THEPOWERGAME
Παρά τον πεσιμισμό που επικράτησε για τις επιδόσεις των αγορών λόγω γεωπολιτικής αβεβαιότητας, υψηλών επιτοκίων και της πρόσφατης αναταραχής στον τραπεζικό κλάδο, τα δυσοίωνα σενάρια δεν επιβεβαιώθηκαν μέσα στο α’ εξάμηνο του τρέχοντος έτους.
Ίσως οι επενδυτές να έχουν ακονίσει τα αντανακλαστικά τους στο ευμετάβλητο περιβάλλον που καλλιεργηθεί τα προηγούμενα χρόνια από την επιθετική εμπορική πολιτική του πρώην προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, την πανδημία της νόσου Covid-19, τις συνακόλουθες καθυστερήσεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες και την παγκόσμια ενεργειακή κρίση που προκλήθηκε μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Αντίθετα φαίνεται πως μερίδα επενδυτών αξιοποιεί τις ευκαιρίες που ανοίγονται μέσα σε κρίσεις. Σε κάθε περίπτωση, οι αγορές έχουν καταγράψει θετικές αποδόσεις από τις αρχές του 2023, διαψεύδοντας χειρότερα σενάρια. Στις ΗΠΑ, οι χρηματιστηριακοί δείκτες Nasdaq, S&P 500 και Dow Jones αναρριχήθηκαν 32%, 15% και 2,98%, αντίστοιχα, από τις αρχές του έτους. Μάλιστα, ο ενθουσιασμός μετά την κυκλοφορία του Chat GPT, δηλαδή της πρώτης εφαρμογής στον τομέα της αναγεννητικής τεχνητής νοημοσύνης, από την Open AI, οδήγησε τον δείκτη Nasdaq σε ένα εξάμηνο με τις υψηλότερες επιδόσεις από το 1983. Μόνον η κεφαλαιοποίηση της Apple ξεπέρασε τα 3 τρισ. δολάρια.
Ακόμη και στη Γερμανία, όπου η οικονομία παγιδεύτηκε σε ύφεση το εξάμηνο που έληξε τέλη Μαρτίου, ο δείκτης Dax στο χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης κέρδισε 15% από τις αρχές του τρέχοντος έτους. Παρομοίως, ο Cac-40 στο Παρίσι και ο FTSEMib στο Μιλάνο κατέγραψαν άνοδο 12% και σχεδόν 19%, αντίστοιχα. Εξαίρεση αποτελεί το χρηματιστήριο του Λονδίνου, με τον FTSE-100 να έχει υποχωρήσει 0,30% από τις αρχές του έτους καθώς το Brexit αποτελεί ένα πρόσθετο βαρίδι για την οικονομία σε ένα γενικευμένο κλίμα αβεβαιότητας.
Μάλιστα, παρά τις αμφιβολίες για τη διαχείριση της ιταλικής οικονομίας από τον κυβερνητικό συνασπισμό της Τζόρτζια Μελόνι, ο FTSE Mib έχει ενισχυθεί στα υψηλότερα επίπεδα από τον Σεπτέμβριο του 2008. Η Uni Credit, η οποία προστέθηκε στον πανευρωπαϊκό δείκτη EuroStoxx 50, είναι μια από τις μετοχές με τις δυναμικότερες αποδόσεις στην Ευρώπη.
Στην πολυτάραχη αγορά των κρυπτονομισμάτων, το Bitcoin σημείωσε άνοδο μεγαλύτερη 80% μέσα στο α’ εξάμηνο του έτους παρά το ότι η εμπιστοσύνη κλονίστηκε από την κατάρρευση του ανταλλακτηρίου FTX πέρυσι τον Νοέμβριο και τις κατηγορίες για απάτη που απαγγέλθηκαν εις βάρος του ιδρυτή, Σαμ Μπάνκμαν-Φράιντ. Μικρότερα κέρδη, αλλά και πάλι αξιοσημείωτα στο 55% κατέγραψε το Ethereum που είναι το 2ο ισχυρότερο κρυπτονόμισμα μετά το Bitcoin.
Ακόμη και οι δείκτες που παρακολουθούν την πορεία πάσης φύσεως χρεογράφων από τα αμερικανικά ομόλογα έως τους τίτλους υψηλού ρίσκου έχουν εμφανίσει μετριοπαθή άνοδο ύστερα από το περσινό κύμα ρευστοποιήσεων.
Δεν επαληθεύτηκαν οι δυσοίωνες προβλέψεις
Αναλυτές της αγοράς επισημαίνουν πως η άμεση διαχείριση των επιπτώσεων από τη χρεοκοπία τριών περιφερειακών τραπεζών και η επίτευξη μιας συμφωνίας για την αύξηση του ανώτατου ορίου στο δημόσιο χρέος στις ΗΠΑ λειτούργησαν πυροσβεστικά.
Συν τοις άλλοις, αν και οι κεντρικές τράπεζες είναι υποχρεωμένες να διατηρήσουν ακριβό το κόστος δανεισμού για να χαλιναγωγήσουν τον υψηλό πληθωρισμό, η αμερικανική οικονομία δεν έχει ακόμη παγιδευτεί σε ύφεση. Η Ευρώπη, παρά το ότι βρέθηκε στο επίκεντρο μιας παγκόσμιας ενεργειακής κρίσης, κατάφερε να επιβιώσει και να διατηρήσει σε υψηλά επίπεδα τα αποθέματα φυσικού αερίου, βοηθούμενη και από τον ήπιο χειμώνα. Εν ολίγοις, τα χειρότερα αποφεύχθηκαν και αυτό φαίνεται να διατηρεί έναν βαθμό ικανοποίησης στις αγορές των δυο πλευρών του Ατλαντικού. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αν και αποτελεί το μεγαλύτερο μέτωπο στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν προκάλεσε αποσταθεροποίηση της γειτονικών χωρών.
Βέβαια εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη ερωτήματα και αβεβαιότητα. Ουδείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει πότε θα κλείσει ο κύκλος των ανοδικών επιτοκίων σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Σε ένα περιβάλλον γεωπολιτικής ανασφάλειας, η ανάπτυξη δεν είναι δεδομένη. «Όλοι οι αναλυτές στον χρηματοοικονομικό κλάδο προσπαθούν πάντα να μαντέψουν πότε θα συμβεί η επόμενη κρίση», σχολιάζει η Στέισι Μιντσς, υψηλό στέλεχος στην PGIM Quantitative Solutions. Το τρέχον έτος έδειξε πως είναι δύσκολο να προβλέψεις ποια από τα μεγάλα γεγονότα θα επηρεάσουν μόνιμα τις αποδόσεις των αγορών, σημειώνει η ίδια στη Wall Street Journal.