Κατά τη διάρκεια της πρώτης ομιλίας του πριν από οκτώ χρόνια, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ μίλησε για «σφαγή στην Αμερική». Τις τελευταίες ημέρες, έχει διασπείρει κάτι παρόμοιο, ένα μακελειό στην παγκόσμια οικονομία: ένα πρόβλημα που, σύμφωνα με τα λόγια του, μόνο εκείνος μπορούσε να λύσει τώρα το έχει ο ίδιος παγκοσμιοποιήσει. Οι απότομοι δασμοί που ανακοινώθηκαν στις 2 Απριλίου — και η αντεπίθεση που προκάλεσαν — προκαλούν χάος.
Η Wall Street ξεκίνησε την εβδομάδα με μεγάλες απώλειες, αλλά σύντομα γύρισε επιθετικά σε θετικό έδαφος με κινήσεις αγορών στα χαμηλά για να υποχωρήσει ξανά στη συνέχεια θυμίζοντας τρενάκι του τρόμου. Οποιαδήποτε πτώση πάνω από 4% μέχρι το τέλος της ημέρας θα σηματοδοτήσει την πιο απότομη πτώση τριών διαδοχικών ημερών από το 1987, ξεπερνώντας τις χειρότερες περιόδους μετά την πτώση της Lehman Brothers το 2008 ή οποιαδήποτε αντίστοιχη περίοδο κατά την πανδημία του Covid-19. Παρόμοια ορόσημα είναι διασκορπισμένα σαν μνημεία στην αγορά, σχολιάζει ο Economist. Στο Χονγκ Κονγκ, ο δείκτης Hang Seng έπεσε πάνω από 13%, η χειρότερη πτώση μιας ημέρας από την σιατική χρηματοπιστωτική κρίση του 1997.
Ο Τραμπ οι δασμοί και η Κίνα
Φαίνεται πως όχι. Στο κοινωνικό δίκτυο του στις 4 Απριλίου, επαναδημοσίευσε ένα βίντεο που υποστηρίζει ότι συνειδητά προκαλεί την πτώση της αγοράς μετοχών, «σκοπίμως» όπως γράφει, έτσι ώστε να μειωθούν οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων και να επιτραπεί η φθηνότερη αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους. Μετά από ένα Σαββατοκύριακο με παιχνίδι γκολφ στη Φλόριντα, έδωσε άλλη μια εξήγηση κατά την πτήση του προς Ουάσιγκτον. «Δεν θέλω τίποτα να πέσει. Αλλά μερικές φορές πρέπει να πάρεις φάρμακο για να λύσεις κάτι».
Το «κάτι» που θέλει να διορθώσει δεν ήταν πάντα σαφές. Οι δασμοί του προορίζονται, όπως υποστηρίζει, για να καλύψουν την αναχρηματοδότηση των υπέρογκων κρατικών ελλειμμάτων, για να αντιμετωπίσουν την έλλειψη συνεργασίας στο εμπόριο ναρκωτικών ή για τα άδικα εμπόδια στις αμερικανικές εξαγωγές. Στις 6 Απριλίου, το πρόβλημα που τόνισε ήταν τα εμπορικά ελλείμματα των ΗΠΑ — όχι μόνο η συνολική ανισορροπία της χώρας με τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά και τα διμερή ελλείμματα με τους επιμέρους εμπορικούς εταίρους.
Τα εμπόδια της Ευρώπης για τις αμερικανικές εξαγωγές, είπε, είχαν «αφαιρέσει πολύ από τον πλούτο μας». Ακόμη κι αν οι δύο πλευρές κατέληγαν σε μια υποθετική συμφωνία για την αφαίρεση των δασμών, αυτό δεν θα ήταν αρκετό, υποστήριξε, για να καλυφθεί η ανισορροπία στο εμπόριο από το παρελθόν. Ήταν εξίσου αδιάλλακτος για άλλες οικονομίες. «Έχουμε ένα έλλειμμα τρισεκατομμυρίων δολαρίων με την Κίνα», είπε, λανθασμένα. Το πραγματικό νούμερο, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών, ήταν 263 δισ. δολ, σύμφωνα με τον υπολογισμό στον Economist. «Αν δεν λύσουμε αυτό το πρόβλημα, δεν πρόκειται να κάνω συμφωνία».
