THEPOWERGAME
Ολοταχώς για να σπάσει το φράγμα των 100 δισ. ευρώ σε συνολική κεφαλαιοποίηση οδεύει το Χρηματιστήριο της Αθήνας εντός του 2024.
Ο πήχης δεν φαντάζει πλέον πολύ υψηλός σε σχέση με τα τρέχοντα επίπεδα και ως στόχος δείχνει να είναι απόλυτα εφικτός καθώς μιλάμε για μια επιπλέον άνοδο της τάξης του 15%. Άνοδος η οποία μπορεί να επιτευχθεί την επόμενη χρονιά, δεδομένου ότι η βελτίωση των αποτιμήσεων υποστηρίζεται τόσο από τα τις προοπτικές ισχυρής ανάπτυξης της οικονομίας με ρυθμούς κοντά στο 2,5%-3% και επενδυτικής έκρηξης που θα ενισχύσουν περαιτέρω τα θεμελιώδη μεγέθη (έσοδα, κερδοφορία, λειτουργικά κέρδη) των μεγάλων και μεσαίων εισηγμένων επιχειρήσεων, όσο και από τη διαγραμματική εικόνα της ελληνικής αγοράς η οποία, στο σενάριο εκ νέου υπέρβασης των 1350 μονάδων, βελτιώνει θεαματικά τα περιθώρια ανόδου σε επίπεδο Γενικού Δείκτη.
Ξεκινώντας από τα θεμελιώδη, ακόμη και στην τρέχουσα κεφαλαιοποίηση των 87 δισεκατομμυρίων ευρώ που κατέκτησε το Χρηματιστήριο της Αθήνας μετά το θεαματικό φετινό ράλι των τιμών κατά 40%, η ελληνική αγορά παραμένει εξαιρετικά δελεαστική, ειδικά αν ως μέτρο σύγκρισης ληφθεί υπόψη η σχέση χρηματιστηριακής αξίας προς ΑΕΠ.
Με εκτιμώμενο ονομαστικό ΑΕΠ στα 235 δισ. ευρώ το 2024, η σημερινή κεφαλαιοποίηση του Χρηματιστηρίου αντιστοιχεί μόλις στο 37% του προβλεπόμενου ακαθάριστου εθνικού προϊόντος της οικονομίας.
Το επίπεδο αυτό είναι εξαιρετικά χαμηλό αν συγκριθεί τόσο με τον παγκόσμιο μέσο όρο που ξεπερνά το 100% του ΑΕΠ, όσο και με τις περισσότερες επιμέρους διεθνείς κεφαλαιαγορές, είτε ανήκουν στην χορεία των αναπτυγμένων, είτε των αναδυόμενων, όπου η σχέση κεφαλαιοποίησης προς ΑΕΠ κινείται αρκετά πάνω από το 60%-80% στην Ευρώπη, φτάνει το 180% στη Wall Street (σ.σ το 2021 είχε ξεπεράσει το 208%!) και αγγίζει δυσθεώρητα μεγέθη σε «ειδικές» αγορές όπως το Χονγκ Κονγκ (πάνω από 1000%) και η Νότιος Αφρική (300%).
Στο παρελθόν η αγορά της Αθήνας έχει κινηθεί και πολύ χαμηλότερα αλλά και πολύ υψηλότερα από τον σημερινό λόγο κεφαλαιοποίησης προς ΑΕΠ. Ενώ σε βάθος 25ετίας η ελληνική αγορά τελεί υπό διαπραγμάτευση κατά μέσο όρο στο 49% του ετήσιου ΑΕΠ, το 1999, στο αποκορύφωμα της χρηματιστηριακής «φούσκας» είχε βρεθεί να αποτιμάται όσο σήμερα το αμερικανικό χρηματιστήριο στο 190% του ΑΕΠ, ενώ το 2012, με τις μετοχές σε απόλυτη κατάρρευση, η αποτίμηση του Χρηματιστηρίου ήταν μόλις στο 10-12% του ΑΕΠ.
Η χρονιά που τελειώνει βρίσκει σε ρόλο πρωταγωνιστή τον κλάδο των τραπεζών που με άνοδο άνω του 62% καταγράφει πλέον χρηματιστηριακή αξία υψηλότερη των 20 δισ. ευρώ, αλλά και κλάδους που αναμένεται να πρωταγωνιστήσουν σε επενδύσεις, νέα έργα και παραγωγή κερδών, όπως οι κατασκευές και η πληροφορική που αύξησαν την αξία τους πάνω από 50% μέσα στο 2023. Οι ίδιοι κλάδοι αναμένεται λίγο – πολύ ότι θα συνεχίσουν να ξεχωρίζουν και τη χρονιά που έρχεται, μαζί με επιμέρους εταιρείες από την Ενέργεια, τις Πρώτες Ύλες και τη βιομηχανία, των οποίων η πραγματική αξία είναι αισθητά υψηλότερη της τρέχουσας και δεν θα αργήσει να «αποκαλυφθεί» όσο οι επιχειρήσεις αυτές γίνονται όλο και πιο ορατές από τους διαχειριστές κεφαλαίων.
Τα επίπεδα Σαμαρά και το Mitsotakis effect
Αν κοιτάξει κανείς το διάγραμμα του Γενικού Δείκτη, θα δει ότι πλέον έχει θέσει υπό στενή πολιορκία τα προ 9ετίας επίπεδα στη ζώνη των 1.350-1450 μονάδων. Στη χρηματιστηριακή πιάτσα τα λένε και «επίπεδα Σαμαρά», γιατί ήταν τότε, το 2014, που η αγορά της Αθήνας έβλεπε για τελευταία φορά αυτές τις τιμές, πριν αναλάβει τις τύχες της χώρας η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και μας οδηγήσει στα πρόθυρα εξόδου από το ευρώ και στην 4η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, με αποτέλεσμα την κατάρρευση του Γενικού Δείκτη στις 420 μονάδες τον Φεβρουάριο του 2016.
Έκτοτε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Η κατάσταση της οικονομίας έχει αλλάξει σημαντικά, και η εικόνα στο Χρηματιστήριο παραπέμπει πλέον σε ένα νέο ξεκίνημα που χαριτολογώντας οι αναλυτές έχουν βαφτίσει «Mitsotakis effect».
Παρότι από τις ελάχιστες τιμές του ο Γενικός Δείκτης έχει καταγράψει μια αξιοσημείωτη άνοδο πάνω από 200%, εντούτοις η «γραμμή Μαζινό» των 1379 μονάδων (μέγιστη τιμή τον Μάρτιο του 2014) δεν έχει «πέσει» ακόμη. Το φρέσκο χρήμα που μπαίνει, όμως (εισροές άνω του 1,16 δισ. ευρώ μέχρι τον Νοέμβριο) και αυτό που ετοιμάζεται να εισέλθει είτε μέσω της διάθεσης του 27% της Πειραιώς, και του υπόλοιπου μεριδίου της Εθνικής, είτε μέσω νέων μεγάλων εισαγωγών όπως του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών κ.α το 2024, το «απειλούν» με αξιώσεις.