THEPOWERGAME
«Θέλω να μιλήσω για ευχάριστα πράγματα, φίλε!» δήλωσε ο πρόεδρος Joe Biden στις αρχές Ιουλίου, όταν οι δημοσιογράφοι τον ρώτησαν για την επικείμενη απόσυρση των τελευταίων αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν, η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί κάποια στιγμή μέσα στις επόμενες εβδομάδες.
Δεν είναι καθόλου περίεργο που θέλει να αλλάξει θέμα: Η Αμερική πολεμάει στο Αφγανιστάν εδώ και 20 χρόνια έχοντας δαπανήσει περισσότερα από 2 τρισ δολάρια.
Έχει χάσει χιλιάδες δικούς της στρατιώτες, αλλά και υπήρξε και μάρτυρας του θανάτου δεκάδων χιλιάδων Αφγανών – στρατιωτών και αμάχων. Σήμερα η Αμερική βάζει τέλος στη θλιβερή αυτή περιπέτεια, χωρίς να έχει να παρουσιάσει σχεδόν τίποτα ως αντιστάθμισμα.
Είναι αλήθεια ότι η Αλ Κάιντα, η οποία πυροδότησε τον πόλεμο σχεδιάζοντας τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου από το Αφγανιστάν, αν και δεν έχει εξαρθρωθεί εντελώς, δεν αποτελεί πλέον μεγάλη δύναμη στη χώρα.
Αλλά μέχρι εκεί. Άλλες αντιαμερικανικές τρομοκρατικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένου ενός κλάδου του Ισλαμικού Κράτους, συνεχίζουν να δρουν στο Αφγανιστάν.
Οι ζηλωτές των Ταλιμπάν, οι οποίοι υπέθαλπταν τον Osama bin Laden και οι οποίοι ανατράπηκαν από τις υποστηριζόμενες από τους Αμερικανούς δυνάμεις μετά την 11η Σεπτεμβρίου, επέστρεψαν θεαματικά.
Ελέγχουν πλήρως τη μισή περίπου χώρα και απειλούν να κατακτήσουν την υπόλοιπη. Η δημοκρατική, φιλοδυτική κυβέρνηση, η οποία δημιουργήθηκε με τόσο αμερικανικό αίμα και χρήμα, είναι διεφθαρμένη, ευρέως απαξιωμένη και σε συνεχή υποχώρηση.
Θεωρητικά, οι Ταλιμπάν και η υποστηριζόμενη από τους Αμερικανούς κυβέρνηση διαπραγματεύονται μια ειρηνευτική συμφωνία, σύμφωνα με την οποία οι αντάρτες καταθέτουν τα όπλα και συμμετέχουν σε ένα επανασχεδιασμένο πολιτικό σύστημα.
Στην καλύτερη περίπτωση, η ισχυρή αμερικανική υποστήριξη προς την κυβέρνηση, τόσο οικονομική όσο και στρατιωτική (με τη μορφή συνεχιζόμενων αεροπορικών επιδρομών κατά των Ταλιμπάν), σε συνδυασμό με την τεράστια πίεση στους φίλους των ανταρτών, όπως στο Πακιστάν, θα μπορούσε να επιτύχει την επίτευξη κάποιας μορφής συμφωνίας διαμοιρασμού της εξουσίας.
Αλλά κι αυτό να συμβεί – οι πιθανότητες είναι μάλλον ελάχιστες – θα είναι καταθλιπτικό.
Οι Ταλιμπάν παραμένουν προσκολλημένοι στο καθεστώς της βάναυσης θεοκρατίας που επέβαλαν κατά την προηγούμενη θητεία τους στην εξουσία, όταν περιόριζαν τις γυναίκες στα σπίτια τους, εμπόδιζαν τα κορίτσια να πάνε σχολείο και επέβαλαν σκληρές τιμωρίες για αμαρτήματα όπως το να φοράνε λάθος ρούχα ή να ακούνε λάθος μουσική.
