THEPOWERGAME
Οι επενδυτές στις χρηματιστηριακές αγορές των ΗΠΑ μετατοπίζουν τις θέσεις τους, με τους αναλυτές να προσπαθούν να εντοπίσουν τους λόγους που οι μηνιαίες αποδόσεις του δείκτη των εταιρειών μικρής κεφαλαιοποίησης Russell 2000 ξεπέρασαν τον S&P500, ο οποίος ενσωματώνει τις 500 μεγαλύτερες εταιρείες της Wall Street. Από τις 24 Ιουνίου μέχρι την περασμένη Παρασκευή, ο Russell 2000 κατέγραψε κέρδη άνω του 8% την ώρα ο S&P500 ενισχύθηκε μόνον 1,75%.
Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα έγινε η τηλεοπτική διαμάχη του Ντόναλντ Τραμπ και του Τζο Μπάιντεν, η απόπειρα δολοφονίας του Τραμπ, το συνέδριο των Ρεπουμπλικάνων, η παραίτηση του Μπάιντεν από υποψήφιος για τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου και η αποδοχή της Καμάλα Χάρις ως νέας υποψηφίας των Δημοκρατών.
Τον περασμένο μήνα, η μετοχή της Microsoft σημείωσε απώλειες άνω του 1,87% ενώ ο τεχνολογικός κολοσσός εξετέθη τέλη της περασμένης εβδομάδας λόγω ελαττώματος στην αναβάθμιση των συστημάτων ασφαλείας που έγινε από την CrowdStrike, μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες κυβερνοασφάλειας. Πτωτικά κινήθηκαν, επίσης, οι μετοχές της MetaPlatforms και της Amazon, με μηνιαίες απώλειες 2,86% και 1,33%, αντίστοιχα. Από την άλλη πλευρά, οι μετοχές των Tesla, Νvidia και Apple έχουν αναρριχηθεί 35,50%, 2,64% και 7,62%, αντίστοιχα.
Με μια ανασκόπηση, μάλιστα, των τάσεων που επικρατούν στη Wall Street εδώ και μια εβδομάδα, οι ειδήμονες διαπιστώνουν πως ο Russell 1000 Value -ο οποίος απαρτίζεται από μετοχές αξίας με ισχυρή ρευστότητα και σταθερές μερισματικές αποδόσεις- κατέγραψε μεγαλύτερες αποδόσεις από τον Russell 1000 Growth – ο οποίος εστιάζει σε αναπτυξιακές μετοχές που δυναμική πορεία στα κέρδη τους και την χρηματιστηριακή τους πορεία.
Εξηγήσεις πηγάζουν από τα στοιχεία για τον πληθωρισμό. Όπως αναφέρει και η Wall Street Journal, η απρόσμενη αποδυνάμωση των πληθωριστικών πιέσεων, έτσι όπως καθρεπτίστηκε από την ανακοίνωση του δείκτη τιμών καταναλωτή στις 11 Ιουλίου, πυροδότησε ελπίδες για μια μείωση των επιτοκίων τουλάχιστον μέσα στον Σεπτέμβριο. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) διατήρησε αμετάβλητο το κόστος δανεισμού τον περασμένο Ιούνιο επί έβδομη διαδοχική συνεδρίαση, ανατρέποντας αρχικές προσδοκίες για τρεις μειώσεις το 2024 και άλλες τρεις το 2025 που είχαν διαμορφωθεί το 2025.
Όμως, η μείωση του πληθωρισμού στο 3% τον Ιούνιο ίσως τελικά να δημιουργεί περιθώρια για μια μείωση του κόστους δανεισμού στην ισχυρότερη οικονομία του κόσμου έως τα τέλη του 2024.
Οι ωφελημένοι από την έναρξη ενός κύκλου καθοδικών επιτοκίων θα είναι οι μικροί παίκτες, δηλαδή οι εταιρείες που απαρτίζουν τον Russell 2000. Οπότε οι επενδυτές φαίνεται να ρευστοποιούν επιλεκτικά κάποιες θέσεις από τον κλάδο της τεχνολογίας για να στηρίξουν μετοχές που θα έχουν μεγαλύτερη δυναμική στο μέλλον. Μια ακόμη παράμετρος είναι η πιθανότητα να κερδίσει τις εκλογές ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει υποσχεθεί νέες περικοπές φόρων.
Εντούτοις, ο επενδυτικός κόσμος στις ΗΠΑ τηρεί στάση αναμονής μετά την επιλογή του Τζέι Ντι Βανς από τον Τραμπ για υποψήφιο αντιπρόεδρο στον προεκλογικό αγώνα του. Ο Βανς σχολίασε αρνητικά για τη Wall Street και μίλησε υπέρ του εμπορικού προστατευτισμού ενώ οι διασυνδέσεις του με την Σίλικον Βάλεϊ αναμένεται να επιδράσουν θετικά στον τεχνολογικό κλάδο εάν κερδίσουν οι Ρεπουμπλικάνοι τις εκλογές.
Αυτή η εβδομάδα και η επόμενη θα είναι κρίσιμες. Αναμένεται η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων από την Alphabet, μητρική της Google, και την Tesla για το β’ τρίμηνο. Ακόμη 300 εταιρείες του δείκτη Russell 200 θα δημοσιοποιήσουν τα τριμηνιαία αποτελέσματα τους. Μέσα στην 1η εβδομάδα του Αυγούστου αναμένονται τα αντίστοιχα στοιχεία για τις Microsoft, Meta Platforms, Apple και Amazon.com. Πάντως, τα κέρδη των επτά τεχνολογικών κολοσσών, συμπεριλαμβανομένης και της Nvidia, ενισχύθηκαν 52% το α’ τρίμηνο του έτους έναντι πτώσης 8,7% των υπολοίπων 493 εταιρειών που απαρτίζουν τον δείκτη S&P 500, σύμφωνα με τον Ράιαν Γκραμπίνσκι, αναλυτή της Strategas, που μίλησε στη Wall Street Journal.
Διαβάστε επίσης
Σόρος και άλλοι χορηγοί στηρίζουν Καμάλα Χάρις: Τα 46,7 εκατ. που μάζεψε
Πριγκίπισσα Άννα: Η… “Green Queen” της Αγγλίας
Ρεύμα: Στα 850 ευρώ ανά MWh η μέγιστη χονδρεμπορική τιμή