THEPOWERGAME
Εκτίναξη κατά 2% σημειώνουν οι τιμές του πετρελαίου μετά την ισχύ της επιβολής πλαφόν 60 δολ. το βαρέλι από την ΕΕ στο ρωσικό πετρέλαιο που εισάγεται διά θαλάσσης και του εμπάργκο των εισαγωγών, τόσο στο ευρωπαϊκό μπλοκ όσο και στην Ιαπωνία. Η απόφαση που είχε ληφθεί τον Ιούνιο τέθηκε από σήμερα σε ισχύ, με εξαίρεση μόνο τις Ουγγαρία, Τσεχία και Σλοβακία. Το όλο κλίμα επιβαρύνει και η χθεσινή απόφαση του ΟΠΕΚ+ να επανεπιβεβαιώσει προηγούμενη απόφασή του για μείωση της παραγωγής πετρελαίου κατά 2 εκατ. βαρέλια ημερησίως. Επίσης, επιβαρυντικά λειτουργούν και οι πληροφορίες για επαναφορά της Κίνας, του μεγαλύτερου εισαγωγέα πετρελαίου στον κόσμο, στην κανονικότητα με σταδιακή άρση των lockdowns. Γεγονός το οποίο εντείνει τους φόβους για δυσανάλογη αύξηση της ζήτησης σε σχέση με την προσφορά.
Πάντως, στο ταμπλό κάποια στιγμή το πρωί αναχαιτίστηκε η άνοδος, με τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης του Ιανουαρίου του 2023 για το αργό Brent να σημείωναν άνοδο 0,71%, φθάνοντας στα 86,18 δολ. το βαρέλι, ενώ τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης του αμερικανικού αργού πετρελαίου (WTI) να κέρδιζαν 0,58 δολ. ή 0,75%, στα 80,58 δολ. το βαρέλι. Ωστόσο, η εκτίναξη συνεχίστηκε. Και στις 13.15 (ώρα Ελλάδας), το Brent να εκτινάσσεται στο +1,99% στα 87,27 δολάρια, ενώ το αμερικανικό αργό να εκτοξεύεται κατά 2,01% στα 81,59 δολάρια το βαρέλι.
Το συμβόλαιο αναφοράς του φυσικού αερίου για την Ευρώπη στο χρηματιστήριο του Άμστερνταμ καταγράφει πτώση 6,30%, στα 144,10 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Οι κίνδυνοι για την οικονομία από το πλαφόν στο ρωσικό πετρέλαιο
Επί της ουσίας, αυτό που εξελίσσεται στις διεθνείς αγορές εντείνει τους φόβους του ελληνικού επιτελείου για πιθανή εκτίναξη των τιμών του ντίζελ στην αντλία. Αιτία είναι η απόφαση της Ρωσίας να σταματήσει τις πωλήσεις σε όποιες χώρες υιοθετήσουν το πλαφόν, ασχέτως αν αυτήν τη στιγμή η τιμή που πωλεί η ίδια στις αγορές της νοτιοανατολικής Ασίας κινείται μεταξύ των 57 και 65 δολαρίων το βαρέλι, άρα το πλαφόν αυτό καθαυτό δεν την επηρεάζει στην πράξη.
Το πρόβλημα με το ντίζελ στη χώρα μας είναι ότι καλύπτουμε το 25% των αναγκών μας από τη Ρωσία -σύμφωνα με τον Χάρη Δούκα, καθηγητή Ενεργειακών Θεμάτων στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο-, καθώς το συγκεκριμένο καύσιμο έχει μια ειδική διαδικασία διύλισης. Έτσι, δεν αποκλείεται να έχουμε μια επανάληψη της αύξησης των τιμών του ντίζελ πάνω από την αμόλυβδη βενζίνη, όπως έγινε από τα μέσα του περασμένου Οκτωβρίου και για έναν περίπου μήνα, αυξάνοντας τα μεταφορικά κόστη και τελικά όλα τα προϊόντα στο ράφι. Το θέμα είναι ότι πλέον, λόγω της απορρόφησης μεγάλων ποσοτήτων ντίζελ από ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες της χώρας που απομακρύνονται από το φυσικό αέριο, η προσφορά σε ντίζελ δεν καλύπτει τη ζήτηση, κάνοντας πολύ ευαίσθητες τις τιμές σε οποιαδήποτε αναταραχή.
