THEPOWERGAME
Κατά παράδοση, ο Ιανουάριος είναι ένας από τους μήνες με τη μεγαλύτερη κινητικότητα στις αγορές ομολόγων. Στην περίπτωση της Ευρώπης, όμως, το 2024 ξεκίνησε με έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον για τις νέες εκδόσεις, με τις προσφορές να σκαρφαλώνουν στο 1 τρισ. ευρώ την περασμένη εβδομάδα. Πρόκειται για ένα ιστορικό υψηλό, με τις συνολικές τοποθετήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Βρετανία να διαμορφώνονται, συνολικά, στα 293,7 δισ. ευρώ, σύμφωνα με αθροιστικά στοιχεία του πρακτορείου Bloomberg.
Τη μερίδα του λέοντος από τις εκδόσεις ομολόγων έχουν τα κράτη στον ευρωπαϊκό Νότο, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, διότι οι αποδόσεις τους είναι ναι μεν υψηλότερες, αλλά η διαφορά από το κόστος δανεισμού της Γερμανίας έχει συρρικνωθεί, με το spread να κινείται στις 1,56 ποσοστιαίες μονάδες. Είναι το χαμηλότερο spread της τελευταίας διετίας. Αντανακλά δε τη μείωση του δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ για τις οικονομίες της αποκαλούμενης «περιφέρειας της Ευρωζώνης» και την αύξηση των εκδόσεων από τη Γαλλία και τη Γερμανία.
Μόνο η Ιταλία και η Ισπανία διέθεσαν τίτλους της τάξεως των 15 δισ. ευρώ, συνολικά, από τις αρχές Ιανουαρίου. Αναλυτές αποδίδουν την έκρηξη προσφορών από επενδυτές αυτήν την περίοδο στην επιθυμία τους να αγοράσουν τίτλους με υψηλά κουπόνια πριν καν ξεκινήσουν η Τράπεζα της Αγγλίας και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) τη μείωση των επιτοκίων τους. «Πραγματικά, είναι αρκετά απλό. Είναι πιθανότερο τα ομόλογα με υψηλότερες αποδόσεις από τα γερμανικά να έχουν και ελκυστικότερο αντίτιμο. Εκτός εάν η φερεγγυότητα του εκδότη μειωθεί δραματικά, που αυτό δεν ισχύει για την περιφέρεια της Ευρωζώνης», δήλωσε ο Κρίστιαν Κοπφ, επικεφαλής σταθερού εισοδήματος στη Union Investment, στους Financial Times. Η απόδοση του 10ετούς γερμανικού ομολόγου διαμορφώθηκε στο 2,3% την Τετάρτη, ενώ του αντίστοιχου ιταλικού κινήθηκε στο 3,8%, του ισπανικού στο 3,2% και του ελληνικού στο 3,36%.
Πέρυσι τον Μάρτιο η απόδοση του 10ετούς γερμανικού ομολόγου είχε διαμορφωθεί στο 2%, ενώ προ διετίας κυμαινόταν στο 0,33%. Όμως η απότομη σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ και η ανάγκη της Γερμανίας να αυξήσει τον δανεισμό της για να καταπολεμήσει την πανδημία και την ενεργειακή κρίση οδήγησαν σε άνοδο των αποδόσεων. Αυτός είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που αιτιολογούν τη μεγάλη συρρίκνωση του spread, δηλαδή της διαφοράς απόδοσης ανάμεσα στα γερμανικά ομόλογα και τα ομόλογα των κρατών-μελών στην περιφέρεια της Ευρωζώνης.
Παρά δε την ενεργειακή κρίση και την απότομη αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ μέσα σε ενάμιση χρόνο, οι μικρότερες οικονομίες στην Ευρωζώνη βρίσκονται σε καλύτερη θέση από τη Γερμανία, όπου η βαριά βιομηχανία έχει υποστεί βαθύ πλήγμα από την κατάρρευση των σχέσεων Βερολίνου-Μόσχας λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Συν τοις άλλοις, ο πληθωρισμός οδηγεί σε υψηλότερα κρατικά έσοδα, γεγονός που βοηθά τη δημοσιονομική εικόνα μιας οικονομίας, αρκεί να καταπολεμηθεί έγκαιρα και να μην αποτελεί μακροχρόνιο εμπόδιο στην ανάπτυξη.
Προβλήματα αντιμετωπίζει, επίσης, η Γαλλία. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πως το δημοσιονομικό έλλειμμα της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας στην Ευρωζώνη διαμορφώθηκε στο 4,8% του ΑΕΠ το γ’ τρίμηνο του 2023, όταν η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία ανακοίνωσαν πλεόνασμα, σημειώνουν οι Financial Times.
Συν τοις άλλοις, η ΕΚΤ έχει καλλιεργήσει τη βεβαιότητα στις αγορές πως εάν καταστεί αναγκαίο, θα μπορεί να παρεμβαίνει μέσω του Transmission Protection Instrument (TPI), ώστε να εξισορροπήσει απότομες διακυμάνσεις. Εν όψει της αυριανής συνεδρίασης της ΕΚΤ, πάντως, οικονομικοί αναλυτές θεωρούν πως το επενδυτικό ενδιαφέρον θα παραμείνει ζωηρό για τα ομόλογα της Ευρωζώνης, με την πρώτη μείωση των επιτοκίων να πιθανολογείται περισσότερο για τον Ιούνιο αντί του Μαρτίου, που προβλεπόταν αρχικά. Από τις αρχές Ιανουαρίου έχουν εκδοθεί κρατικά ομόλογα σχεδόν 160 δισ. ευρώ, ομόλογα του ευρύτερου χρηματοοικονομικού κλάδου και εταιρικά ομόλογα 33,7 δισ. ευρώ, σύμφωνα με το Bloomberg.