THEPOWERGAME
Το περιβάλλον στα διεθνή χρηματιστήρια φαίνεται εύθραυστο, με τους βασικούς διεθνείς δείκτες να προσεγγίζουν σταδιακά κρίσιμες ζώνες τιμών. Οι χρηματιστές συστήνουν προσοχή, ενώ πιθανή ενίσχυση θέσεων πρέπει να γίνεται επιλεκτικά και όχι με μοναδικό στόχο την ανοδική αντίδραση.
Σύμφωνα με ανάλυση του Τζεφ Κοξ στο CNBC, τρία είναι τα key factors στα οποία μπορεί να στηριχθεί μια ορθή ερμηνεία της σημερινής εικόνας στα διεθνή χρηματιστήρια:
- Τα επιτόκια αναμένεται να παραμείνουν υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, μια ιδέα που οι αξιωματούχοι της Fed προσπαθούν να κάνουν την αγορά να αποδεχθεί και την οποία οι επενδυτές μόλις τώρα αρχίζουν να «χωνεύουν».
- Η εξοικείωση με μια πιο τυπική δομή επιτοκίων δεν ακούγεται τόσο τρομερή, αλλά έπειτα από 15 χρόνια σε ένα μη φυσιολογικό καθεστώς χαμηλών και αρνητικών επιτοκίων, η κανονικότητα δεν μοιάζει και τόσο… κανονική.
- «Όλα αυτά πρέπει να αφομοιωθούν και να… χωνευθούν από την αγορά», δήλωσε ο Quincy Krosby της LPL Financial στο CNBC και αυτό είναι και «ανησυχητικό» και «δύσκολο».
Στην προοπτική εποχής υψηλών επιτοκίων, βαθαίνει το ξεπούλημα των ομολόγων
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Όπως γράφουν στους Financial Times οι Τζορτζ Στιρ και Μαίρη ΜακΝτάγκαλ, μέσα στο κλίμα της προοπτικής μιας νέας εποχής υψηλών επιτοκίων βαθαίνει το ξεπούλημα των ομολόγων. Αρκεί να αναφερθεί ότι στη δίνη του κυκλώνα βρίσκονται μετοχές και εθνικά νομίσματα, ενώ το αμερικανικό 30ετές αγγίζει το peak 30 ετών και το βρετανικό 25ετίας.
Συγκεκριμένα, η απόδοση του αμερικανικού 30ετούς έφτασε στο 4,91% για πρώτη φορά από το 2007, πριν από την οικονομική κρίση. Ως αποτέλεσμα, το κόστος δανεισμού της Γερμανίας και της Ιταλίας έφτασε επίσης στο υψηλότερο επίπεδο για περισσότερο από μια δεκαετία. Ενώ η απόδοση του ιταλικού 30ετούς έφτασε στο 3,211%, το υψηλότερο από το 2011, οι χρηματιστηριακές αγορές υποχώρησαν χθες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη πτώση από το 2012. Εν τω μεταξύ, όπως μεταδίδει το διεθνές ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters, η απόδοση του βρετανικού 30ετούς χτυπά νέο ρεκόρ 25ετίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο άνοιγμα της σημερινής συνεδρίασης η απόδοση του βρετανικού 30ετούς άγγιξε το 5,115%, η υψηλότερη από τον Σεπτέμβριο του 1998.
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι αγορές Ασίας – Ειρηνικού ακολούθησαν σήμερα τη χθεσινή πτώση της Wall Street. Τόσο ο Nikkei 225 της Ιαπωνίας όσο και ο Kospi της Νότιας Κορέας έχασαν περίπου 2%. Ο αυστραλιανός S&P/ASX 200 υποχώρησε κατά 0,77%, ενώ ο Hang Seng στο Χονγκ Κονγκ κατά 0,94%, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη πτώση του από τον Νοέμβριο του 2022. Εν τω μεταξύ, η Κεντρική Τράπεζα της Νέας Ζηλανδίας άφησε το βασικό της επιτόκιο αμετάβλητο στο 5,5%.
Η εικόνα στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια:
Αυτήν την ώρα η εικόνα στις ευρωπαϊκές αγορές έχει ως εξής:
FTSE | ΛΟΝΔΙΝΟ | -0,06% |
DAX | ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗ | -0,14% |
CAC | ΠΑΡΙΣΙ | +0,07% |
STOXX600 | ΠΑΝΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΔΕΙΚΤΗΣ | +0,02% |
BEL 20 | ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ | +0,28% |
RUSSIA | ΜΟΣΧΑ | +0,06% |
FTSE MIB | ΜΙΛΑΝΟ | -0,27% |
ΓΕΝΙΚΟΣ ΔΕΙΚΤΗΣ ΤΙΜΩΝ | ΑΘΗΝΑ | -0,08% |
Η εικόνα του χθεσινής βουτιάς της Wall Street και του σημερινού ανοίγματος των ευρωαγορών δείχνει πως «όταν έχεις μια οικονομία βασισμένη στα μηδενικά επιτόκια, αυτή η απότομη αύξηση (από την απόδοση του αμερικανικού 10ετούς) κοντά στο 5%, αυτός ο συλλογισμός, πρέπει να αλλάξει, διότι θα είναι διαφορετικές και οι συνέπειες», τονίζει στο CNBC ο Κουίνσι Κρόσμπι, επικεφαλής στρατηγικός αναλυτής στο LPL Financial. «Το κόστος του κεφαλαίου αυξάνεται και οι εταιρείες θα πρέπει να το αναχρηματοδοτήσουν με υψηλότερο επιτόκιο», προσθέτει.