Το δεύτερο σημείο που προβληματίζει το υπουργείο Οικονομικών ήταν μια γενικευμένη αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου, η οποία θα προέλθει από την αναμενόμενη μείωση της παραγωγής του ΟΠΕΚ+, η οποία μπορεί μεν να είχε αποφασιστεί, αλλά δεν έλαβε ουσιαστικά σάρκα και οστά, καθώς η Ρωσία αύξησε την παραγωγή της, αντισταθμίζοντας το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης. Τώρα, όμως, με την επιβολή του πλαφόν -σύμφωνα με τον αναλυτή Ενεργειακών Θεμάτων, Κωστή Σταμπολή- θα υπάρξει βραχυπρόθεσμα ένα έλλειμμα στην αγορά, από 700.000 βαρέλια έως και 1,2 εκατομμύριο, γεγονός που από μόνο του θα προκαλέσει αύξηση τιμών. Ωστόσο, χθες ο ΟΠΕΚ αποφάσισε να μην προχωρήσει σε περαιτέρω μείωση της παραγωγής.
Πάντως, στελέχη του υπουργείου Οικονομικών εμφανίζονται καθησυχαστικά και θεωρούν ότι η αγορά του πετρελαίου είναι ιδιαίτερα ρευστή, καθώς το τελευταίο διάστημα έχει πέσει το κόστος του πετρελαίου, ενώ ταυτόχρονα έχει αυξηθεί η αξία του ευρώ, οπότε αυτές είναι δυνάμεις αντίρροπες, που δεν έχουν προλάβει ακόμη να αποτυπωθούν στη λιανική αγορά. Άρα δεν αποκλείεται τελικά οι όποιες κινήσεις στη διεθνή σκακιέρα να μην επηρεάσουν τόσο έντονα τις τιμές που θα πληρώσει ο καταναλωτής.
Σε κάθε περίπτωση, η επιβολή του πλαφόν στην παρούσα φάση -όπως τονίζει ο κ. Δούκας- είναι περισσότερο ένα πολιτικό μήνυμα προς τη Ρωσία και όχι τόσο ένα οικονομικό εμπόδιο. Μέχρι σήμερα δεν είχε υπάρξει ένα τέτοιο πλαφόν, άρα οι G7 και η Ευρώπη δείχνουν στη Ρωσία ότι έκαναν το πρώτο βήμα, που ήταν η λήψη της απόφασης, ασχέτως αν το όριο δεν είναι όσο χαμηλό ζητούσε η Ουκρανία (30 δολάρια το βαρέλι) ή η Πολωνία (40 δολάρια το βαρέλι). Το μήνυμα προς το Κρεμλίνο για την ώρα είναι ότι η μείωση του ορίου είναι ευκολότερο βήμα τώρα που μπήκε το πλαφόν, άρα έπεται και συνέχεια.
Την ίδια στιγμή, η Ρωσία δεν δείχνει καθόλου να προβληματίζεται, καθώς οι μέχρι τώρα προσπάθειες της Δύσης να μειώσουν τα έσοδά της και άρα να στραγγαλίσουν οικονομικά τη συνέχιση του πολέμου, δεν δείχνουν να αποδίδουν. Το αντίθετο, μάλιστα, καθώς η Ρωσία ανακοίνωσε ήδη έσοδα από ενεργειακές πωλήσεις αυξημένα κατά 35% σε σχέση με το 2021. Συγκεκριμένα -όπως γράφει σε ανάλυσή του ο κ. Σταμπολής- «το ρωσικό υπουργείο Οικονομικών υπολογίζει ότι μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου τα συνολικά έσοδα από εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου έφτασαν τα 191 δισ. δολάρια (+38% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι), ενώ για όλο το 2022 τα συνολικά έσοδα από εξαγωγές πετρελαίου και αερίου εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν τα 230 δισ. δολάρια».