THEPOWERGAME
«Σήμερα, (οι αγορές) δεν δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση» έσπευσε να συμπεράνει ο Αλέξης Τσίπρας μιλώντας στον Αντέννα, με αφορμή την άνοδο του επιτοκίου των ελληνικών κρατικών ομολόγων, τα οποία την Παρασκευή ήταν στο 4,8%.
Συγκρίνοντας την περίοδο της δικής του διακυβέρνησης με τη σημερινή ο Αλέξης Τσίπρας προφανώς έκανε μία σειρά από σημαντικά λάθη, υπεραπλουστεύοντας την κατάσταση των ελληνικών ομολόγων και του ελληνικού χρέους, αλλά και τη σημασία που έχει η άνοδος των επιτοκίων των ομολόγων σήμερα, σε σύγκριση με το τότε.
Αν θελήσουμε να συγκρίνουμε μία στιγμή που σίγουρα οι αγορές δεν εμπιστεύονταν την ελληνική οικονομία, θα μπορούσαμε να γυρίσουμε στο -όχι και τόσο μακρινό- 2015, και συγκεκριμένα τον Ιούνιο που έκλεισαν οι τράπεζες. Τότε λοιπόν το επιτόκιο του 10ετούς ομολόγου της χώρας μας ήταν στο 15,4% και η διαφορά (το spread) προς το Γερμανικό επιτόκιο ήταν 1.463 μονάδες βάσης.
Σήμερα, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου είναι όντως αυξημένη σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα, καθώς έχει ανέβει 4 μονάδες μέσα σε ένα χρόνο, καθώς πέρυσι ήταν στο 0,836%.
Το θέμα όμως δεν είναι να βλέπει κάποιος το επιτόκιο των ομολόγων αποσπασματικά και αποκομμένο από την υπόλοιπη οικονομία και φυσικά από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μέσα στην οποία σχηματίζεται. Και το spread των ομολόγων αποτελεί μία σταθερά που μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε αν οι αγορές δείχνουν εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία ή όχι.
Όταν λοιπόν άλλαξε η κυβέρνηση τον Ιούλιο του 2019, η διαφορά με το Bund ήταν 248 μονάδες βάσης. Αυτή τη στιγμή έχει ανέβει στις 270. Μόλις 22 μονάδες πάνω. Αυτό τί δείχνει; Δείχνει ξεκάθαρα ότι η εμπιστοσύνη προς την ελληνική οικονομία ακολουθεί την ίδια πορεία που δείχνουν οι αγορές προς την ευρωπαϊκή οικονομία γενικότερα, καθώς αυτή τη στιγμή τα επιτόκια σε όλη την Γηραιά Ήπειρο ανεβαίνουν μετά τις αυξήσεις κατά 125 μονάδες βάσης που έχει ήδη επιβάλει στα βασικά της επιτόκια η ΕΚΤ.
Ας δούμε τώρα τα δικά μας επιτόκια σε σχέση με την αύξηση που επέβαλε η ΕΚΤ. Όταν έγινε η πρώτη αύξηση τον Ιούλιο κατά μισή μονάδα, το ελληνικό 10ετές είχε απόδοση 3,6%. Μέχρι την επόμενη αύξηση η απόδοση είχε φτάσει στο 4,1%. Δηλαδή ακριβώς μισή μονάδα πάνω. Όσο επέβαλε και η ΕΚΤ.
Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με την πορεία από τις 8 Σεπτεμβρίου που προστέθηκαν άλλες 75 μονάδες. Τα επιτόκιά μας αυξήθηκαν κατά 73 μονάδες βάσης. Δηλαδή όσο ακριβώς επέβαλε η ΕΚΤ. Και θα ήταν λογικό εδώ να θεωρήσει κάποιος, ότι από τη στιγμή που η Κριστίν Λαγκαρντ θα συνεχίσει της αυξήσεις όπως έχει ήδη ανακοινώσει, θα είναι λογικό να δούμε και περεταίρω αύξηση και στα ελληνικά ομόλογα.
Αν οι αυξήσεις ακολουθούν τα ποσοστά της ΕΚΤ τότε πολύ απλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι δεν τίθεται θέμα έλλειψης εμπιστοσύνης των αγορών προς την ελληνική οικονομία.
Πόσο επηρεάζεται το χρέος;
Το θέμα της εμπιστοσύνης των αγορών το λύσαμε. Ας δούμε τώρα κατά πόσο πρέπει ή δεν πρέπει να μας προβληματίζει η πορεία της απόδοσης των ομολόγων σε σχέση με το χρέος μας. Η ερώτηση είναι: «Το επηρεάζει;» Το πρώτο πράγμα που θα μπορούσε να πει κάποιος είναι ότι τα αυξημένα επιτόκια κάνουν ακριβότερο το ελληνικό χρέος.
Λογικό. Όμως αυτό δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα, καθώς αυτή τη στιγμή το ελληνικό χρέος δεν βρίσκεται σε ιδιωτικά χέρια, αλλά σε θεσμικά. Και συγκεκριμένα στον ESM που διακραττεί τη συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών ομολόγων, περί τα 191 δισ.ευρώ .
Επιπλέον σήμερα το χρέος της κεντρικής διοίκησης δεν είναι κυμαινόμενο, αλλά σταθερό, σε πλήρη αντίθεση με τον Ιούνιο του 2015. Τότε, τα δάνεια σταθερού επιτοκίου ήταν 34% και τα κυμαινόμενα 66%. Άρα η πλειοψηφία των δανείων μας επηρεάζονταν από την πορεία των επιτοκίων μας. Σήμερα (σύμφωνα με το πιο πρόσφατο δελτίο δημοσίου χρέους,) τα δάνεια σταθερού επιτοκίου είναι στο… 100%.
Αν πάμε τώρα και ζητήσουμε από τον ΟΔΔΗΧ να μας κάνει μία πιο βαθιά ανάλυση συσχετίζοντας τα σταθερού επιτοκίου με τα «χετζαρισμένα» δάνειά που έχει, εκείνα που έχουν σταθερό επιτόκιο θα καταλήξουν να είναι στο… 104%. Δηλαδή μπορεί η χώρα μας ακόμη και να απορροφήσει τέσσερις μονάδες χρέους συσχετίζοντας τα δικά της δάνεια που εκδίδει με εκείνα που έχει στην κατοχή της και της δίνουν κέρδος. Γι’ αυτό λοιπόν στον ΟΔΔΗΧ κάποιοι λένε ότι και 5 και 6 μονάδες να φτάσουν τα επιτόκιά μας, δεν… ιδρώνει το αυτί μας.
Και μιας και έχετε φτάσει να διαβάζετε μέχρι εδώ, να σας δώσουμε και το στοιχείο της εξυπηρέτησης του χρέους. Το 2015 η χώρα μας έπρεπε να πληρώνει 33 δισ. το χρόνο όταν το ΑΕΠ ήταν στα 175 δισ. Δηλαδή 18,8% όταν ο ESM θεωρεί ότι ένα βιώσιμο χρέος έχει κόστος εξυπηρέτησης κάτω από 15%.
Πού είμασταν πέρυσι σύμφωνα με τον προϋπολογισμό; Στα 18,1 δισ. το χρόνο. Με το ΑΕΠ μας στα 177,6 δισ. το κόστος εξυπηρέτησης ήταν στο 10,2%, ενώ φέτος αυτό το ποσοστό υπολογίζεται να πέσει κι άλλο, καθώς αυξάνεται ο παρονομαστής και το ΑΕΠ μας θα κλείσει στα 210 δισ. ευρώ.