Ο Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσεντ, έχει ένα χαρακτηριστικό λένε κάποιοι από τους μυημένους στα γρανάζια της Wall Street. Διακρίνεται, λένε, για τη νηφαλιότητά του και τη γνώση του τόσο της ιστορίας των αγορών όσο και της εσωτερικής τους λειτουργίας — στοιχεία που, χωρίς αμφιβολία, αποτελούν καρπό των 10ετιών συναναστροφής του στον κλάδο των κερδοσκοπικών hedge funds.
Φυσικά, πρόκειται για ιδιότητες ιδιαίτερα χρήσιμες για έναν Υπουργό Οικονομικών, ειδικά σε περιόδους κρίσεων, όπως ήταν η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε στα τέλη του 2007, αλλά εκεί ακόμα και «ειδικοί» την πάτησαν.
Ωστόσο, στο τέλος της ημέρας, όλα δείχνουν πως το πέπλο αβεβαιότητας που καλύπτει τις αγορές σε σχέση με την πολιτική δασμών —μια βασική αρνητική δύναμη για την αγορά— αναμένεται να παραμείνει στο άμεσο μέλλον. Κατά συνέπεια, οι ανοδικές αντιδράσεις στο χρηματιστήριο, όπως αυτή που καταγράφηκε πρόσφατα μετά τις εξαιρέσεις στους δασμούς ηλεκτρονικών ειδών από τον Τραμπ, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως βραχυπρόθεσμες, λένε αναλυτές.
Στο επίκεντρο αυτού του νέφους αβεβαιότητας βρίσκεται, όπως είναι φυσικό, η Κίνα. Οι δύο υπερδυνάμεις μοιάζουν να απέχουν έτη φωτός από το να συμφωνήσουν σε μια οποιαδήποτε μορφή εμπορικής εκεχειρίας, ενώ αρκετοί λένε ότι πίσω από αυτό είναι η προσπάθεια Τραμπ να προχωρήσει σε ένα είδος υποτίμησης του δολαρίου, όπως είχε γίνει με τη συμφωνία στο Πλάζα τη δεκαετία του ’80, με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα.
Ο Σκοτ Μπέσεντ σχολίασε στο yahoo finance:
«Είχαμε μια πρώτη επικοινωνία πριν από μερικούς μήνες. Δεν έχουμε μιλήσει έκτοτε. Δεν είμαι σίγουρος ποιος από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας θα βρεθεί εδώ την επόμενη εβδομάδα — είναι μια σημαντική εβδομάδα στην Ουάσινγκτον. Είναι η Εβδομάδα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Οπότε γνωρίζω ότι η κινεζική πλευρά θα στείλει κάποιον από το υπουργείο Οικονομικών, πιθανότατα τον διοικητή της Λαϊκής Τράπεζας της Κίνας. Οπότε, θα βρίσκονται εδώ. Ξέρετε, μπορεί να πέσουμε ο ένας πάνω στον άλλον. Δεν έχουμε κάτι προγραμματισμένο».
Στη συνέχεια, ήρθε η απάντηση στο ερώτημα αν θα έχουν υπογραφεί συμφωνίες δασμών με έως και 130 χώρες μέχρι τη λήξη της 90ήμερης παύσης:
«Ας αφήσουμε την Κίνα στην άκρη. Υπάρχουν 15 βασικοί εμπορικοί εταίροι. Αφήνουμε την Κίνα στην άκρη. Μένουν 14, και κινούμαστε με ταχύτητα για να θέσουμε σε εφαρμογή μια διαδικασία με τους 14 μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν μεγάλα εμπορικά ελλείμματα. Οπότε, σε 90 ημέρες, θα έχουμε ένα πλήρες νομικό έγγραφο, ολοκληρωμένο και έτοιμο; Δεν το θεωρώ πιθανό», δήλωσε ο Μπέσεντ.
Ωστόσο, σημείωσε ότι ένα πλαίσιο συμφωνίας θα μπορούσε να έχει διαμορφωθεί εντός της περιόδου παύσης.
Καθώς όλα αυτά εξελίσσονται, η κυβέρνηση Τραμπ συνεχίζει να σκληραίνει τη στάση της απέναντι στην Κίνα. Όπως με τα νέα περιοριστικά μέτρα της εβδομάδας που αφορούν τα τσιπ τεχνητής νοημοσύνης — εξέλιξη που προκάλεσε αναταράξεις στην κεφαλαιοποίηση ηγετικών εταιρειών του κλάδου, όπως η Nvidia και η Advanced Micro Devices. Η Nvidia θα αναγκαστεί να εγγράψει ζημιά ύψους 5,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ η AMD θα επηρεαστεί κατά 800 εκατομμύρια δολάρια.
