THEPOWERGAME
Η γαλακτοβιομηχανία ανεβάζει τον πήχη των προσδοκιών της για τις εξαγωγές φέτας και γιαουρτιού, αναζητώντας δυνατότητες αύξησης της τιμής των προϊόντων που τοποθετούνται στα ράφια των ξένων αλυσίδων σούπερ μάρκετ, ενώ βρίσκεται σε αναβρασμό, εν όψει νέων «μαχών» στο πεδίο του ανταγωνισμού και των διεθνών δικαστηρίων.
Η συμφωνία Mercosur, που θα επιτρέπει την ανταλλαγή προϊόντων μεταξύ ΕΕ και Νότιας Αμερικής χωρίς δασμούς, πιθανοί αμερικανικοί δασμοί, αλλά και κινήσεις άλλων χωρών, όπως η κατοχύρωση από την Τουρκία γιαουρτιού με Προστασία Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ), δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού.
Οι εξαγωγές φέτας και γιαουρτιού τρέχουν ήδη με διψήφιο ρυθμό και οι ελληνικές γαλακτοβιομηχανίες, από την Ελληνικά Γαλακτοκομεία, τη Δέλτα, τη Φάγε, την Κρι-Κρι, τη Μεβγαλ και τη Δωδώνη, μέχρι τη Φάρμα Κουκάκη, την Εβροφάρμα, την Κολιός και μια σειρά άλλες βιομηχανίες και συνεταιρισμούς ανά την Ελλάδα, αυξάνουν τις εξαγωγές τους. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν σημαντικά περιθώρια αύξησης της αξίας που επιστρέφει στη χώρα.
Ο χάρτης των εξαγωγών φέτας και γιαουρτιού
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, που παρακολουθεί και ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Γαλακτοκομικών Προϊόντων (ΣΕΒΓΑΠ), στο εννεάμηνο του 2024 οι ελληνικές εξαγωγές φέτας ανήλθαν σε 633 εκατ. ευρώ, με αύξηση 8,3%. Με μέτριους υπολογισμούς η συνολική αξία το 2024 θα πρέπει να ξεπερνά τα 800-850 εκατ. ευρώ από 700 εκατ. ευρώ το 2023. Η Γερμανία, που είναι ο μεγαλύτερος πελάτης ελληνικής φέτας ΠΟΠ, απορρόφησε στο εννεάμηνο του 2024 εξαγωγές αξίας 180,3 εκατ. ευρώ, μειωμένες κατά 1,5% σε ετήσια βάση. Ακολουθούν η Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και οι ΗΠΑ, με διψήφια αύξηση, αλλά με μερίδια πολύ μικρότερα από αυτό της Γερμανίας (από 87,4 χιλ. ευρώ μέχρι 46,4 χιλ. ευρώ).
Αντίστοιχα στο γιαούρτι, οι ελληνικές εξαγωγές στο εννεάμηνο του 2024 ανέρχονται σε 296,2 εκατ. ευρώ, με αύξηση 18,5%. Λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά μέσο όρο οι εξαγωγές ανά τρίμηνο κινούνται πάνω από τα 100 εκατ. ευρώ, η περσινή χρονιά εκτιμάται ότι έκλεισε πάνω από τα 400 εκατ. ευρώ από 325 εκατ. ευρώ στο σύνολο του 2023. Στο γιαούρτι ο καλύτερος πελάτης είναι η Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, που αντιπροσωπεύουν αγορές συνολικής αξίας πάνω από 1,6 δισ. ευρώ και 1,4 δισ. ευρώ αντίστοιχα, με βάση στοιχεία του μεγάλου παίκτη των ελληνικών εξαγωγών, που είναι η Κρι-Κρι. Οι εξαγωγές μας στο εννεάμηνο του 2024 έτρεχαν στις δύο χώρες με ρυθμό 16% και 25,2% αντίστοιχα, ενώ ακολουθούν Γαλλία, Ολλανδία, Βέλγιο, Γερμανία με μικρότερα μερίδια.
