμών), κατά το διάστημα από το πρώτο τρίμηνο του 2018 και μέχρι και το πρώτο τρίμηνο του 2022, οι τιμές στο λεκανοπέδιο της Αττικής καταγράφουν ράλι της τάξεως του 40%. Σε ορισμένες περιοχές υψηλής ζήτησης, όπως τα νότια προάστια και το κέντρο της Αθήνας (π.χ. εμπορικό τρίγωνο, Κουκάκι), οι αυξήσεις ξεπερνούν το 50%. Ωστόσο, η ενεργειακή κρίση, το κύμα ανατιμήσεων στην αγορά και η άνοδος των επιτοκίων, αναμένεται να επιβραδύνουν τον ρυθμό αύξησης των τιμών, γεγονός που ενδεχομένως να λειτουργήσει υπέρ των υποψήφιων επενδυτών.
Οι ξένοι επενδυτές στην ελληνική αγορά ακινήτων πάντως φαίνεται πως δείχνουν ήδη τον δρόμο. Σύμφωνα με την ΤτΕ, κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους, οι εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό για την αγορά ακινήτων στην Ελλάδα, σημείωσαν αύξηση κατά 74,8%, σε 374 εκατ. ευρώ. Tο 2021 είχαν εισρεύσει 1,17 διs. ευρώ, ποσό που επίσης ήταν αυξημένο κατά 34,5%, συγκριτικά με το 2020, όταν το σχετικό ποσό δεν είχε ξεπεράσει τα 875 εκατ. ευρώ, ως αποτέλεσμα της υγειονομικής κρίσης.
«Ζυμώσεις» στην αγορά κατοικίας
Αυτήν την περίοδο, γίνονται σημαντικές «ζυμώσεις» στην αγορά κατοικίας, με επίκεντρο, αφενός μεν το υψηλό μισθωτικό ενδιαφέρον για μεγαλύτερες και ποιοτικότερες κατοικίες, σε διάφορες περιοχές της Αττικής, αλλά και το γεγονός ότι υπάρχει ένα μεγάλο απόθεμα προς διάθεση κατοικιών, που σήμερα βρίσκεται στα χέρια των εταιρειών διαχείρισης «κόκκινων» δανείων (servicers). Τα ακίνητα αυτά θα βγουν σταδιακά στην αγορά προς αξιοποίηση, με τον μεγαλύτερο αριθμό αυτών να οδεύει προς ενοικίαση ή πώληση σε θεσμικούς επενδυτές. Για να συμβεί όμως αυτό, θα πρέπει να παράγουν κάποιο εισόδημα. Αυτός είναι και ο λόγος που δρομολογούνται σημαντικές πρωτοβουλίες για την αξιοποίηση του κτιριακού αυτού αποθέματος, ώστε να γίνει πιο ελκυστικό για τους επενδυτές, από ξένα κι εγχώρια family offices, μέχρι εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία (ΑΕΕΑΠ).
Ταυτόχρονα, οι ιδιώτες, αλλά και οι θεσμικοί επενδυτές αποδεικνύουν την διάθεσή τους να τοποθετηθούν σε εταιρείες που θα επωφεληθούν της ανάπτυξης της αγοράς ακινήτων τα επόμενα χρόνια. Η εμπιστοσύνη αυτή στις προοπτικές της κτηματαγοράς αποδείχθηκε σε σειρά περιπτώσεων τις τελευταίες εβδομάδες, παρά την δυσχερή οικονομική συγκυρία. Η Lamda Development, ναι μεν άντλησε 230 εκατ. ευρώ μέσω έκδοσης «πράσινου» ομολόγου, με επιτόκιο 4,8%, ωστόσο οι εγγραφές που συγκέντρωσε ήταν 3,12 φορές περισσότερες, ήτοι για 780 εκατ. ευρώ.
Αντίστοιχα, η Dimand Real Estate εισήγαγε τις μετοχές της στο Χρηματιστήριο Αθηνών, εξασφάλισε υπερκάλυψη της προσφοράς της κατά 1,4 φορές, συγκεντρώνοντας προσφορές συνολικού ύψους 133 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, εξασφαλίστηκε και η υψηλή τιμή που είχε καθοριστεί για κάθε μετοχή, ήτοι τα 15 ευρώ. Έτσι, η εταιρεία συγκέντρωσε κεφάλαια 98 εκατ. ευρώ.