THEPOWERGAME
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε την Τρίτη την έναρξη έρευνας εναντίον της Google για πρακτικές κατά του ανταγωνισμού στις τεχνολογίες διαφημιστικής προβολής στο διαδίκτυο.
Η Google “είναι παρούσα σε σχεδόν όλα τα επίπεδα της αλυσίδας τροφοδοσίας σε ό,τι αφορά τη διαφημιστική προβολή στο διαδίκτυο. Φοβόμαστε μήπως καταστήσει την άσκηση του ανταγωνισμού (…) πιο δύσκολη για τις ανταγωνιστικές υπηρεσίες”, ανέφερε σε ανακοίνωση η Επίτροπος Ανταγωνισμού Μαργκρέτε Βεστάγκερ.
Η Google παρέχει πολλές υπηρεσίες τεχνολογίας που παίζουν έναν ρόλο ενδιάμεσου ανάμεσα στους διαφημιστές και τους συντάκτες για την προβολή διαφημιστικών ανακοινώσεων στους διαδικτυακούς ιστότοπους ή σε εφαρμογές για κινητά.
“Ένας δίκαιος ανταγωνισμός είναι σημαντικός — ώστε οι διαφημιστές να μπορούν να φθάσουν στους καταναλωτές στους ιστότοπους των συντακτών και ταυτόχρονα για να μπορούν οι συντάκτες να πουλήσουν χώρους στους διαφημιστές– προκειμένου να δημιουργήσουν εισοδήματα και να χρηματοδοτήσουν τα περιεχόμενα”, εξήγησε η Βεστάγκερ.
Η έρευνα της Επιτροπής θα έχει ως επίκεντρο τη διαφημιστική προβολή, τομέα στον οποίο η Google προτείνει αρκετές υπηρεσίες.
“Η έναρξη μιας επίσημης έρευνας δεν προδικάζει το αποτέλεσμά της”, υπογράμμισαν οι Βρυξέλλες. Καμία νομική προθεσμία δεν προβλέπεται για το κλείσιμο μιας τέτοιας διαδικασίας, με τη διάρκεια των ερευνών να ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό ανάλογα κυρίως με την πολυπλοκότητα των υποθέσεων.
“Θα συνεχίσουμε να δεσμευόμαστε με εποικοδομητικό τρόπο με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκειμένου να απαντήσουμε στις ερωτήσεις της και να καταδείξουμε τα πλεονεκτήματα των προϊόντων μας για τις επιχειρήσεις και τους Ευρωπαίους καταναλωτές”, δήλωσε εκπρόσωπος της Google.
“Χιλιάδες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν κάθε μέρα τα διαφημιστικά προϊόντα μας προκειμένου να φθάσουν σε νέους πελάτες και για να χρηματοδοτήσουν τους διαδικτυακούς ιστοτόπους τους. Τα επιλέγουν γιατί είναι ανταγωνιστικά και αποτελεσματικά”, ανέφερε.
Το 2019, οι δαπάνες που κατευθύνθηκαν στη διαφημιστική προβολή στο διαδίκτυο στην ΕΕ ανέρχονταν περίπου σε 20 δισεκ. ευρώ.