Πιο πιθανό από οποιαδήποτε συμφωνία, ωστόσο, είναι οι Ταλιμπάν να προσπαθήσουν να χρησιμοποιήσουν τις νίκες τους στο πεδίο της μάχης για να ανατρέψουν την κυβέρνηση με τη βία.
Έχουν ήδη καταλάβει μεγάλο μέρος της υπαίθρου, ενώ οι κυβερνητικές μονάδες περιορίζονται κυρίως στις πόλεις και τα χωριά.
Τα αποκαρδιωμένα κυβερνητικά στρατεύματα εγκαταλείπουν τις θέσεις τους. Αυτή την εβδομάδα πάνω από 1.000 στρατιώτες διέφυγαν από τη βορειοανατολική επαρχία Μπανταχσάν στο γειτονικό Τατζικιστάν.
Οι Ταλιμπάν δεν έχουν καταφέρει ακόμη να καταλάβουν και να κρατήσουν καμία πόλη και ίσως δεν έχουν το ανθρώπινο δυναμικό για να το κάνουν σε πολλά μέρη ταυτόχρονα.
Μπορεί να προτιμούν να στραγγαλίζουν την κυβέρνηση αργά παρά να της επιτεθούν κατά μέτωπο. Αλλά η δυναμική είναι σαφώς με το μέρος τους.
Εν τέλει, ο εμφύλιος πόλεμος είναι πιθανό να ενταθεί, καθώς οι Ταλιμπάν κεφαλαιοποιούν το πλεονέκτημά τους, ενώ η κυβέρνηση παλεύει για τη ζωή της.
Άλλες χώρες – η Κίνα, η Ινδία, το Ιράν, η Ρωσία και το Πακιστάν – θα προσπαθήσουν να καλύψουν το κενό που αφήνει η Αμερική. Κάποιες θα διοχετεύσουν χρήματα και όπλα σε φιλικά προσκείμενους πολέμαρχους.
Το αποτέλεσμα θα είναι ακόμη περισσότερη αιματοχυσία και καταστροφή σε μια χώρα που βιώνει πολεμικές συγκρούσεις ακατάπαυστα, για περισσότερα από 40 χρόνια.
Όσοι ανησυχούν για πιθανά αντίποινα εναντίον των ντόπιων που εργάστηκαν ως μεταφραστές για τους Αμερικανούς, δεν βλέπουν παρά μια μεγάλη εικόνα: Η Αμερική εγκαταλείπει μια ολόκληρη χώρα σχεδόν 40 εκατομμυρίων ανθρώπων σε μια φρικτή μοίρα.
Δεν χρειαζόταν να γίνει έτσι. Τα τελευταία έξι χρόνια, λιγότεροι από 10.000 Αμερικανοί στρατιώτες, συν ένας ανάλογος αριθμός από άλλες χώρες του ΝΑΤΟ, έχουν στηρίξει τον αφγανικό στρατό αρκετά ώστε να διατηρηθεί το status quo.
Οι αμερικανικές απώλειες είχαν πέσει σχεδόν στο μηδέν. Στην Αμερική, ο πόλεμος, ο οποίος παλαιότερα προκαλούσε το μένος των ψηφοφόρων, έγινε πολιτικά αδιάφορος.
Από τότε που έγινε πρόεδρος, ο κ. Biden επικεντρώθηκε, δικαίως, στις απειλές που προέρχονται από την Κίνα και τη Ρωσία.
Όμως η αμερικανική ανάπτυξη στρατευμάτων στο Αφγανιστάν είχε μειωθεί τόσο πολύ που δεν δημιουργούσε κανένα εμπόδιο.
Η νέα αμερικανική κυβέρνηση θεωρεί το μακρόχρονο τέλμα ως απόδειξη ότι δεν έχει νόημα να παραμείνει στο Αφγανιστάν. Αλλά για τους Αφγανούς, τους οποίους προστάτευε από τους Ταλιμπάν, αυτό το τέλμα ήταν πολύτιμο.
