THEPOWERGAME
Εξαρτάται από ποια οπτική γωνία και σε τι βάθος χρόνου αξιολογεί κανείς την κατάσταση. Αφενός οι τιμές σε μια μεγάλη ομάδα εμπορευμάτων από τον χαλκό έως το σιτάρι έχουν υποχωρήσει από την κορύφωση του Μαρτίου και μετέπειτα του Μαΐου. Αφετέρου το κόστος της ενέργειας και των αγροτικών εμπορευμάτων εξακολουθεί να είναι υψηλότερο από πέρσι και να απέχει μακράν από τα προ πανδημίας επίπεδα.
Η πρόσφατη υποχώρηση των τιμών στα εμπορεύματα πηγάζει από προβλέψεις για ύφεση στην παγκόσμια οικονομία, η οποία μόλις είχε αρχίσει να ανακάμπτει από την πανδημική κρίση. Όμως, η γεωπολιτική αβεβαιότητα που πηγάζει από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ιδιαίτερα σε ότι αφορά την επάρκεια ενέργειας και τροφίμων στον κόσμο, αναχαιτίζει μια ουσιαστική εξομάλυνση των τιμών καθώς εξακολουθεί να υπάρχει έντονη ανησυχία για το κόστος διαβίωσης. Την ίδια ώρα, η αύξηση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες αλλάζει απότομα τα δεδομένα όταν ο κόσμος είχε συνηθίσει σε μια άφθονη ρευστότητα όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Η προοπτική για πλούσια παραγωγή οδηγεί χαμηλότερα το σιτάρι
Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι η τιμή του σιταριού. Το σιτάρι στο χρηματιστήριο του Σικάγο είναι ακριβότερο τουλάχιστον 28% από πέρσι αλλά υποχώρησε τον Ιούλιο πάνω από 15% στα 8,3 δολάρια το μπούσελ αντί των 12,8 δολαρίων στα μέσα Μαΐου. Αν και ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ανατρέψει τις ισορροπίες στο παγκόσμιο εμπόριο τροφίμων, οι τελευταίες εκτιμήσεις θέλουν μια πλούσια παραγωγή στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Αυστραλία χάρις στις ευνοϊκές καιρικές συνθήκες.
Με τη δίοδο των εμπορικών πλοίων να παραμένει μπλοκαρισμένη από τη Μαύρη Θάλασσα, το Κίεβο αξιοποιεί εναλλακτικές από το σιδηροδρομικό δίκτυο και τους ποταμούς της για να εξάγει σιτηρά. Μερίδα αναλυτών τονίζει, στο μεταξύ, πως οι αποστολές σιτηρών από τη Ρωσία παραμένουν λίγο έως πολύ ανέπαφες παρά τη διεθνή κατακραυγή για την εισβολή στην Ουκρανία από το Κρεμλίνο. Από μια πλευρά, ο ανεπτυγμένος κόσμος δεν έχει επιβάλει κυρώσεις στον αγροτικό κλάδο της Ρωσίας προκειμένου να μην σταθεί εμπόδιο στις προμήθειες τροφίμων. Από την άλλη πλευρά δεν είναι βέβαιο εάν οι εξαγωγές θα είναι υψηλές λόγω του δισταγμού ορισμένων τραπεζών και των ναυτιλιακών εταιρειών να συνεργαστούν με Ρώσους παραγωγούς.
Ανάλογη είναι η πορεία των τιμών του ρυζιού, του καφέ ή του βαμβακιού, παρουσιάζοντας πτώση από 5% έως 20% στο διάστημα του τελευταίου μηνός αλλά με κέρδη έως και 40% από τις αρχές του έτους. Σ΄ ότι αφορά τα βιομηχανικά μέταλλα, η κατακόρυφη πτώση του χαλκού απεικονίζει τους φόβους για ύφεση στην παγκόσμια οικονομία καθώς οι κεντρικές τράπεζες προχωρούν στην αύξηση του κόστους δανεισμού για να συγκρατήσουν την αύξηση του βιοτικού επιπέδου στα νοικοκυριά.
Χαλκός: ένας άτυπος οικονομικός δείκτης
Την περασμένη εβδομάδα, οι τιμές υποχώρησαν στο χαμηλό 16μήνου και κατέγραψαν απώλειες άνω του 11% το τελευταίο δεκαπενθήμερο. Επειδή ο χαλκός είναι απαραίτητος στον κατασκευαστικό κλάδο, τα ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα ή τις υποδομές για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, χρησιμεύει ως άτυπος δείκτης για την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας.
Η δυναμική επάνοδος των καταναλωτών μετά τα lockdown της πανδημίας έδωσε τη θέση της σε μια επιφυλακτικότητα λόγω της αύξησης των καθημερινών δαπανών, γεγονός που έχει γίνει αντιληπτό από τις εταιρείες παροχής υπηρεσιών και τους παραγωγούς μη βασικών προϊόντων, είχε σχολιάσει την περασμένη εβδομάδα ο επικεφαλής οικονομολόγος της S&P Global Market Intelligence.
Παρομοίως, αν και το κόστος ενέργειας παραμένει πολλαπλάσιο σε σχέση με έναν χρόνο πριν, οι τιμές του πετρελαίου και του άνθρακα απώλεσαν από 2,7% έως και 4,8% της αξίας τους. Όμως η οικονομική αστάθεια της τρέχουσας συγκυρίας αποκρυσταλλώνεται από την πεισματική άνοδο των τιμών φυσικού αερίου στις αγορές της Βρετανίας και της Ολλανδίας. Εκεί κυμαίνονται στο υψηλό πενταμήνου και τετράμηνου, αντίστοιχα. Με τη Ρωσία να περιορίζει τις ροές στην Ευρώπη και τις απεργιακές κινητοποιήσεις των εργαζομένων στον ενεργειακό κλάδο της Νορβηγίας να απειλούν μια μεγαλύτερη μείωση της προσφοράς, οι τιμές κινήθηκαν τη Δευτέρα στα 162,94 τη μεγαβατώρα. Με το κόστος του φυσικού αερίου να είναι υψηλό, η προοπτική μιας σταθερής αποσυμπίεσης των τιμών παραμένει απόμακρη.