THEPOWERGAME
Οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου εξακολουθούν να υπόκεινται σε διακυμάνσεις λόγω της αβεβαιότητας για την προοπτική των ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου και τους φόβους για ανεπαρκή προσφορά. Εντούτοις, απέχουν από τα δυσθεώρητα επίπεδα που είχαν σημειωθεί στην απαρχή της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Αυτό επικυρώθηκε, εξάλλου, από την υποχώρηση των κερδών των ExxonMobil, Shell και Total περίπου κατά το ήμισυ μέσα στο β’ τρίμηνο του 2023 σε σχέση με έναν χρόνο πριν. Η πτώση της κερδοφορίας της Shell και Total κατά 56% στα 5,1 δισ. δολάρια και 49% στα 5 δισ. δολάρια, αντίστοιχα, αποδόθηκαν στην υποχώρηση των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Αναλόγως, τα τριμηνιαία κέρδη της ExxonMobil συρρικνώθηκαν κατά 56% στα 7,9 δισ. δολάρια.
Από τα 122 δολάρια το βαρέλι που ίσχυαν πέρσι τον Ιούνιο, η τιμή του πετρελαίου Μπρεντ κινείται τελευταία λίγο πιο χαμηλά από τα 84 δολάρια. Την ίδια ώρα, η τιμή του φυσικού αερίου στην αγορά TTF της Ολλανδίας έχει διολισθήσει πάνω από 80% μέσα στο τελευταίο 12μήνο και κυμαίνονταν την Παρασκευή στα 26,50 ευρώ τη μεγαβατώρα από τα 340 ευρώ προ ενός έτους και τα 48 ευρώ κατά τα τέλη Μαρτίου.
Ένας λόγος αυτής της αποκλιμάκωσης του κόστους ενέργειας είναι πως, μετά την αβεβαιότητα που προκλήθηκε από την κατάρρευση της ενεργειακής συνεργασίας ανάμεσα στην Ε.Ε και τη Ρωσία, η Ευρώπη και ειδικότερα η Γερμανία έχουν καταφέρει να διατηρήσουν τα αποθέματα φυσικού αερίου πάνω από το 84% της συνολικής χωρητικότητας των αποθηκευτικών χώρων. Μολονότι, όμως, υπάρχει αυτό το πλεόνασμα, η Ευρώπη συναγωνίζεται με την Ασία για να εξασφαλίσουν προμήθειες υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις ΗΠΑ. Επιπλέον, ο ΟΠΕΚ+, όπου τα ισχυρότερα μέλη είναι η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία, είναι αποφασισμένος να μην επιτρέψει περαιτέρω μείωση του κόστους πετρελαίου.
Γεγονός είναι πως, παρά την πτώση των τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου από πέρσι, το κόστος ενέργειας απέχει από τα επίπεδα που ίσχυαν προ πανδημίας. Το Σεπτέμβριο του 2019, η τιμή του φυσικού αερίου στην αγορά TTF της Ολλανδίας κυμαίνονταν κάτω από τα 15 ευρώ τη μεγαβατώρα και η τιμή του Μπρεντ ήταν χαμηλότερη από τα 67 δολάρια το βαρέλι.
Δεν είναι τυχαίο που η Shell αύξησε το μέρισμα της κατά 15%, αλλά περιόρισε το πρόγραμμα επαναγοράς μετοχών στα 3 δισ. δολάρια το γ’ τρίμηνο και τα 2,5 δισ. το δ’ τρίμηνο. Παρομοίως, η Total δεσμεύτηκε με την επαναγορά μετοχών 2 δισ. δολαρίων στο διάστημα του γ’ τριμήνου.
Το κόστος ενέργειας παραμένει ευμετάβλητο, γεγονός που καταδεικνύεται από τις προσπάθειες των κεντρικών τραπεζών στις ΗΠΑ και την Ευρώπη να δαμάσουν τον πληθωρισμό. Ναι μεν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed), η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και η Τράπεζα της Αγγλίας έχουν καταφέρει έως έναν βαθμό να επιβραδύνουν τον ρυθμό αύξησης των τιμών στην πραγματική οικονομία, αλλά η μεγάλη και απότομη αύξηση των επιτοκίων έχει στοιχίσει στην ανάπτυξη των οικονομιών. Αν και τα επιτόκια έχουν αυξηθεί πάνω από 400 μονάδες βάσης και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, το κόστος του φυσικού αερίου δεν έχει σταθεροποιηθεί πλήρως λόγω διαφόρων παραγόντων, όπως οι εξαντλητικοί καύσωνες του καλοκαιρού που οδηγούν στην αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας.
Την ίδια ώρα, οι τιμές βενζίνης στις ΗΠΑ οδηγήθηκαν την περασμένη εβδομάδα στο υψηλότερο επίπεδο από τον περασμένη Νοέμβριο, αντανακλώντας τη δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση που σημειώθηκε την τελευταία δεκαετία. Η άνοδος στα 3,71 δολάρια το γαλόνι, η οποία πυροδότησε ένα κύμα ανατιμήσεων στις διεθνείς αγορές, προκλήθηκε από τη διακοπή λειτουργίας ενός από τα μεγαλύτερη διυλιστήρια στις ΗΠΑ και τα χαμηλότερα του αναμενομένου αποθέματα στη Σιγκαπούρη.
Στην αγορά του πετρελαίου Μπρεντ, οι τιμές κινήθηκαν κάτω από τα 84 δολάρια το βαρέλι την Παρασκευή, συνεχίζοντας την ανοδική πορεία τους επί 5η διαδοχική εβδομάδα λόγω των μειώσεων στην προφορά από τη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία μαζί με τις προσδοκίες για την τόνωση της ανάπτυξης στην Κίνα.
«Η άνοδος του κόστους ενέργειας μπορεί να οδηγήσει σε άνοδο τις τιμές καταναλωτή και να αναζωπυρώσει τις ανατιμήσεις στα αγαθά – ένας τομέας που οι ανοδικές πιέσεις είχαν επιβραδυνθεί», δήλωσε ο Άντριου Χόλενχορστ, υπεύθυνος οικονομολόγος της Citigroup στις ΗΠΑ.