THEPOWERGAME
Στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνουν οι αυξήσεις επιτοκίων σε ΗΠΑ και Ευρώπη προσπαθεί να προσαρμοστεί ο κόσμος του χρήματος. Οι κινήσεις των κεντρικών τραπεζών, που έχουν στόχο να καταπολεμήσουν τον υψηλότερο πληθωρισμό των τελευταίων δεκαετιών, επηρεάζουν διάφορες πτυχές των αγορών, από τα επιτόκια καταθέσεων και δανείων μέχρι τα κρατικά και εταιρικά ομόλογα, αλλά και τις μετοχές. Τα υψηλά επιτόκια συμπιέζουν τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων, ασκούν πιέσεις στις τράπεζες, κάνουν ακριβότερα τα στεγαστικά δάνεια και στο τέλος της ημέρας αυξάνουν τις πιθανότητες ύφεσης.
Ο πληθωρισμός κορυφώθηκε στο 9,1% τον περασμένο Ιούνιο στις ΗΠΑ, που ήταν το υψηλότερο επίπεδο από το 1981. Στην Ευρωζώνη, η μεγαλύτερη μέτρηση του δείκτη τιμών καταναλωτή σημειώθηκε τον Οκτώβριο του 2022, στο 11,1%, που είναι ιστορικό υψηλό για την εποχή του ευρώ και υψηλό 41 ετών για την Ευρώπη.
Αναλυτές εκτιμούν ότι ο κύκλος των επιτοκιακών αυξήσεων θα κλείσει σύντομα για την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ίσως μέσα στους επόμενους μήνες. Οι επενδυτές ελπίζουν ότι Fed και ΕΚΤ θα καταφέρουν αργά ή γρήγορα να θέσουν υπό έλεγχο τον πληθωρισμό.
Όμως, υπάρχουν ανησυχίες ότι η ανθεκτικότητα της οικονομίας θα αναγκάσει τις κεντρικές τράπεζες να διατηρήσουν υψηλά τα επιτόκια για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι αγορές σήμερα προεξοφλούν ότι η ανθεκτικότητα της οικονομίας θα ωθήσει την ΕΚΤ να αυξήσει το επιτόκιο καταθέσεων στο 3,75% και το επιτόκιο χρηματοδοτήσεων στο 4,25% έως τον ερχόμενο Σεπτέμβριο. Το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων ήταν τόσο υψηλό μόνο το 2001, όταν η ΕΚΤ προσπαθούσε να δώσει ώθηση στο νεογέννητο τότε ευρώ.
Ακόμα και στην ελληνική αγορά, που οι τράπεζες έχουν μόλις καταφέρει να μειώσουν αποτελεσματικά το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων που διατηρούν στους ισολογισμούς τους, τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων έχουν «τσιμπήσει» προς τα πάνω, φτάνοντας υπό προϋποθέσεις και το 2%, όταν πέρυσι τέτοια εποχή ήταν σχεδόν μηδενικά. Το περιβάλλον υψηλών επιτοκίων πλήττει τα ομόλογα, γιατί οι αποδόσεις ενισχύονται και οι τιμές τους υποχωρούν. Ταυτόχρονα, επιβαρύνει και τις μετοχές, γιατί μειώνεται η κατανάλωση και πλήττονται τα εταιρικά αποτελέσματα.
Σε γενικές γραμμές, αυτό που πετυχαίνουν οι κεντρικές τράπεζες είναι να περιορίσουν τη ρευστότητα στο σύστημα για να μειωθεί η κατανάλωση και να υποχωρήσει ο πληθωρισμός. Η ανθεκτικότητα του κλάδου των υπηρεσιών και της αγοράς εργασίας έχει αναγκάσει τους αναλυτές να ξαναγράψουν τα οικονομικά σενάρια, αποκλείοντας πλέον το ενδεχόμενο μεγάλης συρρίκνωσης του ΑΕΠ. Έτσι, αυξάνεται η πιθανότητα επιβεβαίωσης του σεναρίου που θέλει τα επιτόκια να παραμένουν υψηλά για περισσότερο, πλήττοντας ομόλογα και επενδύσεις ρίσκου, όπως οι μετοχές.
Η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, έχει προαναγγείλει ότι έρχεται νέα αύξηση κατά 0,50% τον Μάρτιο και στη συνέχεια οι σχετικές αποφάσεις θα λαμβάνονται με γνώμονα τις νέες κάθε φορά προβλέψεις για τον πληθωρισμό και την οικονομική δραστηριότητα. Το επικρατέστερο σενάριο είναι να αυξηθεί το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ στο 4% έως τον Ιούνιο και κάπου εκεί να κλείσει ο κύκλος των αυξήσεων. Ωστόσο, το τοπίο είναι ομιχλώδες όσον αφορά το πότε θα αρχίσουν να μειώνονται τα επιτόκια.
Οι δηλώσεις του Αμερικανού κεντρικού τραπεζίτη, Τζ. Πάουελ, δείχνουν ότι η αλλαγή στάσης σε ό,τι αφορά τη νομισματική πολιτική δεν βρίσκεται στον ορίζοντα, που συνεπάγεται ότι αγορές, επενδυτές, επιχειρήσεις, τράπεζες, δανειολήπτες και καταναλωτές θα πρέπει να προσαρμοστούν σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων, τουλάχιστον για φέτος και το 2024. Το κατά πόσο θα αποφασίσουν οι κεντρικές τράπεζες να χαλαρώσουν ξανά τη νομισματική πολιτική θα εξαρτηθεί από την πορεία του πληθωρισμού και της οικονομικής δραστηριότητας.
Ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει τους τελευταίους μήνες, φτάνοντας τον Ιανουάριο στο 6,4% στις ΗΠΑ και στο 8,5% στην Ευρωζώνη. Όμως, παρά την πτωτική τάση, η Fed θέλει να δει πιο ξεκάθαρα σημάδια αποκλιμάκωσης των πληθωριστικών πιέσεων, για να δώσει τέλος στις αυξήσεις των επιτοκίων, μία συνθήκη που ενισχύει τις προβλέψεις για συνέχιση των πιέσεων στις μετοχές φέτος, παρά τα κέρδη του Ιανουαρίου.