THEPOWERGAME
Σε αχαρτογράφητα νερά μπαίνουν οι αγορές ενέργειας. Αφενός η Ομάδα των 7 (G7), των επτά ισχυρότερων οικονομιών του ανεπτυγμένου κόσμου, ανακοίνωσε την επιβολή πλαφόν στην τιμολόγηση των αγορών ρωσικού πετρελαίου. Αφετέρου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να δρομολογεί ανάλογο πλαφόν στις τιμές των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, του άνθρακα και της πυρηνικής ενέργειας στο πλαίσιο ενός πακέτου μέτρων, στο οποίο επίσης περιλαμβάνεται η μείωση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας προκειμένου να συγκρατήσουν την αλματώδη άνοδο του κόστους ηλεκτροδότησης στην Ευρώπη, την ώρα που η Gazprom ανακοίνωσε τη ματαίωση της έναρξης των ροών φυσικού αερίου μέσω του Nord Stream 1.
Οι προθέσεις των G7 και της ΕΕ ανακοινώθηκαν αυτή την εβδομάδα, καθώς πίσω από τη μεγάλη αύξηση του κόστους διαβίωσης στην Ευρώπη κρύβεται η ενεργειακή κρίση, που έχει προκληθεί από τη ρήξη των σχέσεων ανάμεσα στη Δύση και τη Μόσχα εξαιτίας της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Οι G7 προωθούν ένα πλαφόν στις τιμές αγοράς του ρωσικού πετρελαίου για να στερήσουν από το Κρεμλίνο μια πολύτιμη πηγή εσόδων που του επιτρέπει να συνεχίζει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με την πρωτοβουλία αυτή, όσοι θα επιθυμούν να εισάγουν ρωσικό πετρέλαιο με ασφαλιστική κάλυψη και μεταφορικές υπηρεσίες από εταιρείες με έδρα στα κράτη των G7 και της ΕΕ θα πρέπει να παρακολουθούν το ανώτατο όριο στις τιμές, ανακοίνωσαν από κοινού οι υπουργοί Οικονομικών των ΗΠΑ, της M. Βρετανίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, του Καναδά και της Ιαπωνίας. Το επίπεδο του πλαφόν θα αποφασιστεί σε μελλοντικές συνομιλίες με όλους τους συμμετέχοντες, συμπεριλαμβανομένων χωρών εκτός της ομάδας των Επτά. Πληροφορίες θέλουν τη Δύση να επιδιώκει τη συμμετοχή της Ινδίας, η οποία όμως ήδη προμηθεύεται ρωσικό πετρέλαιο σε ελκυστικότερο αντίτιμο από τις διεθνείς τιμές.
Στο αντίποδα αυτών των εξελίξεων, ο ΟΠΕΚ+, όπου συμμετέχει η Ρωσία, θα πραγματοποιήσει τηλεδιάσκεψη με αντικείμενο το ενδεχόμενο μειώσεων στην ημερήσια παραγωγή των κρατών-μελών. Το ενδεχόμενο αυτό οδήγησε την Παρασκευή σε άνοδο τις τιμές του αργού πετρελαίου και του Μπρεντ, ύστερα από την πτώση τους κατά τη διάρκεια των προηγούμενων εβδομάδων, με απώλειες 30% από τα υψηλά επίπεδα του 2022 λόγω φόβων για ύφεση στην παγκόσμια οικονομία από την πρωτοφανή αύξηση του πληθωρισμού, τη γεωπολιτική αβεβαιότητα και τα νέα περιοριστικά μέτρα στην Κίνα για την ανάσχεση των κρουσμάτων Covid-19. Ωστόσο, η τιμή του Μπρεντ, παραδείγματος χάριν, παραμένει αυξημένη στα 93,5 δολάρια το βαρέλι από τα 67,4 δολάρια που ίσχυαν αρχές Ιανουαρίου του 2020, δηλαδή προ πανδημίας.
