THEPOWERGAME
Καθώς η βεβιασμένη εξαγορά της Credit Suisse από την UBS δεν κατάφερε να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στον τραπεζικό κλάδο στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, οι επενδυτές συνέχισαν να αναθεωρούν τις θέσεις τους αυτή την εβδομάδα, εστιάζοντας αυτή τη φορά στη Deutsche Bank.
Αφού επικράτησε μεγάλη ανασφάλεια μετά την απόφαση στην Ελβετία την περασμένη Κυριακή να διαγραφεί πλήρως η αξία ομολόγων ΑΤ1 της Credit Suisse, η ανακοίνωση της μεγαλύτερης τράπεζας στη Γερμανία προς τα τέλη της εβδομάδας πως θα επαναγοράσει χρεόγραφα 1,5 δισ. ευρώ, με λήξη το 2028, εκλήφθη ως ένδειξη αδυναμίας και ενέτεινε τις πτωτικές τάσεις στα χρηματιστήρια.
Κάθε κίνηση των τραπεζών ή των αρμοδίων αρχών φαίνεται να πυροδοτεί πρώτα ένα μεγάλο κύμα ρευστοποιήσεων και ύστερα να φιλτράρεται, με τις εξελίξεις να είναι αρκετές για να τις επεξεργαστεί κανείς στους ιλιγγιώδεις ρυθμούς των αγορών. Αν και ο καγκελάριος της Γερμανίας, Όλαφ Σολτς, διαβεβαίωσε την Παρασκευή πως η Deutsche Bank έχει εκσυγχρονίσει και αναδιοργανώσει τις δραστηριότητές της, όντας ξανά κερδοφόρα, το πενταετές κόστος κάλυψης από τον κίνδυνο χρεοκοπίας (credit default swap) αναρριχήθηκε από τις 134 στις 200 μονάδες βάσης.
Η μετοχή της Deutsche Bank απώλεσε πάνω από το 8,4% της αξίας της στη Φρανκφούρτη αφού είχε καταγράψει ενδοσυνεδριακή πτώση έως και 15%. Μετά από μια σειρά σκανδάλων που είχαν πλήξει το κύρος και την αξιοπιστία της, γεγονός είναι πως η Deutsche Bank έχει καταφέρει να ανακάμψει τα τελευταία χρόνια. Αλλά η ανασφάλεια κυριαρχεί σήμερα. Ο πανευρωπαϊκός τραπεζικός δείκτης Stoxx 600 έκλεισε χθες με απώλειες 3,8%, ενώ οι μετοχές των UBS, Credit Suisse και Commerzbank υποχώρησαν κατά 3,55%, 5,19% και 5,45%, αντίστοιχα. Στο Λονδίνο, ο FTSE-100 κατέγραψε απώλειες 1,26%, o Dax στη Φρανκφούρτη πτώση 1,66% και ο Cac-40 στο Παρίσι 1,74%. Οι πτωτικές τάσεις ανακόπηκαν στη Wall Street, με τους δείκτες Dow Jones και S&P 500 να καταγράφουν ενδοσυνεδριακή άνοδο μικρότερη της μισής ποσοστιαίας μονάδας.
Ο έλεγχος του πληθωρισμού και η διαχείριση μιας τραπεζικής κρίσης
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, δήλωσε την Παρασκευή στις Βρυξέλλες πως ο τραπεζικός κλάδος παραμένει «ισχυρός» και πως η ΕΚΤ είναι έτοιμη να παρέχει την απαραίτητη ρευστότητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρωζώνης, σύμφωνα με τους Financial Times. Όμως τόνισε πως δεν μπορεί να υπάρξει «trade-off», δηλαδή ανταλλαγή, ανάμεσα στον έλεγχο του πληθωρισμού και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Από την κατάρρευση της SVB στις ΗΠΑ προ ενός δεκαπενθημέρου έγινε εμφανής η πτώση της αξίας των τραπεζικών χαρτοφυλακίων από την απότομη αύξηση των επιτοκίων και τη συνακόλουθη πτώση των τιμών στα ομόλογα, πυροδοτώντας ένα κύμα φυγής επενδυτών ή καταθετών από αδύναμους «κρίκους» του τραπεζικού κλάδου.
Παρόλο που η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζάνετ Γιέλεν, τόνισε την Πέμπτη πως οι αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές είναι «έτοιμες να λάβουν πρόσθετα μέτρα εάν κριθεί αναγκαίο» για τη θωράκιση των τραπεζικών καταθέσεων, οι επενδυτές δεν καθησυχάζονται. Η Citigroup έκανε λόγο για μια αγορά που βρίσκεται σε «παράλογη» κατάσταση.
Οικονομικοί αναλυτές τονίζουν πως ο επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), Τζερόμ Πάουελ, καλείται να διαχειριστεί δυο αντικρουόμενα προβλήματα: τον έλεγχο του πληθωρισμού και τη διαχείριση μιας τραπεζικής κρίσης. Ο Πωλ Βόλκερ κατάφερε να δαμάσει τον πληθωρισμό τη δεκαετία του ΄80 και ο Μπεν Μπερνάνκι να αντιμετωπίσει τη χρηματοπιστωτική κρίση το 2008. Ενδεικτικό της μεγάλης αποστροφής του επενδυτικού κινδύνου είναι πως η απόδοση του 10ετούς αμερικανικού ομολόγου υποχώρησε την Παρασκευή στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Σεπτέμβριο του 2022.
Η απαισιοδοξία για την κατάσταση των τραπεζών ενισχύθηκε αφού το πρακτορείο Bloomberg αποκάλυψε την Πέμπτη πως οι Credit Suisse και UBS διερευνώνται εδώ και καιρό από το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ προκειμένου να εξακριβωθεί εάν στελέχη τους είχαν παραβιάσει δυτικές κυρώσεις με την εξυπηρέτηση Ρώσων πελατών μετά τον πόλεμο που κήρυξε η Μόσχα στην Ουκρανία. Πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Credit Suisse διαχειρίζονταν έως και 60 δισ. δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία Ρώσων, αποκομίζοντας από 500 έως και 600 εκατ. δολάρια σε έσοδα, ετησίως. Από τον περσινό Μάιο, η Credit Suisse διατηρούσε περίπου 33 δισ. δολάρια που ανήκαν σε Ρώσους, δηλαδή κατά 50% περισσότερα από την UBS που έχει μεγαλύτερο τμήμα διαχείρισης πλούτου.