THEPOWERGAME
Προς πλήρη αυτονομία σε σχέση με τις διεθνείς εξελίξεις, την αύξηση του πληθωρισμού και των επιτοκίων, κινούνται εγχώρια blue chips. Μέχρι σήμερα σε καταστάσεις πτωτικής αγοράς, ή έντονων αναταράξεων, όπως αυτή που βιώνει το ελληνικό χρηματιστήριο μετά από το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, τα ισχυρά χαρτοφυλάκια συνήθως καταφεύγουν σε περισσότερο ασφαλή επενδυτικά καταφύγια. Ειδικά σε περιόδους αύξησης επιτοκίων, τα funds έχουν τη δυνατότητα να γυρίσουν τις θέσεις τους, να πωλήσουν μετοχές και να τοποθετηθούν σε κρατικά ή εταιρικά ομόλογα που κάθε χρόνο έχουν σταθερή απόδοση μεταξύ 3 – 4,5%, όσο δηλαδή η συνήθης μερισματική απόδοση μιας εταιρείας.
Η διαφορά, σύμφωνα με Έλληνες διαχειριστές θεσμικών χαρτοφυλακίων στο Ηνωμένο Βασίλειο, είναι ότι πλέον στο ελληνικό Χρηματιστήριο παρατηρείται το εξής: Το κυνήγι των growth stories. Δηλαδή, η αναζήτηση εισηγμένων, που συνήθως βρίσκονται στη μεγάλη κεφαλαιοποίηση, τράπεζες ή άλλα blue chips, που εκτός από τα μερίσματα που είναι επακόλουθο της κερδοφορίας τους, παρουσιάζουν ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης. Με δεδομένη την μεγάλη εμπορευσιμότητα που έχουν οι μετοχές αυτού του τύπου, οι ξένοι επενδυτές έχουν τη δυνατότητα καταγραφής μεγάλων αποδόσεων, χωρίς να περιμένουν το μέρισμα και πολύ περισσότερο χωρίς να αναδιαρθρώσουν τις θέσεις τους, τοποθετούμενοι σε ομόλογα, εταιρικά ή κρατικά. Μπορούν να μπουν σε μία μετοχή και βεβαίως να βγουν, ανά πάσα στιγμή.
Τα deals και τα οικονομικά αποτελέσματα που ανακοινώνονται τις τελευταίες μέρες στο Χρηματιστήριο Αθηνών, δίνουν την εντύπωση ότι ξεκαθαρίζει η «ήρα από το στάρι».
Η περίπτωση του ΟΤΕ για παράδειγμα είναι χαρακτηριστική, αφού οι επενδυτές επιλέγουν να μειώσουν τις θέσεις τους ή να μπουν σε φθηνότερες αποτιμήσεις, με τη μετοχή να σημειώνει απώλειες πάνω από 6,5% από την αρχή της χρονιάς, θεωρώντας ότι επηρεάζεται σφόδρα από τον ανταγωνισμό και τις προσφορές. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ακόμα και το μέρισμα, το οποίο κινήθηκε στα 0,57 ευρώ για φέτος, ήταν κατώτερο των προβλέψεων των αναλυτών. Δηλαδή, στον ΟΤΕ αναζητείται ακόμα η διαφοροποίηση σε σχέση με τον ανταγωνισμό, τη στιγμή που το ύψος του μερίσματος δεν φαίνεται ελκυστικό για τους θεσμικούς επενδυτές.
Στον αντίποδα, το τελευταίο διάστημα, δύο μετοχές, η Jumbo και η ΔΕΗ φαίνεται ότι αποτελούν τα υποδείγματα για τη νέα επενδυτική στρατηγική που υιοθετείται. Το σημαντικό για την εξαγορά της ΔΕΗ, για παράδειγμα, είναι ότι μετά τις… υπογραφές για την απόκτηση της Enel Ρουμανίας, η επιχείρηση προσθέτει στα EBITDA της 300 εκατ. ευρώ, μιλώντας πλέον στους αναλυτές για 1,2 δισ. ευρώ. Αυτό για τη ΔΕΗ, όταν το 2018 όδευε προς την χρεοκοπία με ζημιές σχεδόν 1 δισ. ευρώ.
Το ίδιο ισχύει και για τη Jumbo. To προηγούμενο διάστημα η μετοχή έσπασε προς στιγμή το φράγμα ακόμα και των 22 ευρώ. Πέρα από το υψηλό μέρισμα του 1,15 ευρώ που θα δοθεί στους μετόχους σύντομα, εντός του Μαρτίου, ο Απόστολος Βακάκης, διοικητικός ηγέτης της Jumbo, μίλησε για αύξηση του τζίρου από μήνα σε μήνα κατά 15%. Τη στιγμή, που σε σύντομο χρονικό διάστημα επεκτείνεται σε μία ακόμα αγορά, αυτή του Ισραήλ.Η δε αποτίμηση της Jumbo είναι σχεδόν τρεις φορές ο… τζίρος της , δηλαδή πάνω από 2,8 δισ. ευρώ.
Αξία και ενδιαφέρον βρίσκουν οι επενδυτές στον Μυτιληναίο. Με χρηματιστηριακή αξία 3,45 δισ. ευρώ και μία ανάσα από τα ιστορικά υψηλά των 25,52 ευρώ, η εισηγμένη, όπως εξηγούν οι αναλυτές, συνδυάζει και μέρισμα (1,20 ευρώ θα δώσει για την περσινή χρήση) και growth. Ο ίδιος ο Ευάγγελος Μυτιληναίος έκανε λόγο για EBITDA φέτος κοντά στο 1 δισ. ευρώ!
Η Eurobank άφησε… άφωνους τους αναλυτές την Πέμπτη, αφού οι προβλέψεις που έδωσε η διοίκηση της τράπεζας για φέτος κινούνται 20% πάνω από τις προβλέψεις των αναλυτών. Για το 2023 η εκτίμηση των κερδών ανά μετοχή πάει από τα 0,18 στα 0,22 ευρώ η οποία για παράδειγμα είναι… 30% πάνω από την εκτίμηση της Piraeus Securities. Προφανώς, όπως εκτιμούν οι αναλυτές, έρχεται νέος γύρος αναβαθμίσεων από τους ξένους οίκους