Η στρατηγική της ελληνικής γαλακτοβιομηχανίας για αύξηση των τιμών
Η ελληνική γαλακτοβιομηχανία κινείται στρατηγικά, με στόχο την περαιτέρω ενίσχυση των εξαγωγών φέτας και γιαουρτιού, και μελετά τρόπους για αύξηση της αξίας των προϊόντων και ειδικά της φέτας, της οποίας η παραγωγή δεν μπορεί να ξεπεράσει τους 135-140 χιλ. τόνους ετησίως. «Μπορούμε να πάμε καλύτερα», σημειώνει στο powergame.gr ο πρόεδρος του ΣΕΒΓΑΠ, Χρήστος Αποστολόπουλος, εξηγώντας ότι σκοπός δεν είναι η μαζική παραγωγή, κάτι που εξάλλου δεν μπορεί να γίνει στη φέτα, η οποία ως προϊόν ΠΟΠ παράγεται με συγκεκριμένες προδιαγραφές πρώτης ύλης και διαδικασιών. «Το ζητούμενο είναι να κατανοήσει ο καταναλωτής τη μοναδικότητα του προϊόντος, καθώς παράγεται από γάλα ζώων που τρέφονται στην Ελλάδα, σε περιβάλλον με 1.100 ενδημικά φυτά, έναντι 7 στη Γερμανία και 16 στην Αγγλία», προσθέτει.
Από την άλλη μεριά, για το γιαούρτι, στόχος είναι το άνοιγμα της αγοράς με αντιμετώπιση των απομιμητικών προϊόντων. Προηγήθηκε η δικαστική μάχη στη Χιλή, όπου η Ελλάδα κέρδισε την αναγνώριση της φέτας, όπως και στη Σιγκαπούρη. Η βιομηχανία προετοιμάζεται για την επόμενη μάχη, σύμφωνα με τον κ. Αποστολόπουλο, που παρακολουθεί τις εξελίξεις και στη συμφωνία της ΕΕ με τις χώρες Mercosur, δηλαδή Αργεντινή, Βραζιλία, Παραγουάη και Ουρουγουάη. Σε γενικές γραμμές θεωρεί ότι η συμφωνία είναι στη σωστή κατεύθυνση.
Το μεγάλο μειονέκτημα είναι ότι δίνει δυνατότητα στους παραγωγούς των προϊόντων «μαϊμού» φέτας να τα ονομάζουν «φέτα» για περίοδο 7 ετών. Σύμφωνα με τον κ. Αποστολόπουλο, έχουν υπάρξει πολύ χειρότερες συμφωνίες, όπως με τον Καναδά και τη Νότιο Αφρική, που έχουν δώσει ες αεί το δικαίωμα σε αυτούς τους παραγωγούς να παράγουν «μαϊμού» φέτα και να την ονομάζουν «φέτα». Άρα, εφόσον αυτή η στρέβλωση θα εκλείψει έπειτα από μερικά χρόνια, θα υπάρχει ουσιαστική κατοχύρωση της ονομασίας «φέτα» και εξ αυτού του λόγου η Mercosur θεωρείται καλή συμφωνία.
Τα 7 χρόνια «μουρμούρας» στη φέτα και η νίκη της Τουρκίας
Υπάρχει ωστόσο αμφισβήτηση, δεδομένου ότι 7 χρόνια είναι αρκετά για να εμπεδωθούν αλλαγές στην καταναλωτική συνείδηση και θα απαιτηθεί μεγάλη και δαπανηρή καμπάνια για να αποκατασταθεί η φήμη του προϊόντος, που είναι μοναδικό και παράγεται μόνο στην Ελλάδα.