Ο Σι Τζινπίνγκ, ο πρόεδρος της Κίνας, φαίνεται επίσης να μην είναι διατεθειμένος να κάνει συμφωνία. Στις 4 Απριλίου, αποφάσισε να απαντήσει συμμετρικά στην «εκφοβιστική» στάση των ΗΠΑ με μέτρα που καταστρέφουν το εμπόριο, ανακοινώνοντας αύξηση 34% στους δασμούς στα αμερικανικά αγαθά, ισοφαρίζοντας την αύξηση που παρουσίασε ο κ. Τραμπ στις 2 Απριλίου. Η Κίνα υπέβαλε επίσης περισσότερες αμερικανικές εταιρείες σε περιορισμούς επενδύσεων ή σε έρευνες για αντιμονοπωλιακές πρακτικές, ενώ περιόρισε τις εξαγωγές προς την Αμερική επτά τύπων κρίσιμων μετάλλων.
Στις 7 Απριλίου, η εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος, Η «Λαϊκή Ημερησία», φιλοξένησε ένα ήρεμο άρθρο για τον εμπορικό πόλεμο στην πρώτη σελίδα της (κάτω από τη σπουδαιότερη είδηση ότι οι σκέψεις του Σι για τον εκσυγχρονισμό της Κίνας έχουν μεταφραστεί στα ισπανικά). Το άρθρο υποστήριξε ότι η Κίνα έχει ακόμη περιθώριο να μειώσει τη νομισματική πολιτική και να επεκτείνει τα δημοσιονομικά κίνητρα αν χρειαστεί. Επίσης ισχυρίστηκε ότι ο κόσμος κατανοεί τώρα ότι η Κίνα είναι «σφαλές καταφύγιο» απέναντι στην «αβεβαιότητα» των ΗΠΑ. «Ο ουρανός δεν θα πέσει», υποσχέθηκε.
Οι επενδυτές φαίνεται να αγνόησαν το μήνυμα. Μόλις οι αγορές της Κίνας άνοιξαν και πάλι τη Δευτέρα κατέρρευσαν βίαια. Πολλές μετοχές έπιασαν το ημερήσιο όριο πτώσης του 10%. Το απόγευμα, η Central Huijin, ο βραχίονας εσωτερικού του κινεζικού κρατικού επενδυτικού ταμείου, ανακοίνωσε ότι αύξησε τις μετοχικές της συμμετοχές. Αυτό βοήθησε να περιοριστεί η πτώση σε λιγότερο από 8% στη χρηματιστηριακή αγορά της Σαγκάης μέχρι το τέλος της ημέρας. Παρ’ όλα αυτά, ο δείκτης Hang Seng Tech, ο οποίος είχε ανακάμψει έντονα τους τελευταίους μήνες λόγω της ανανεωμένης αισιοδοξίας για την κινεζική τεχνητή νοημοσύνη, έπεσε πάνω από 17%, η μεγαλύτερη πτώση του από την ίδρυσή του πριν από σχεδόν πέντε χρόνια.
Παρόμοια καταστροφή παρατηρήθηκε και αλλού. Ο δείκτης Topix της Ιαπωνίας βούτηξε πάνω από 7%, όπως και ο δείκτης Straits Times στη Σιγκαπούρη που είναι εκτεθειμένη στο παγκόσμιο εμπόριο: οι εξαγωγές, πολλές από τις οποίες περιλαμβάνουν προστιθέμενη αξία από το εξωτερικό, αντιπροσωπεύουν πάνω από το 170% του ΑΕΠ της Σιγκαπούρη.
