THEPOWERGAME
Η αλλαγή ηγεσίας στο Χρηματιστήριο Αθηνών έρχεται σε μια κομβική στιγμή για την ελληνική χρηματιστηριακή αγορά αλλά και την ελληνική oικονομία.
Μετά από μια πολυετή κρίση, η χώρα εισέρχεται σε μια περίοδο ανάπτυξης, που την χρειάζεται περισσότερο από κάθε άλλο, για να ανακτήσει τον πλούτο που χάθηκε την τελευταία δεκαετία. Η φιλοδοξία της νέας διοίκησης είναι το Χρηματιστήριο να αποτελέσει μια σημαντική πηγή χρηματοδότησης της ανάπτυξης.
Ο βασικός στόχος του νέου διευθύνοντος συμβούλου Γιάννου Κοντόπουλου
Η δημιουργία ενός ελκυστικού περιβάλλοντος της κεφαλαιαγοράς με ένα συνεχές ρεύμα νέων εισαγωγών αλλά και άντλησης κεφαλαίων, ξεπερνώντας τον φαύλο κύκλο της χαμηλής ρευστότητας και της έλλειψης IPOs, είναι ο βασικός στόχος του νέου διευθύνοντος συμβούλου του Χρηματιστήριου Αθηνών, Γιάννου Κοντόπουλου, όπως ανέφερε σε εκδήλωση γνωριμίας τους με παράγοντες του χρηματοπιστωτικού και επιχειρηματικού χώρου,
Ασφαλώς και η αναφορά του στη σημασία στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων μέσω της αναβάθμισης της Εναλλακτικής Αγοράς (ΕΝΑ), δεν μπορεί από μόνη της να προσελκύσει την υψηλή ρευστότητα που απαιτείται για την αναβάθμιση του ελληνικού Χρηματιστηρίου.
Όπως εκτιμούν χρηματιστηριακοί παράγοντες η προσέλκυση κεφαλαίων για αύξηση της ρευστότητας της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς είναι ένα δύσκολο και επίμονο εγχείρημα, το οποίο για να επιτύχει απαιτείται εισροή υψηλών κεφαλαίων από το εξωτερικό.
Προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο νέος διευθύνων σύμβουλος του Χρηματιστηρίου έχει ήδη χτίσει ένα εκτεταμένο διεθνές δίκτυο επαφών με μεγάλους και σημαντικούς επενδυτικούς οίκους ανά τον κόσμο, μετά από μία μακριά και επιτυχημένη διεθνή εμπειρία στις παγκόσμιες κεφαλαιαγορές. Έχει εργαστεί σε ανώτερες διευθυντικές θέσεις της χρηματαγοράς στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο και στην Αθήνα. Ξεκίνησε την καριέρα του στη Wall Street kai στην Salomon Brothers.
Έχει διατελέσει Managing Director σε δύο από τις μεγαλύτερες διεθνείς τράπεζες επενδύσεων, όπως η UBS και η Merrill Lynch, όπου δημιούργησε και διηύθυνε μεγάλες ομάδες κορυφαίων αναλυτών.
Στην Ελλάδα, έχει εργαστεί ως Chief Investment Officer της Eurobank καθώς και ως διευθύνων σύμβουλος της Eurobank Asset Management, της μεγαλύτερης εταιρείας διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων στη χώρα. Έχει εργαστεί επίσης και σε καίριες θέσεις σε hedge funds του εξωτερικού με επενδύσεις αρκετών δισ. στην παγκόσμια αγορά.
Αυτές οι επαφές του νέου διευθύνοντος συμβούλου του Χ.Α είναι σημαντικές στην προσπάθεια προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων, αλλά θα πρέπει να αλλάξουν ακόμη πολλά στην ελληνική κεφαλαιαγορά.
Το ελληνικό χρηματιστήριο είναι το μόνο χρηματιστήριο της Ευρωζώνης που είναι υποβαθμισμένο από το 2013 και βρέθηκε από τις Ανεπτυγμένες Αγορές στις Αναδυόμενες ταυτόχρονα και από τους δυο σημαντικότερους δείκτες που παρακολουθούν οι παγκόσμιοι επενδυτές – τον MSCI, με ενεργητικό 12 τρισ. ευρώ και τον Russel index, με ενεργητικό 2 τρισ. ευρώ.
Βασικός λόγος ήταν η μεγάλη πτώση του όγκου συναλλαγών, με τη ρευστότητα της αγοράς να μειώνεται, το 2013, περισσότερο από το μισό σε σχέση με το 2010, δείχνοντας μία αγορά με προφίλ υψηλότερου λειτουργικού κινδύνου σε σχέση με τις ανεπτυγμένες αγορές.
Όπως υποστηρίζουν εδώ και χρόνια έμπειροι παράγοντες της αγοράς με διεθνή εμπειρία μία βασική κίνηση για αύξηση της ρευστότητας θα ήταν η χρηματιστηριακή αγορά να “πατήσει” πάνω στο μοντέλο της αγοράς ομολόγων.
Οι μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες παγκοσμίως που είναι prιmary dealers στην αγορά ομολόγων θα μπορούσαν, με τα κατάλληλα κίνητρα, να παίξουν σημαντικό ρόλο στην είσοδο νέων ξένων επενδυτών στο ελληνικό χρηματιστήριο.
Ένας άλλο τρόπος ενίσχυσης της ελληνικής αγοράς είναι να δοθούν κίνητρα για διπλή καταχώριση ελληνικών εταιρειών σε χρηματιστήρια και του εξωτερικού και ταυτόχρονα το Χ.Α. να προσεγγίσει μικρομεσαίες εταιρείες εισηγμένες σε ξένα χρηματιστήρια και να τις προσελκύσει σε παράλληλη εισαγωγή και στο ελληνικό χρηματιστήριο.
Τέλος η μείωση του κόστους εισαγωγής μιας εταιρείας στο Ελληνικό Χρηματιστήριο αλλά και τού κόστος διατήρησής της στο χρηματιστήριο είναι βασική προϋπόθεση για προσέλκυση νέων επιχειρήσεων.
Από το 2000 έως και σήμερα περίπου 300 εταιρείες έχουν πάρει τον δρόμο της εξόδου από τη χρηματιστηριακή αγορά και ένα βασικός λόγος για πολλές από αυτές που έφυγαν είναι το υψηλό κόστος παραμονής τους στο Χρηματιστήριο.