Πρόκειται για ένα “πικρό χάπι” για τους επενδυτές — και υπογραμμίζει τον βαθμό του πολιτικού ρίσκου που εξακολουθεί να μην έχει αποτυπωθεί πλήρως στις αγορές, όσο κι αν οι αισιόδοξοι υποστηρίζουν το αντίθετο.
Τις επόμενες δύο εβδομάδες, αναμένεται να δούμε έναν μεγάλο αριθμό CEO, αμέσως μετά τις ανακοινώσεις των αποτελεσμάτων τους, να προσπαθούν να εξηγήσουν πώς σκοπεύουν να διαμορφώσουν τις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών τους στην εποχή των δασμών. Οι αποφάσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις τόσο στη ζήτηση από την πλευρά των καταναλωτών όσο και στη νομισματική πολιτική της Fed μέσα στο έτος.
Παράλληλα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο βαθμός δέσμευσης των CEO απέναντι στο υφιστάμενο προσωπικό τους μέσα σε αυτό το περιβάλλον αβεβαιότητας. Αν μια εταιρεία αναγκαστεί να πληρώσει υψηλούς δασμούς την ίδια στιγμή που οι καταναλωτές περιορίζουν τις δαπάνες τους, είναι σχεδόν βέβαιο πως οι διευθυντές θα στραφούν σε περικοπές εξόδων — και αυτό, τις περισσότερες φορές, σημαίνει απολύσεις.
- Η Tesla αναμένεται να ανακοινώσει τα αποτελέσματα της μετά το κλείσιμο της αγοράς την Τρίτη, με τη μητρική της Google, Alphabet, να δημοσιοποιεί τα αποτελέσματά της αργά την Πέμπτη.
- Τα αποτελέσματα αυτών των εταιρειών ενδέχεται να καθορίσουν το κλίμα για τα αποτελέσματα των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών, καθώς είναι τα πρώτα μέλη των «Magnificent 7» που ανακοινώνουν φέτος.
- Η Meta και η Microsoft αναμένεται να ανακοινώσουν τα αποτελέσματά τους την επόμενη Τετάρτη, ενώ οι Amazon και Apple θα ακολουθήσουν την επόμενη ημέρα.
Γιατί η τελευταία υποχώρηση του χρηματιστηρίου μοιάζει… σωστή
Η πιο πρόσφατη πτώση στις αγορές μετοχών ίσως να μην προκάλεσε έκπληξη σε όσους παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις — αντίθετα, μοιάζει σχεδόν αναμενόμενη. Οι επενδυτές αντιμετωπίζουν ένα εκρηκτικό μείγμα γεωπολιτικής έντασης, αβεβαιότητας γύρω από τη νομισματική πολιτική και εντεινόμενων εμπορικών συγκρούσεων, ειδικά μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η προηγούμενη ανοδική πορεία των αγορών φαινόταν όλο και λιγότερο βιώσιμη. Τα τελευταία οικονομικά στοιχεία δείχνουν σημάδια επιβράδυνσης, ενώ ο κίνδυνος πολιτικών παρεμβάσεων —όπως οι περιορισμοί στις εξαγωγές τεχνολογίας ή οι νέοι δασμοί— δεν έχει αποτιμηθεί πλήρως.
Για αρκετούς επαγγελματίες του χώρου, η διόρθωση αυτή μοιάζει περισσότερο με μια «επιστροφή στην πραγματικότητα» παρά με ένδειξη κρίσης. Σε τελική ανάλυση, οι αγορές δεν μπορούν να ανεβαίνουν αδιάκοπα, ειδικά όταν τα θεμελιώδη μεγέθη αρχίζουν να τρίζουν.
Η Wall Street αφήνει πίσω τα αδύναμα κέρδη και στρέφεται στις επενδύσεις κεφαλαίου
Καθώς αναμένονται τα πιο υποτονικά τριμηνιαία αποτελέσματα για την Εταιρική Αμερική εδώ και έναν χρόνο, η Wall Street δείχνει να κοιτά ήδη πέρα από τους αριθμούς των κερδών. Το επίκεντρο της προσοχής μετατοπίζεται σε έναν δείκτη που σπάνια βρίσκεται στο προσκήνιο: τις κεφαλαιουχικές δαπάνες.
Με το δασμολογικό καθεστώς του πρώην Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να αλλάζει συνεχώς και τους επενδυτές να παραμένουν σε καθεστώς αναμονής, το ενδιαφέρον στρέφεται πλέον στον ρυθμό με τον οποίο οι επιχειρήσεις επενδύουν για την ανάπτυξή τους — είτε πρόκειται για ακίνητη περιουσία είτε για βαριά βιομηχανικό εξοπλισμό. Η στάση τους απέναντι σε αυτές τις μεγάλες δαπάνες μπορεί να προσφέρει κρίσιμες ενδείξεις για το πώς αντιλαμβάνονται την πορεία της οικονομίας.
