THEPOWERGAME
Μία νέα γενιά Ελλήνων και ξένων επενδυτών ετοιμάζεται να υποδεχθεί μέσα στην επόμενη διετία η χώρα μας. Στο επίκεντρο αναμένεται να βρεθούν οι ελληνικές μετοχές και οι τίτλοι του δημοσίου, είτε πρόκειται για ομόλογα είτε για έντοκα. Η εξέλιξη αυτή θα επισφραγίσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη σημαντική βελτίωση του επενδυτικού κλίματος, με την επιστροφή της Ελλάδας στα επενδυτικά σαλόνια.
Η ελληνική αγορά έχει μπροστά της δύο πολύ δυνατά placement, προσδοκά σε νέες εισαγωγές στο Χρηματιστήριο Αθηνών και βλέπει τους μικροεπενδυτές να εξετάζουν πολύ πιο θετικά την τοποθέτηση των χρημάτων τους σε ελληνικά assets από τη στιγμή που τα επιτόκια των καταθέσεων δεν είναι ελκυστικά και το country risk έχει περιοριστεί.
Αυξημένο είναι το ενδιαφέρον και για τις εκδόσεις εταιρικών ομολόγων καθώς οι ελληνικές επιχειρήσεις αναβαθμίζονται και οι αποδόσεις που προσφέρουν είναι ιδιαίτερα ελκυστικές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Eurobank, η οποία βγήκε την περασμένη Πέμπτη στις αγορές με στόχο να αντλήσει 300 εκατ. ευρώ και δέχθηκε προσφορές ύψους 1,8 δισ. ευρώ. Συνολικά, οι τράπεζες αναμένεται να σηκώσουν από την αγορά 5,5 δισ. ευρώ έως το 2025.
Την αρχή σε επίπεδο placement θα κάνει η Τράπεζα Πειραιώς, για την οποία ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε από το Νταβός ότι σύντομα θα υπάρξουν νέα, αν και δεν έχει ακόμη αποφασιστεί αν θα διατεθεί μέρος του ποσοστού ή ολόκληρο το 27% που κατέχει το δημόσιο. Η προετοιμασία για τη συναλλαγή ξεκίνησε την περασμένη εβδομάδα και αναμένεται να ολοκληρωθεί μέσα στον Μάρτιο.
Η κυβέρνηση θέλει να αξιοποιήσει το momentum και να διασφαλίσει ότι θα συμμετέχουν υψηλής ποιότητας επενδυτικά κεφάλαια, όπως συνέβη και με την Εθνική Τράπεζα. Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, υπάρχει ενδιαφέρον για τη συναλλαγή, το οποίο αναμένεται να αυξηθεί μετά την ανακοίνωση αποτελεσμάτων έτους της Τράπεζας Πειραιώς στις 23 Φεβρουαρίου.
Μέσα στο έτος και πιθανότατα αμέσως μετά το καλοκαίρι θα ακολουθήσει το placement του εναπομείναντος 18% της ΕΤΕ που κατέχει το ΤΧΣ και στόχος είναι η επανάληψη της μεγάλης επιτυχίας του 2023, όταν η διάθεση του 22% υπερκαλύφθηκε κατά 8 φορές και ακούστηκε διεθνώς.
Οι ελληνικές μετοχές έχουν ήδη νιώσει την αλλαγή του κλίματος, καθώς ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών σημείωσε μία από τις καλύτερες επιδόσεις στον κόσμο το 2023, ενώ και το 2024 έχει ξεκινήσει με καλούς οιωνούς. Παρά τη συσσώρευση της τελευταίας εβδομάδας, ο ΓΔ διατηρείται με άνεση πάνω από τις 1.300 μονάδες, έχοντας σημειώσει κέρδη 3,63% μέσα στο 2024, ενώ ο τραπεζικός δείκτης ενισχύεται σε ποσοστό 7%.
Παρόμοιο σκηνικό παρατηρείται και στα ελληνικά κρατικά ομόλογα, όπου το spread του ελληνικού 10ετούς με το αντίστοιχο γερμανικό έχει υποχωρήσει στο επίπεδο των 100 μονάδων βάσης ή 1 ποσοστιαίας μονάδας. Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς έκλεισε την εβδομάδα στο 3,33% και του γερμανικού στο 2,30%. Πλέον, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς υψηλότερη μόλις κατά 0,10% από του ισπανικού 10ετούς.
Σε ό,τι αφορά τις νέες «αφίξεις», η αγορά εστιάζει στην εισαγωγή του 30% του Διεθνούς Αεροδρομίου Αθηνών, σε μία συναλλαγή που αναμένεται να φτάσει στο επίπεδο του placement της ΕΤΕ.
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για το ελληνικό αξιόχρεο στο δεύτερο μισό του 2023 αποτελεί το πρώτο βήμα για να επιστρέψουν τα ελληνικά assets στην ελίτ των διεθνών αγορών. Με τους οίκους S&P και Fitch να έχουν αναβαθμίσει την Ελλάδα, τον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο του 2023, αντίστοιχα, απομένει μία ανάλογη κίνηση και από τον Moody’ s, ενδεχομένως στις 15 Μαρτίου όταν έχει προγραμματιστεί η πρώτη αξιολόγηση του οίκου για το 2024. Στη συνέχεια, η ελληνική αγορά αναμένει την αναβάθμισή της από τους MSCI και FTSE στην κατηγορία των ανεπτυγμένων αγορών, για να επισφραγιστεί η ολική επαναφορά της.
Ο ευνοϊκός κύκλος για την ελληνική οικονομία αντανακλάται και τις εισροές ξένων επενδυτικών κεφαλαίων, οι οποίες θα αυξάνονται όσο η κυβέρνηση εφαρμόζει μεταρρυθμίσεις που διασφαλίζουν την αναπτυξιακή προοπτική, έτσι ώστε να συνεχιστεί η πτωτική πορεία του χρέους και οι πολύ καλές δημοσιονομικές επιδόσεις. Σε προχθεσινή της έκθεση, η ING ξεχώρισε την Ελλάδα από όλες τις χώρες της Ευρωζώνης για τις οικονομικές και δημοσιονομικές επιδόσεις του 2024, τονίζοντας ότι η χώρα μας συνεχίζει να ανακάμπτει και να εμφανίζει ανάπτυξη μεγαλύτερη τόσο σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης όσο και σε σύγκριση με τις προβλέψεις των αναλυτών.