THEPOWERGAME

Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, και παρά τα πολλαπλά σοκ, όπως η πανδημία και η ενεργειακή κρίση, η ελληνική οικονομία έχει επιδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, υπογραμμίζει σε έκθεσή της η DBRS. Η ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ έχει ξεπεράσει τον μέσο όρο της Ευρωζώνης κάθε χρόνο από το 2021, με τις τελευταίες προβλέψεις να δείχνουν τη συνέχιση αυτής της τάσης.
Κατά την άποψή του καναδικού οίκου, αυτό οφείλεται τόσο στην ανάκαμψη μετά από χρόνια αρνητικής ανάπτυξης όσο και στη βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών της οικονομίας, λόγω δημοσιονομικών και οικονομικών προσαρμογών. Σήμερα, η οικονομική επίδοση της Ελλάδας είναι περισσότερο προσανατολισμένη στις εξαγωγές και τις επενδύσεις, λιγότερο εξαρτημένη από την κατανάλωση και το χρέος, και παρουσιάζει λιγότερες ανισορροπίες σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν.
Η οικονομική δραστηριότητα αυξήθηκε κατά 2,3% σε ετήσια βάση το 2023, και το πραγματικό ΑΕΠ εκτιμάται ότι αυξήθηκε πάνω από 2,0% το περασμένο έτος, υποστηριζόμενο από την ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση, την αύξηση των εξαγωγών και των επενδύσεων. Παρότι υπάρχει υψηλός βαθμός αβεβαιότητας, η ελληνική οικονομία πιθανότατα θα συνεχίσει να υπεραποδίδει σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης και φέτος, καθώς η ανάκαμψη και η ανθεκτικότητα υποστηρίζονται από τις εισροές ευρωπαϊκών κονδυλίων, τη δυναμική ιδιωτική κατανάλωση και έναν ενισχυμένο τραπεζικό τομέα.
Οι αναδυόμενες προκλήσεις, όπως οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι, πιθανότατα θα δοκιμάσουν την οικονομική ανθεκτικότητα της Ελλάδας στο μέλλον. Αυτό θα απαιτήσει εγρήγορση για την προώθηση μεταρρυθμίσεων που θα διευκολύνουν τη μετάβαση σε ένα πιο διαφοροποιημένο και βιώσιμο οικονομικό μοντέλο, σημειώνει η DBRS.
Ελληνική οικονομία: Οι παράγοντες που οδήγησαν σε παρατεταμένη κρίση
Η παρατεταμένη κρίση της Ελλάδας ξεκίνησε το 2009 και είχε ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του πραγματικού ΑΕΠ κατά περίπου 26% έως το 2018. Μετά από μια περίοδο χαμηλής ανάπτυξης μεταξύ 1980-1995, η ένταξη στην ευρωζώνη σηματοδότησε μια φάση ισχυρής ανάπτυξης, με έναν μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ κοντά στο 4% από το 1996 έως το 2007. Αυτή η ανάπτυξη υποστηρίχθηκε από χαμηλό κόστος δανεισμού, σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία και περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού.
Ωστόσο, η ανάπτυξη αυτής της φαινομενικά δυναμικής οικονομίας βασίστηκε κυρίως στην πιστωτική επέκταση, που τροφοδοτήθηκε από εξωτερικές πηγές, οδηγώντας σε μη βιώσιμα δημοσιονομικά και εξωτερικά ελλείμματα. Η ανάπτυξη που στηρίχθηκε στην κατανάλωση οδήγησε σε σημαντική αύξηση της ζήτησης για κατοικίες, λιανικά αγαθά και υπηρεσίες, προκαλώντας άνοδο στους μη εμπορεύσιμους τομείς της οικονομίας, όπως η αγορά ακινήτων, οι κατασκευές, ο τραπεζικός κλάδος και το λιανικό εμπόριο. Η ιδιωτική κατανάλωση αποτέλεσε τον βασικό συντελεστή του πραγματικού ΑΕΠ την περίοδο 1995-2000, αντιπροσωπεύοντας το 68% του ΑΕΠ, ενώ οι συνολικές εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ ανήλθαν περίπου στο 17%, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος της ΕΕ για την ιδιωτική κατανάλωση και τις εξαγωγές ήταν 55% και 26%, αντίστοιχα, για την ίδια περίοδο.
Αυτή η τάση συνεχίστηκε και μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη το 2001. Παρά τα αναμενόμενα οφέλη από την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος, όπως η σταθερότητα των τιμών, η σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία, το χαμηλό κόστος συναλλαγών και η βαθύτερη χρηματοοικονομική ενοποίηση, οι συνολικές εξαγωγές και ιδιαίτερα οι εξαγωγές αγαθών παρέμειναν σε χαμηλά επίπεδα. Την περίοδο 2001-2008, οι συνολικές εξαγωγές ανήλθαν στο 20% του ΑΕΠ, έναντι 32% για την ΕΕ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η αύξηση των μισθών στους μη εμπορεύσιμους τομείς ήταν ραγδαία, οδηγώντας σε υψηλότερες τιμές σε όλη την οικονομία και μειώνοντας τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας. Στην περίοδο 2000-2008, το μοναδιαίο κόστος εργασίας αυξήθηκε σχεδόν κατά 32%. Αυτή η εξέλιξη επιδεινώθηκε από τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, όπως η γραφειοκρατία στον δημόσιο τομέα, η ακαμψία της αγοράς εργασίας, οι κλειστές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών και το αναποτελεσματικό φορολογικό σύστημα.
