THEPOWERGAME
Ο φόβος νέας μεγάλης ανόδου των τιμών των εμπορευμάτων και ειδικότερα της ενέργειας, σε συνδυασμό με το sell-off στα ομόλογα, διαμορφώνουν ένα έκρυθμο περιβάλλον στις παγκόσμιες αγορές. Παρά όμως τη συνεχιζόμενη ένταση στη Γάζα, οι αγορές τηρούν στάση αναμονής, αποφεύγοντας τις υπερβολικές αντιδράσεις. Οι αναλυτές που προσπαθούν να ερμηνεύσουν τη συμπεριφορά των αγορών, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι επειδή είναι πολλά και διαφορετικά τα σενάρια για την εξέλιξη του πολέμου, οι επενδυτές δεν θέλουν να προεξοφλήσουν κάποιο από αυτά έως ότου υπάρξουν περισσότερες ενδείξεις για το τι μέλλει γενέσθαι.
Τέσσερις αναλυτές της Goldman Sachs σημειώνουν ότι οι αγορές δίνουν πιθανότητα μικρότερη του 1% να επιβεβαιωθεί το σενάριο ανόδου της τιμής του Brent πάνω από τα 135 δολάρια/βαρέλι. Ένα σενάριο κατά το οποίο θα υπήρχαν προβλήματα στις ροές από τα στενά του Ορμούζ, μέσω των οποίων μεταφέρονται το 17% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου και το 19% της παγκόσμιας παραγωγής φυσικού αερίου. Στο ίδιο σενάριο η τιμή του φυσικού αερίου θα εκτινασσόταν έως το επίπεδο των 120-200 ευρώ/μεγαβατώρα.
Τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια ολοκλήρωσαν την εβδομάδα σχεδόν αμετάβλητα, όπως και ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Δεν συνέβη το ίδιο στη Wall Street, όπου ο S&P 500 και ο Nasdaq έκλεισαν με πτώση άνω του 2,5%. Έχοντας την προσοχή τους στραμμένη στον πόλεμο και στις γενικότερες γεωπολιτικές ισορροπίες, οι αγορές είδαν μέσα στην εβδομάδα το ΑΕΠ των ΗΠΑ να αναπτύσσεται κατά 4,9% στο γ’ τρίμηνο, ξεπερνώντας τις προσδοκίες. Την ίδια ώρα η ευρωπαϊκή οικονομία εκτιμάται ότι βρίσκεται σε ύφεση, η οποία θα κρατήσει έως και το α’ τρίμηνο του 2024 με τη γερμανική βιομηχανία να έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία συνεδρίασε στην Αθήνα για πρώτη φορά από το 2008, αποφάσισε να διατηρήσει αμετάβλητα τα επιτόκια. Ίδια στάση αναμένεται να κρατήσουν και οι κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας που συνεδριάζουν την ερχόμενη Τετάρτη και Πέμπτη αντίστοιχα. Η Fed προβλέπεται να επιμείνει στην παύση των επιτοκίων για δεύτερη φορά, όπως και η Bank of England. Οι κεντρικές τράπεζες εστιάζουν στην αντιμετώπιση των κινδύνων γύρω από τον πληθωρισμό και η συνεχιζόμενη άνοδος των τιμών είναι ένα θέμα που θα ταλαιπωρεί για καιρό ακόμη τους υπεύθυνους χάραξης της νομισματικής πολιτικής σε Αμερική και Ευρώπη.
Στην Ευρώπη ο πληθωρισμός προβλέπεται να υποχωρήσει κάτω από τον στόχο του 2% στα μέσα του 2024, αλλά ο κίνδυνος αναθέρμανσης είναι υπαρκτός και δεν θα πρέπει να αγνοηθεί, καθώς θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις γεωπολιτικές εξελίξεις. Τα προκαταρκτικά στοιχεία για τους δείκτες PMI «σκότωσαν» τις ελπίδες για ανάκαμψη της οικονομίας στο δ’ τρίμηνο. Ο σύνθετος PMI της Ευρωζώνης βυθίστηκε ακόμη περισσότερο, υποδηλώνοντας ότι η οικονομική δραστηριότητα στη ζώνη του ευρώ βρίσκεται σε βαθύτερη ύφεση.
Ένας ακόμη κίνδυνος για την Ευρώπη σχετίζεται με τα δημόσια οικονομικά της Ιταλίας. Την ώρα που η ιταλική κυβέρνηση σχεδιάζει να χαλαρώσει τη δημοσιονομική πολιτική το 2024, τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία έδειξαν αύξηση του χρέους προς το ΑΕΠ, αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους και αυξημένα πρωτογενή ελλείμματα. Η Ιταλία θα βρεθεί στο επίκεντρο στο επόμενο διάστημα τόσο για τον προϋπολογισμό του 2024 όσο και για το μέλλον των δημοσιονομικών κανόνων.