Σε μια τηλεοπτική ομιλία, ο πρωθυπουργός της Σιγκαπούρης, Λόρενς Γουόνγκ, συνέκρινε τους δασμούς των ΗΠΑ με το κύμα περιορισμών στο εμπόριο της δεκαετίας του 1930. «Η παγκόσμια ηρεμία και σταθερότητα που γνωρίζαμε δεν θα επιστρέψει σύντομα», είπε. «Δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι οι κανόνες που προστάτευαν τα μικρά κράτη θα παραμείνουν οι ίδιοι». Στην Ευρώπη, ο δείκτης Euro Stoxx 50 έπεσε 4% ακόμα, με πτώση του πάνω από 12% από την ημέρα ανακοίνωσης των δασμών του Τραμπ.
Ο φόβος για μια έντονη παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση διαπερνά επίσης τις αγορές εμπορευμάτων. Η τιμή του αργού πετρελαίου West Texas Intermediate έπεσε κάτω από τα 60 δολάρια το βαρέλι, από τα 71 δολάρια ακριβώς πριν από την ανακοίνωση των δασμών.
Πόσο πόνο κρύβει το μέλλον
Την περασμένη εβδομάδα, κάποιοι «γενναίοι» επενδυτές αγόρασαν αμερικανικές μετοχές, ακόμα και όταν κατέρρεαν, πιστοί στη ρήση «αγόραζε στην πτώση». Σύμφωνα με την JP Morgan, ιδιώτες επενδυτές αγόρασαν 4,7 δισ. δολ. σε μετοχές κατά τη διάρκεια της αναταραχής της αγοράς στις 3 Απριλίου, τη μεγαλύτερη ημερήσια ροή χρημάτων της τελευταίας δεκαετίας. Θα αντέξει αυτή η τολμηρή κίνηση ή θα εγκλωβιστούν;
Πιο πιθανό μοιάζει να ματώσουν. Τον Φεβρουάριο, οι χρηματιστές στις ΗΠΑ πήραν ανέφεραν 918 δισ. margin debt — δάνεια που για αγορά μετοχικών τίτλων. Σε μια πτώση, οι δανειστές συχνά προχωρούν σε αγορά margin call, απαιτώντας επιπλέον εγγύηση για να καλύψουν τις ζημιές του δανειολήπτη. Εάν δεν έχουν μετρητά για να καλύψουν τα margin, ακόμη και οι πιο αισιόδοξοι θα αναγκαστούν να πουλήσουν. Σε μεγάλη κλίμακα, αυτές οι απαιτήσεις μπορούν να οδηγήσουν σε βύθιση τη φθίνουσα πορεία, καθώς οι αναγκαστικές πωλήσεις οδηγούν τις τιμές ακόμα πιο κάτω, αναγκάζοντας και άλλους να πουλήσουν με αποτέλεσμα, ντόμινο πωλήσεων.
Κατά την πτήση του επιστροφής στην Ουάσιγκτον, ο Ντόναλντ Τραμπ ρωτήθηκε αν υπάρχει ένα όριο πόνου στην αγορά που δεν θα είναι πλέον ανεχτό. Ρωτήθηκε , μήπως υπάρχει ένα «Trump put»; Η απάντησή του δεν είχε καμιά υπόσχεση: «Νομίζω ότι η ερώτησή σας είναι πολύ χαζή».
Στην παγκόσμια σφαγή, λίγες μετοχές άντεξαν. Στην Ιαπωνία, η Oriental Land Company έπεσε λιγότερο από 1%. Η εταιρεία ακινήτων είναι γνωστή για τη διαχείριση του θέρετρου Disney στο Τόκιο. Μόνο ο Ντόναλντ Ντακ, γράφει ο Economist, μπορεί να αντέξει τον Ντόναλντ Τραμπ.