«Δεν νομίζω ότι οι επιχειρήσεις μπορούν να ξοδέψουν ρευστό σε μια περίοδο σαν κι αυτή», δήλωσε ο Σκοτ Λάντνερ, επικεφαλής επενδύσεων στη Horizon Investments. «Δεν είναι ένα περιβάλλον στο οποίο μπορούν να λειτουργήσουν φυσιολογικά, οπότε γίνονται πολύ συντηρητικές. Είναι μια κατάσταση αναμονής και επιφυλακής».
«Το πρώτο τρίμηνο είναι ήδη ξεπερασμένο, και ακόμη περισσότερο τώρα, καθώς τα πράγματα έχουν αλλάξει δραματικά αυτόν τον μήνα και αναμένεται να αλλάξουν ακόμη περισσότερο τους επόμενους», δήλωσε ο Πολ Κρίστοφερ, επικεφαλής στρατηγικής παγκόσμιων επενδύσεων στο Wells Fargo Investment Institute. «Εξετάζουμε με ιδιαίτερη προσοχή τις προβλέψεις που ανακοινώνουν οι εταιρείες, ειδικά στους κλάδους της βιομηχανίας και των πρώτων υλών», σημείωσε.
Επενδυτικές τράπεζες της Wall Street ανεβάζουν τις πιθανότητες ύφεσης στις ΗΠΑ
Καθώς οικονομολόγοι αναλύουν τις επιπτώσεις των νέων δασμών του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ολοένα και περισσότεροι προειδοποιούν ότι οι πιθανότητες ύφεσης αυξάνονται. Οι αυξημένοι δασμοί αναμένεται να ενισχύσουν τον πληθωρισμό και να ασκήσουν πιέσεις στην οικονομική ανάπτυξη.
Οι οικονομολόγοι της Goldman Sachs τοποθετούν τις πιθανότητες ύφεσης μέσα στους επόμενους 12 μήνες στο 45%, υπερδιπλάσιο ποσοστό από τον ιστορικό μέσο όρο του 15%. Ήδη, τόσο η JPMorgan όσο και ο Neil Dutta της Renaissance Macro έχουν εκδώσει προβλέψεις για ύφεση εντός του έτους.
Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η εκτίμηση του επικεφαλής οικονομολόγου της Moody’s Analytics, Μαρκ Ζάντι, ο οποίος δίνει πιθανότητα 60% για ύφεση μέσα στο επόμενο 12μηνο. Ο ίδιος σημείωσε στο Yahoo Finance ότι αν η κυβέρνηση Τραμπ επιλέξει «έξοδο κινδύνου» και υποχωρήσει σε κάποιους από τους απειλούμενους δασμούς, υπάρχει περιθώριο να αποφευχθεί η ύφεση. «Αυτό, όμως, δεν φαίνεται πιθανό αυτή τη στιγμή», πρόσθεσε.
Στρατηγικοί αναλυτές ρίχνουν τις προβλέψεις για τον S&P 500
Μέσα σε αυτό το κλίμα αυξανόμενης αβεβαιότητας, πολλοί στρατηγικοί αναλυτές έχουν αναθεωρήσει προς τα κάτω τις τιμές-στόχο για τον S&P 500.
Η Citi, για παράδειγμα, μείωσε την πρόβλεψή της για το τέλος του έτους στις 5.800 μονάδες από 6.500 προηγουμένως. Τουλάχιστον εννέα ακόμη τράπεζες της Wall Street που παρακολουθεί το Yahoo Finance έχουν προχωρήσει σε αντίστοιχες μειώσεις. Goldman Sachs, Bank of America, Evercore ISI, RBC Capital Markets και JPMorgan πλέον προβλέπουν ότι ο δείκτης θα κλείσει το 2025 σε επίπεδα 5.700 μονάδων ή χαμηλότερα.
Eάν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν και οι δασμοί επιβαρύνουν περαιτέρω την οικονομία, το αρνητικό σενάριο της Citi προβλέπει ότι ο S&P 500 θα μπορούσε να υποχωρήσει μέχρι τις 4.700 μονάδες.
«Αυτό σημαίνει επιθετική επιβράδυνση», δήλωσε ο Ντριού Πέτιτ, στρατηγικός αναλυτής μετοχών της Citi. «Αυτό είναι πραγματική ύφεση. Μια πραγματική επίπτωση στην μακροπρόθεσμη ανάπτυξη των εταιρικών κερδών… Και αυτή τη στιγμή, η αγορά δεν αποτιμά τον πρόσθετο κίνδυνο».