THEPOWERGAME
Η επαναγορά μετοχών προκαλεί όλο και μεγαλύτερο προβληματισμό από έναν αυξανόμενο αριθμό επενδυτών, καθώς θεωρούν πως είναι μια εκτεταμένη πρακτική, που ναι μεν τονώνει τα μπόνους των στελεχών, αλλά αποδίδει περιορισμένα οφέλη στους μετόχους. Βέβαιο είναι, πάντως, ότι με την επαναγορά μετοχών ή share buybacks τα κέρδη των εταιρειών δεν καταλήγουν σε επενδύσεις στην πραγματική οικονομία.
Αυτός είναι ο λόγος, δε, που ώθησε την κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν να υιοθετήσει φόρο 1% στις επαναγορές μετοχών που δρομολογούν οι εισηγμένες εταιρείες στη Wall Street. Πρόσφατα συζητείται, μάλιστα, ο τετραπλασιασμός του φόρου, λόγω των κολοσσιαίων διαστάσεων που έχει λάβει η πρακτική αυτή.
Έρευνα της επενδυτικής εταιρείας Janus Henderson αποκάλυψε πως οι 1.200 από τις μεγαλύτερες εισηγμένες εταιρείες του κόσμου προχώρησαν πέρυσι στην επαναγορά μετοχών 1,3 τρισ. δολαρίων. Δεν πρόκειται μόνον για ένα ιστορικό υψηλό. Είναι ένας τριπλάσιος όγκος μετοχών σε σχέση με μια δεκαετία πριν, ενώ τα μερίσματα αυξήθηκαν κατά 54% μέσα στο ίδιο διάστημα. Σύμφωνα με υπολογισμούς της Wall Street Journal, οι εταιρείες που απαρτίζουν τον δείκτη S&P 500 δαπάνησαν πάνω από 5,3 τρισ. δολάρια στην επαναγορά μετοχών από το 2010 μέχρι τις αρχές του 2020, δηλαδή πριν ξεσπάσει η πανδημία της νόσου Covid-19.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Apple. Μέσα σε μια πενταετία η εταιρεία ανακοίνωσε την επαναγορά μετοχών 405 δισ. δολαρίων. Ο τεχνολογικός κολοσσός συγκαταλέγεται στις εταιρείες που δρομολογούν και φέτος την επαναγορά μετοχών τους, μαζί με τις HSBC και Airbnb.
Οπότε, οι διοικήσεις των ομίλων συνεχίζουν την πρακτική αυτήν, σε μια περίοδο που οι κυβερνήσεις προσπαθούν να προσελκύσουν άμεσες επενδύσεις για να τονώσουν τη μακροπρόθεσμη προοπτική των οικονομιών τους. Δεν είναι τυχαίο που πρόσφατα η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC) ζήτησε από τις εισηγμένες εταιρείες να δίνουν πληρέστερη εικόνα για τα προγράμματα επαναγοράς των μετοχών τους, όπως το αντίτιμο που καταβάλλεται για κάθε μετοχή.
Μεγάλες αντιδράσεις προκλήθηκαν πέρυσι από τον Λευκό Οίκο, ύστερα από την άρνηση των ενεργειακών ομίλων να προχωρήσουν σε νέες επενδύσεις, ώστε να αυξηθεί η προσφορά πετρελαίου και φυσικού αερίου, σε μια περίοδο που τα νοικοκυριά δέχονται πιέσεις και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, λόγω του υψηλού πληθωρισμού. Σύμφωνα με την Janus Henderson, οι πετρελαϊκές εταιρείες ανακοίνωσαν πέρυσι τις μεγαλύτερες επαναγορές μετοχών, συνολικού ύψους 135 δισ. δολαρίων. Είναι ένα τετραπλάσιο ποσό από το 2021.
«Θα προτιμούσαμε η επαναγορά μετοχών να μην ήταν τόσο συνήθης πρακτική», δήλωσε στη βρετανική εφημερίδα ο Γιούαν Μούνρο, διευθύνων σύμβουλος της Newton Investment Management. Ο Ντάνιελ Πέρις, διαχειριστής κεφαλαίων στη Federated Hermes, αποκάλεσε «περιβαλλοντικό κίνδυνο» τις επαναγορές μετοχών. Όμως κριτική έχει ασκηθεί εδώ και καιρό. Στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, ο Λάρι Φινκ, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της BlackRock, είχε γράψει σε ανοικτή επιστολή πως «πολλές εταιρείες αποφεύγουν να προχωρήσουν σε επενδύσεις με στόχο την ανάπτυξη τους μελλοντικά».
Ο Γιουίλιαμ Λάζονικ, ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, είχε επισημάνει στο Harvard Business Review πως από τα τέλη του ΄Β Παγκοσμίου Πολέμου έως και τη δεκαετία του ’70 οι μεγάλες εταιρείες των ΗΠΑ επένδυαν τα κέρδη τους σε νέες εγκαταστάσεις και στο προσωπικό τους, παρέχοντας υψηλότερα εισοδήματα και ασφάλεια στην εργασία για τους υπαλλήλους τους. Μετά, όμως, προτεραιότητα δόθηκε στην ελαχιστοποίηση του κόστους και στους μετόχους, με τις εταιρείες να προσανατολίζονται περισσότερο στις αγορές κεφαλαίου.