Με σημαντικά κέρδη ολοκλήρωσαν τη συνεδρίαση της Τετάρτης οι ευρωαγορές, καθώς ενισχύθηκε η επενδυτική αισιοδοξία λόγω ενδείξεων αποκλιμάκωσης των εμπορικών εντάσεων μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας. Ο πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 κατέγραψε άνοδο 1,78%, με την ώθηση να γίνεται εντονότερη το απόγευμα, μετά το ανοδικό άνοιγμα των αμερικανικών χρηματιστηρίων. Οι τεχνολογικές μετοχές σημείωσαν θεαματική άνοδο 3,96%, πρωταγωνιστώντας στην ανοδική πορεία, ενώ ο κλάδος των κοινής ωφελείας – που παραδοσιακά θεωρείται αμυντικός – υποχώρησε κατά 1,4%.
Αναλυτικά, ο δείκτης DAX στη Γερμανία ενισχύθηκε κατά 3,14%, χάρη και στην εντυπωσιακή επίδοση της SAP, οι μετοχές της οποίας εκτινάχθηκαν κατά 10,6% μετά την ανακοίνωση αύξησης των λειτουργικών της κερδών κατά 58% και των εσόδων κατά 11% για το πρώτο τρίμηνο του 2025. Παρόμοια εικόνα και στη Γαλλία, με τον δείκτη CAC 40 να ανεβαίνει κατά 2,13%, ενώ ο FTSE 100 στο Ηνωμένο Βασίλειο σημείωσε μικρότερη αλλά σταθερή άνοδο 0,9%.
Η θετική πορεία των αγορών ενισχύθηκε από δηλώσεις του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να μην επιβληθούν εξοντωτικοί δασμοί ύψους 145% σε κινεζικές εξαγωγές, δηλώνοντας ότι «δεν θα είναι πουθενά κοντά σε αυτό το ποσοστό», αν και τόνισε πως «δεν θα είναι και μηδενικοί». Παράλληλα, ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσεντ, ενημέρωσε επενδυτές σε κλειστή συνάντηση την Τρίτη ότι αναμένει «αποκλιμάκωση» της έντασης στο πολύ άμεσο μέλλον, όπως αποκάλυψε πηγή που ήταν παρούσα.
Μιλώντας την Τετάρτη στο Institute of International Finance στην Ουάσινγκτον, ο Μπέσεντ έκανε λόγο για «μια ευκαιρία για μια μεγάλη συμφωνία», ενώ κατηγόρησε την Κίνα για «σοβαρές ανισορροπίες στο εμπόριο» και προσπάθεια να «εξάγει τα προβλήματά της». «Η Κίνα πρέπει να αλλάξει. Το γνωρίζει η ίδια, το γνωρίζουν όλοι. Και θέλουμε να τη βοηθήσουμε, γιατί και εμείς χρειαζόμαστε εξισορρόπηση», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Οι αγορές της Ασίας ακολούθησαν με θετικό πρόσημο, έπειτα από δηλώσεις του Τραμπ ότι δεν σκοπεύει να αποπέμψει τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Τζερόμ Πάουελ, πριν τη λήξη της θητείας του το 2026. Η αναφορά αυτή ήρθε να καθησυχάσει τις ανησυχίες που είχαν προκληθεί το προηγούμενο διάστημα, καθώς ο Τραμπ είχε επανειλημμένα επικρίνει τον Πάουελ και ζητούσε επιθετική μείωση των επιτοκίων.