THEPOWERGAME
Υποκύπτοντας στις διεθνείς και εγχώριες πιέσεις, ο Γενικός Δείκτης Τιμών του Χρηματιστηρίου της Αθήνας έχει χάσει πάνω από 4% από τα πρόσφατα υψηλά που κατέγραψε στις 27 Ιουλίου, σε ένα αυγουστιάτικο profit taking, που έχει λογική και που υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να έχει και συνέχεια. Ο Αύγουστος και ο Σεπτέμβριος παραδοσιακά δεν είναι δύο πολύ καλοί μήνες για τις αγορές και οι διεθνείς αναταράξεις πάντα επηρεάζουν και την ελληνική αγορά. Αν σε αυτό προστεθεί και το εντυπωσιακό ράλι στους πρώτους επτά μήνες του 2023, κατά το οποίο ο Γενικός Δείκτης Τιμών ενισχύθηκε κατά σχεδόν 45%, τότε μία διόρθωση είναι κάτι παραπάνω από φυσιολογική.
Δύο οίκοι αξιολόγησης «δεύτερης κατηγορίας» έδωσαν την επενδυτική βαθμίδα στην ελληνική οικονομία στην πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου και η αγορά έχει σε μεγάλο βαθμό προεξοφλήσει την αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου και από τους μεγάλους οίκους και κυρίως την DBRS και την S&P μέσα στο φθινόπωρο. Πριν από λίγες ημέρες, η Barclays σε έκθεσή της χαρακτήρισε πολύ πιθανή αλλά όχι βέβαιη την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας ρίχνοντας περισσότερο νερό στον μύλο των ανησυχιών. Οι αναλυτές της βρετανικής τράπεζας, ωστόσο, επισημαίνουν ότι τα θεμελιώδη της ελληνικής οικονομίας παραμένουν ισχυρά.
Η πορεία των εσόδων και η γενικότερη δημοσιονομική εικόνα με στόχο την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος, η διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής με ρυθμό πολύ υψηλότερο από την υπόλοιπη Ευρωζώνη, η πορεία αξιοποίησης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και βέβαια οι διεθνείς οικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις, είναι οι παράγοντες που κρίνουν την επόμενη ημέρα στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
Τα ισχυρά κέρδη των ελληνικών συστημικών τραπεζών δεν κατάφεραν να προσφέρουν στήριξη και ενδεχομένως λειτούργησαν ακόμη πιο ενισχυτικά για κινήσεις κατοχύρωσης κερδών. Ο τραπεζικός δείκτης με τα διαστημικά κέρδη του 73% από την αρχή του έτους και μέχρι τις 27 Ιουλίου, έχει κινηθεί πτωτικά στις 9 από τις 11 τελευταίες συνεδριάσεις σε ένα αρνητικό σερί που είχαμε πολλούς μήνες να δούμε. Ωστόσο οι απώλειες για τις τράπεζες περιορίζονται στο 5,4% σε αυτό το διάστημα. Η Morgan Stanley ανακοίνωσε την είσοδο της Τράπεζας Πειραιώς στον MSCI Standard και την παράλληλη μεταφορά στον δείκτη Small Cap της Τέρνα Ενεργειακή από την 1η Σεπτεμβρίου, ενώ οι υπόλοιπες μετοχές που περιλαμβάνονται στον δείκτη είναι ΟΤΕ, ΟΠΑΠ, Jumbo, MotorOil, Μυτιληναίος, ΔΕΗ, Εθνική Τράπεζα, Alpha Bank και Eurobank.
Το διεθνές κλίμα στις αγορές έχει επιδεινωθεί μετά το διπλό πλήγμα που δέχθηκε η αμερικανική οικονομία, αρχικά με την υποβάθμιση του δημοσίου από τον οίκο Fitch και εν συνεχεία με την υποβάθμιση αμερικανικών τραπεζών από τη Moody’ s. Ταυτόχρονα, τους προβολείς συγκεντρώνουν και πάλι οι κεντρικές τράπεζες. Fed και ΕΚΤ αναμένεται να δείξουν μέσα στον Σεπτέμβριο που το πάνε με τα επιτόκια. Τόσο η αμερικανική οικονομία, όσο και η οικονομία της Ευρωζώνης εμφανίζονται μέχρι στιγμής ανθεκτικές, αποφεύγοντας την ύφεση και αυτό κάνει τις κεντρικές τράπεζες να εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο συνέχισης των αυξήσεων.
Οι αναλυτές δεν θεωρούν δεδομένη την αποφυγή της ύφεσης την ώρα που η άνοδος των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου ξυπνούν μνήμες από την περσινή ενεργειακή κρίση. Η επιδείνωση του κλίματος έχει οδηγήσει σε άνοδο και τις αποδόσεις των ομολόγων σε Αμερική και Ευρώπη, εξέλιξη που οφείλεται και στη διαφαινόμενη στροφή της Ιαπωνίας προς μία πιο σφιχτή δημοσιονομική πολιτική, μία κίνηση που κάνει, λιγότερο τώρα και περισσότερο στο μέλλον, τους Ιάπωνες επενδυτές να πωλούν αμερικανικά και ευρωπαϊκούς τίτλους.
Το σενάριο που προκρίνουν οι αναλυτές είναι ότι στο επόμενο διάστημα οι επενδυτές θα τηρήσουν στάση αναμονής εκτός και αν προκύψει κάποια μεγάλη διεθνής αναταραχή. Η επιφυλακτική στάση των επενδυτών θα έχει ορίζοντα διμήνου μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο με τα επιτόκια και φανεί αν τελικά οι οικονομίες των ΗΠΑ και της Ευρωζώνης θα υποχωρήσουν σε ύφεση. Στις εγχώριες εξελίξεις, ιδιαίτερο βάρος πέφτει στις δημοσιονομικές επιδόσεις, στις εξαγγελίες του πρωθυπουργού από τη ΔΕΘ, αλλά και στην κατάρτιση του προϋπολογισμού για το 2024 με φόντο τη μεγάλη κρίση ακρίβειας.