Η Ελλάδα παρουσίασε επίσης έντονη αύξηση των επενδύσεων, με τον ακαθάριστο σχηματισμό πάγιου κεφαλαίου να ανέρχεται κατά μέσο όρο στο 25% την περίοδο 2001-2008, έναντι 22% για την ΕΕ. Ωστόσο, οι επενδύσεις επικεντρώθηκαν κυρίως σε μη παραγωγικούς τομείς, όπως η αγορά ακινήτων, οδηγώντας σε μη βιώσιμη πιστωτική επέκταση και, τελικά, σε υψηλές δημοσιονομικές ανισορροπίες. Αυτή η τάση ανατράπηκε από την κρίση χρέους, την πολιτική αστάθεια και παράγοντες όπως το χαμηλότερο πολιτικό κόστος της μείωσης των δημόσιων επενδύσεων σε σχέση με τις τρέχουσες δαπάνες. Οι συνολικές επενδύσεις μειώθηκαν περίπου στο 11% του ΑΕΠ το 2015.
Έχει γίνει η ελληνική οικονομία πιο ανθεκτική;
Η Ελλάδα εφάρμοσε τρία προγράμματα προσαρμογής από το 2010 έως το 2018, υλοποιώντας μια σειρά από οικονομικές, δημοσιονομικές και χρηματοοικονομικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητα, τη δημοσιονομική της θέση και ενίσχυσαν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας στόχευσαν στην αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, μέσω της καθιέρωσης ευέλικτων μορφών απασχόλησης και της προσαρμογής των μισθών στα επίπεδα παραγωγικότητας. Στην περίοδο 2009-2018, το μοναδιαίο κόστος εργασίας μειώθηκε κατά περίπου 9%, ενώ το ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε στο 9,4% τον Δεκέμβριο του 2024 από 28,1% τον Σεπτέμβριο του 2013.
Έχουν επίσης εφαρμοστεί πολυάριθμες μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας στις αγορές προϊόντων και για το άνοιγμα των μέχρι πρότινος «κλειστών» επαγγελμάτων, ενισχύοντας το επιχειρηματικό περιβάλλον της Ελλάδας. Οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν σημαντικά, φτάνοντας το 44% του ΑΕΠ το 2023 από 22% το 2010, πλησιάζοντας τον μέσο όρο της ΕΕ, που ανέρχεται στο 52%, σύμφωνα με τη Eurostat. Η παρατηρούμενη αύξηση των εισαγωγών οφείλεται κυρίως στην αύξηση των εισαγωγών κεφαλαιουχικών αγαθών, ως αποτέλεσμα της ανόδου της επενδυτικής δραστηριότητας.
Μετά από χρόνια χαμηλών επιπέδων επενδύσεων στην Ελλάδα, ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου (ως ποσοστό του ΑΕΠ) άρχισε να ανακάμπτει σταδιακά από το 2020. Από 12,3% το 2020, οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ ανήλθαν σε 15,2% το 2023 και αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω, υποστηριζόμενες από την υλοποίηση του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0). Παρόλο που οι επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης θα βοηθήσουν την Ελλάδα να μειώσει το χάσμα της με τις ευρωπαϊκές της ομότιμες χώρες τα επόμενα δύο χρόνια, η περαιτέρω αύξηση των επενδύσεων θα εξαρτηθεί και από την ικανότητα του τραπεζικού τομέα να παρέχει πιστώσεις στις επιχειρήσεις, καθώς και από τη δυνατότητα της χώρας να προσελκύσει επενδυτές μεσοπρόθεσμα.
Σε ένα περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας, η συνεχιζόμενη οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις ως προς τη βιωσιμότητα και την ανθεκτικότητά της. Η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας, καθώς και η αξιοποίηση εξωτερικών πόρων, θα υποστηρίξουν περαιτέρω τις προσπάθειες της Ελλάδας να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της κρίσης, να επιλύσει διαρθρωτικές προκλήσεις και να διατηρήσει την ανάπτυξη πέρα από τη λήξη των χρηματοδοτήσεων από το Next Generation EU. Η Morningstar DBRS θα συνεχίσει να παρακολουθεί τις εξελίξεις στην Ελλάδα και τις συνεχιζόμενες προσπάθειες της χώρας για μετάβαση σε ένα πιο αυτοδύναμο μοντέλο ανάπτυξης, σημειώνεται στην έκθεση.
Διαβάστε επίσης
Η Οικονομική Διπλωματία στα Βαλκάνια και οι ελληνικές επενδύσεις των 7,2 δισ.
Καθαρά Δευτέρα 2025: 20% ακριβότερα φέτος τα σαρακοστιανά
Μπορεί η Ευρώπη να αντέξει τέσσερα χρόνια επίθεσης από τον κ. Trump;