Θα υπάρξουν πολλές και μακροχρόνιες συζητήσεις για το πόσο η απόσυρση μειώνει την αξιοπιστία και το κύρος της Αμερικής.
Παρ’ όλο τον πλούτο και τη στρατιωτική της δύναμη, η Αμερική απέτυχε όχι μόνο να δημιουργήσει ένα ισχυρό, αυτάρκες αφγανικό κράτος, αλλά και να νικήσει ένα αποφασισμένο αντάρτικο.
Επιπλέον, προς έκπληξη και απογοήτευση πολλών Αφγανών αξιωματούχων, η Αμερική δεν είναι πλέον διατεθειμένη να στηρίξει τον υποτιθέμενο σύμμαχό της, την αφγανική κυβέρνηση.
Τα εχθρικά καθεστώτα σε χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία θα το έχουν καταγράψει – όπως και οι φίλοι της Αμερικής.
Όσα ειπώθηκαν, δεν καθιστούν το Αφγανιστάν ένα δεύτερο Βιετνάμ. Πρώτον, ο πόλεμος στο Αφγανιστάν δεν αποτέλεσε ποτέ το επίκεντρο του Πενταγώνου ή του έθνους.
Τα αμερικανικά στρατεύματα βρίσκονται στο Αφγανιστάν πολύ περισσότερο από ότι στο Βιετνάμ, αλλά οι στρατιώτες που έχασαν τη ζωή τους είναι λιγότεροι.
Άλλα γεγονότα, από τον πόλεμο στο Ιράκ έως την παγκόσμια οικονομική κρίση, έμοιαζαν πάντοτε πιο σημαντικά από όσα συνέβαιναν στην Κανταχάρ.
Και οι Αμερικανοί πολιτικοί και ειδήμονες ταλανίζονταν για το αν θα μείνουν ή θα φύγουν για τόσο πολύ καιρό που, τώρα που η απόσυρση είναι πλέον πραγματικότητα, έχασε τη δύναμή της να σοκάρει.
Στο βαθμό που οι ξένοι το βλέπουν ως ένδειξη αμερικανικής αδυναμίας, η αδυναμία αυτή είναι εμφανής εδώ και πολύ καιρό.
Η δυσάρεστη πραγματικότητα
Ωστόσο, σοκαριστική ή όχι, η απόσυρση είναι καταστροφική για το λαό του Αφγανιστάν.
Το 2001 πολλοί ήλπιζαν ότι η Αμερική θα μπορούσε να τερματίσει τον 20ετή εμφύλιο πόλεμό και να απελευθερώσει το λαό του Αφγανιστάν από μια ασφυκτική, δογματική θεοκρατία.
Για ένα διάστημα, φάνηκε να γίνεται, αλλά σήμερα οι ζωές των απλών Αφγανών είναι πιο ανασφαλείς από ποτέ.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών και ακαδημαϊκών, πέρυσι, οι απώλειες μεταξύ των αμάχων ήταν σχεδόν 30% υψηλότερες από ό,τι το 2001, όταν άρχισε η ανάπτυξη των αμερικανικών στρατευμάτων.
Η οικονομία δεν είναι μεγαλύτερη απ’ ότι πριν από μια δεκαετία.
Και οι μουλάδες δεν βρίσκονται απλά στις πύλες της Καμπούλ- οι δολοφόνοι τους βρίσκονται μέσα, στοχοποιώντας σιίτες, κοσμικούς, γυναίκες με σημαντικές θέσεις εργασίας – οποιονδήποτε προσβάλλει την στενόμυαλη κοσμοθεωρία τους.
Η Αμερική δεν επρόκειτο ποτέ να λύσει όλα τα προβλήματα του Αφγανιστάν, αλλά το να αφήσει τη χώρα πίσω στο σημείο μηδέν είναι μια αποτυχία που εγείρει ανησυχίες.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά βρίσκεται στο www.economist.com