Κάθε εκτίμηση για την πορεία των τιμών του μαύρου χρυσού είναι ακόμη πρώιμη. Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντιμίτρι Πέσκοφ χαρακτήρισε «παράλογη» την πρωτοβουλία των G7, θεωρώντας πως θα οδηγήσει σε «αποσταθεροποίηση των αγορών πετρελαίου». Ο Γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, παραδέχτηκε πως θα λειτουργήσει μόνον σε παγκόσμιο επίπεδο. Διαφορετικά, συμπλήρωσε ο ίδιος, «δεν θα καταλήξει πουθενά».
Επιφυλάξεις από το Ριάντ
Εκτός της επιρροής που ασκεί στον ΟΠΕΚ+, το Κρεμλίνο ξεκαθάρισε πως δεν θα πουλά πετρέλαιο σε καμία χώρα που θα υιοθετεί τον μηχανισμό των G7 για το πλαφόν στις τιμές. Δεδομένου ότι η Ρωσία βρίσκεται στην 3η θέση της παγκόσμιας κατάταξης με τις μεγαλύτερες πετρελαιοπαραγωγούς χώρες μετά τις ΗΠΑ και τη Σαουδική Αραβία, το Ριάντ εξέφρασε επιφυλάξεις για τη δυνατότητα να αναπληρωθεί ο ρόλος της σε μια περίοδο που υπάρχει περιορισμένη πλεονάζουσα ικανότητα, παγκοσμίως. Ένα πλαφόν στις τιμές αναμένεται να επιβληθεί ταυτόχρονα με το εμπάργκο της ΕΕ στο 90% των εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου προς τα τέλη του έτους, σύμφωνα με πηγές των Financial Times.
Το φυσικό αέριο και η σκιά της ύφεσης πάνω από την Ευρώπη
Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο ρωσικός κολοσσός της Gazprom, προχωρώντας σε μια αιφνιδιαστική κίνηση, ανακοίνωσε το βράδυ της Παρασκευής πως λόγω νέου τεχνικού προβλήματος δεν μπορούν να επανεκκινήσουν οι ροές φυσικού αερίου μέσω του Nord Stream, όπως ήταν προγραμματισμένο να γίνει σήμερα τα ξημερώματα. Όλα αυτά την ώρα που τα σενάρια μιας ύφεσης στην Ευρώπη ή ακόμη και στην παγκόσμια οικονομία πηγάζουν από τη μεγάλη άνοδο των τιμών στην ενέργεια και ειδικότερα του φυσικού αερίου. Γι’ αυτό ο Φρανσίσκο Μπλαντς, επικεφαλής ερευνών στον τομέα εμπορευμάτων και παραγώγων της Bank of America, θεωρεί πως οι προτάσεις της Κομισιόν για τη συγκράτηση του κόστους ενέργειας είναι απαραίτητες για να εξισορροπηθεί η μεγάλη άνοδος των τιμών. Με την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος στα 1.000 ευρώ τη μεγαβατώρα, που ήταν το ιστορικό υψηλό που σημειώθηκε τέλη Αυγούστου στη Γερμανία, ή έστω και στα 420 ευρώ που υποχώρησε την Παρασκευή είναι δύσκολο να σηκώσει αυτό το βάρος η οικονομία, εξήγησε ο Μπλαντς στο τηλεοπτικό δίκτυο του Bloomberg.
Όσο η Gazprom χειραγωγεί την προσφορά φυσικού αερίου στην Ευρώπη, επηρεάζοντας ασύμμετρα τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, χρειάζεται μια εξισορρόπηση αυτής της εξωφρενικής ανόδου. Ήδη στα 420 ευρώ τη μεγαβατώρα, οι τιμές παραμένουν δέκα φορές υψηλότερες από τον μέσον όρο της τελευταίας δεκαετίας. Εντούτοις, η ΕΕ καλείται να αποσαφηνίσει τα σχέδιά της στη συνάντηση των υπουργών Ενέργειας την ερχόμενη Παρασκευή.