Η άνοδος των επιτοκίων είναι ιδιαίτερα δυσοίωνη, ενώ οδεύουμε προς την ανακοίνωση οικονομικών αποτελεσμάτων του τρίτου τριμήνου από τις αμερικανικές εισηγμένες, σχολιάζουν Κοξ και Κρόσμπι.
Οικονομικές και πληθωριστικές ανησυχίες
Σύμφωνα με την ανάλυση του Κρόσμπι, αυτό που πυροδότησε χθες τις αγορές ήταν τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας των ΗΠΑ, που έδειξε ότι κατά τον Αύγουστο σημειώθηκε μια απότομη και ξαφνική αύξηση των θέσεων εργασίας, αντικρούοντας την εικόνα μιας πιο χαλαρής απασχόλησης, με αποτέλεσμα να ασκείται λιγότερη ανοδική πίεση στους μισθούς.
Αυτό φαίνεται πως πυροδότησε την απόδοση των ομολόγων. Η απόδοση του αμερικανικού 2ετούς είναι ενδεικτική και βρίσκεται στο 5,154%, σε σύγκριση με το κλείσιμο της περασμένης Παρασκευής στο 5,048%.
Την ίδια ώρα, η πιθανότητα η Fed να αυξήσει τα επιτόκια στη συνεδρίασή της τον Νοέμβριο κατά ακόμα μία ποσοστιαία μονάδα αυξήθηκε στο 28,1% σήμερα, έναντι 16,4% την περασμένη εβδομάδα, σύμφωνα με το εργαλείο CME FedWatch.
Έτσι, οι μετοχές δέχθηκαν πιέσεις από την αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων και την προσδοκία για περισσότερες αυξήσεις επιτοκίων. Ο δείκτης Dow Jones Industrial Average είχε χθες τη χειρότερη μέρα του από τον περασμένο Μάρτιο. Η πτώση του κατά 1,29% εξαφάνισε τα κέρδη του από το προηγούμενο έτος και τώρα βρίσκεται 0,4% χαμηλότερα για το έτος. Ο S&P 500 υποχώρησε 1,37% και ο Nasdaq Composite σημείωσε πτώση 1,87%, επιβαρυμένος από τις απώλειες σε μετοχές τεχνολογίας, όπως η Nvidia και η Microsoft.
Οι επενδυτές φοβούνται ότι τα χειρότερα δεν έχουν τελειώσει. Ο δείκτης μεταβλητότητας Cboe, ο οποίος μετρά σε ποια σημεία οι επενδυτές πιστεύουν ότι οι μετοχές θα βρίσκονται τις επόμενες 30 ημέρες, βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο από τα τέλη Μαΐου, σηματοδοτώντας την αστάθεια για το μέλλον. Ωστόσο, στο 19,78 επί του παρόντος, εξακολουθεί να είναι ελαφρώς κάτω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο, σχολιάζει ο Κοξ.
«Η αμερικανική αγορά βρίσκεται πιθανώς σε μια διαδικασία πτώσης», σημείωσε σε ανάλυσή του ο επικεφαλής τεχνικής στρατηγικής της Fundstrat, Μαρκ Νιούτον, «και πιστεύω ότι χρονικά, τα χαμηλά ρεκόρ θα μπορούσαν πιθανότατα σημειωθούν κάποια στιγμή μέσα στην εβδομάδα». Αλλά αν τα επιτόκια συνεχίσουν να αυξάνονται, δεν είναι μόνο οι μακροχρόνιες πολιτικές που θα «σπάσουν». Οι μετοχές θα μπορούσαν να δοκιμάσουν νέα χαμηλά, ακόμη μεγαλύτερα μέσα στο 2023, καταλήγει.
«Δεν μπορούν να αυξήσουν άλλο τα επιτόκια αναφοράς», δήλωσε από την πλευρά του ο Λάρι ΜακΝτοναλντ, ιδρυτής του The Bear Traps Report, για τη Fed. «Είναι πολύς πόνος. Αυτός ο τρόπος δράσης αναδεικνύει τον πόνο και η Fed έχει πλέον μεγαλύτερη επίγνωση των “σορών που είναι θαμμένες”», τόνισε.