THEPOWERGAME
Τα ομόλογα ήταν, κατά παράδοση, η πιο πεζή πτυχή των διεθνών αγορών και την τελευταία 20ετία βρίσκονταν στο επίκεντρο μόνον όταν ανέκυπτε ένα μεγάλο γεγονός, όπως συνέβη με την κρίση δημοσίου χρέους της Ευρωζώνης στα τέλη του 2009. Όμως, η άνοδος του πληθωρισμού λόγω των καθυστερήσεων στις εφοδιαστικές αλυσίδες επί πανδημίας και έπειτα εξαιτίας της ενεργειακής και επισιτιστικής ανασφάλειας μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχουν ανατρέψει τα δεδομένα για την αγορά ομολόγων.
Η απότομη αύξηση των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) ανέτρεψε τα δεδομένα στα χαρτοφυλάκια ομολόγων των αμερικανικών τραπεζών, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν σε χρεοκοπία τρία από τα ισχυρότερα περιφερειακά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των ΗΠΑ τον περασμένο Μάρτιο.
Στη βεβιασμένη εξαγορά της Credit Suisse από την UBS ένα από τα ακανθώδη ζητήματα που προέκυψε ήταν ο αιφνίδιας και απόλυτος μηδενισμός μιας συγκεκριμένης κατηγορίας ομολόγων χωρίς να επωμισθούν πρώτα απώλειες οι μέτοχοι.
Πέρυσι το φθινόπωρο, τα συνταξιοδοτικά ταμεία της Βρετανίας κατέγραψαν μεγάλες απώλειες από τον καταστροφικό μίνι-προϋπολογισμό της πρώην πρωθυπουργού, Λιζ Τρας, εξαιτίας της απώλειας ενός 28% ή 1,2 τρισ. στερλινών από την αξία των ομολόγων της χώρας. Ναι μεν οι τιμές των τίτλων έχουν ανακάμψει αλλά οι επενδυτές είναι λίγο πιο επιφυλακτικοί λόγω του επίμονου πληθωρισμού στη Βρετανία, επισημαίνουν αναλυτές στο Reuters.
Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτουν οι Financial Times, οι συνολικές απώλειες στις αγορές ομολόγων, παγκοσμίως, έφθασαν πέρσι σχεδόν τα 10 τρισ. δολάρια, αντανακλώντας την πιο ταραχώδη περίοδο της τελευταίας 100ετίας. Αν και το κλίμα έχει εξομαλυνθεί τελευταία, τα κρατικά ομόλογα εξακολουθούν να απασχολούν τους επενδυτές καθώς δεν είναι βέβαιο εάν έχει ολοκληρωθεί η μάχη για την καταπολέμηση του πληθωρισμού από τις κεντρικές τράπεζες.
Ο Λάρι Φινκ, επικεφαλής του επενδυτικού κολοσσού της BlackRock, κάνει λόγο για τεράστιες αλλαγές στη διαπραγμάτευση ομολόγων, κρατικών και εταιρικών, λόγω και του ρόλου που διαδραματίζει το σκιώδες τραπεζικό σύστημα, δηλαδή τα χρηματοπιστωτικά συστήματα που λειτουργούν εκτός του παραδοσιακού τραπεζικού συστήματος. Όπως επισημαίνει η βρετανική εφημερίδα, το ενεργητικό του συστήματος αυτού ανέρχεται σε 240 τρισ. δολάρια και η αγορά ομολόγων είναι το «βασικό συστατικό» του.
BΙS: Επταπλάσια η αγορά ομολόγων μέσα σε μια 40ετία
Η αξία των ομολόγων έχει επταπλασιαστεί κατά τη διάρκεια της τελευταίας 40ετίας, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Διεθνούς Τράπεζας Διακανονισμών (BIS). Τα κρατικά και εταιρικά ομόλογα αποτελούν μια από τις βασικές ατμομηχανές των ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου και όχι μόνον. Πέρσι, η παγκόσμια αυτή αγορά έφθασε τα 133 τρισ. δολάρια, με τις ΗΠΑ και την Κίνα να καταλαμβάνουν το 55% επί του συνόλου. Στην Κίνα, μάλιστα, οι εκδόσεις ομολόγων σημείωσαν ετήσια αύξηση 13% την τελευταία τριετία αν και παρατηρήθηκε μια ύφεση στο επενδυτικό ενδιαφέρον μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και του γεωπολιτικού χάσματος ανάμεσα στην Κίνα και τη Δύση.
Στην κορυφή, ωστόσο, βρίσκονται οι ΗΠΑ με ομόλογα 51 τρισ. δολαρίων, συνολικά. Στην Ευρώπη, η Γαλλία αποτελεί τη μεγαλύτερη ομολογιακή αγορά στην Ευρώπη, φθάνοντας τα 4,4 τρισ. δολάρια και η Γερμανία ακολουθεί με 3,7 τρισ. δολάρια.
Μολονότι η Ιαπωνία είναι η τρίτη μεγαλύτερη αγορά ομολόγων στον κόσμο, συνολικού ύψους 11 τρισ. δολαρίων, η κεντρική τράπεζα της χώρας κρατά το 50%, ένα ιστορικό υψηλό που αποδίδεται στην πολιτική επιβολής πλαφόν στην απόδοση των 10ετών κρατικών ομολόγων. Το γεγονός ότι η Τράπεζα της Ιαπωνίας, η μοναδική σήμερα με αρνητικά επιτόκια σε αντίθεση με την ΕΚΤ και τη Fed, επέκτεινε πρόσφατα το πλαφόν από το 0,5% στο 1%, γεννά ερωτήματα για τις ενδεχόμενες εξελίξεις εάν ο νέος διοικητής, Καζούο Ουέντα, επέτρεπε μια μεγαλύτερη διακύμανση των κρατικών ομολόγων.
Μόνον και μόνον μια τέτοια υπόνοια οδήγησε σε άνοδο την απόδοση των 10ετών ομολόγων στο υψηλό εννέα ετών. Σε κάθε περίπτωση, οι αγορές των κρατικών ομολόγων ακόμη και του ανεπτυγμένου κόσμου βρίσκονται στο προσκήνιο και δεν ανήκουν πια στην κατηγορία των «πληκτικών και παραδοσιακών» επενδύσεων.