Εν τω μεταξύ, πρόσφατα η Κομισιόν κατοχύρωσε το γιαούρτι Silifke από την Τουρκία στη λίστα με τα προϊόντα Προστασίας Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ). Το προϊόν θα μπει στις ευρωπαϊκές αγορές, επιστρέφοντας έσοδα και εισροή συναλλάγματος στην Τουρκία. Αν και δεν απειλεί ελληνικά ή ευρωπαϊκά αντίστοιχα προϊόντα, καθώς δεν έχει αναγνωρισιμότητα στη διεθνή αγορά, υπάρχει το ερώτημα πώς η Τουρκία κατοχυρώνει ένα γιαούρτι από κατσικίσιο γάλα ως ΠΓΕ και η Ελλάδα με το «ελληνικό γιαούρτι» (greek yogurt), Νο1 γαλακτοκομικό προϊόν στον κόσμο, δεν έχει καταφέρει κάτι ανάλογο. Η επίσημη αιτιολογία που προβάλλεται από τη γαλακτοβιομηχανία είναι ότι η Ελλάδα κατοχυρώνει τον προϊόν της μόνο και μόνο με την ονομασία greek yogurt, που σηματοδοτεί προέλευση. Αυτό όμως πρέπει να κατοχυρωθεί σε οποιαδήποτε χώρα που παράγει σήμερα το προϊόν, επειδή το greek yogourt έχει γίνει ένα «κοινό όνομα», όπως π.χ. τα λαχανάκια Βρυξελλών, που μπορούν να καλλιεργούνται οπουδήποτε στον κόσμο. Η Ελλάδα δεν έχει παραχωρήσει δικαιώματα για την παραγωγή greek yogurt από άλλες χώρες και άρα απαιτούνται δράσεις σε διπλωματικό επίπεδο.
Η κόντρα βιομηχανίας-παραγωγών για κατοχύρωση γιαουρτιού ΠΓΕ
Σημειώνεται ότι το ελληνικό γιαούρτι δεν είναι ένα είδος. Υπάρχει π.χ. παραδοσιακό, κατσικίσιο, στραγγιστό κ.ο.κ. Επομένως, η κατοχύρωση του ονόματος απαιτεί να κατοχυρωθούν τα brands σε όλη την κατηγορία.
Η συζήτηση της κατοχύρωσης του γιαουρτιού ως προϊόντος ΠΓΕ οδήγησε σε μεγάλη διαφωνία μεταξύ κτηνοτρόφων και βιομηχανίας για την πρώτη ύλη που θα χρησιμοποιείται. Στα προϊόντα ΠΓΕ δεν είναι απαραίτητο να χρησιμοποιείται εγχώρια πρώτη ύλη από τη βιομηχανία, αρκεί κάποια χαρακτηριστικά τους να συνδέονται με τη γεωγραφική τους προέλευση και τουλάχιστον ένα από τα στάδια παραγωγής να πραγματοποιείται στην καθορισμένη γεωγραφική περιοχή. Εξάλλου, το γάλα εγχώριας παραγωγής δεν επαρκεί για τις ανάγκες της βιομηχανίας. Οπότε η συντριπτική πλειονότητα του γιαουρτιού που παράγεται στη χώρα και εξάγεται είναι από γάλα εισαγωγής. Όπως αναφέρει σχετικά ο κ. Αποστολόπουλος, εάν σήμερα κατοχυρώναμε το ελληνικό γιαούρτι ως προϊόν ΠΓΕ, θα έπρεπε να σταματήσουν όλες οι εξαγωγές μας. Επίσης, ούτε μακροπρόθεσμα θα μπορούσαμε να προσβλέπουμε σε κάλυψη των αναγκών της αγοράς, η οποία είναι εξαιρετικά μεγάλη.
Είναι ενδεικτικό ότι η παγκόσμια αγορά γιαουρτιού ξεπερνά τα 90 δισ. ευρώ, με το ελληνικό γιαούρτι να αποτελεί σχεδόν το 10%, ενώ στην Ευρώπη υπολογίζεται σε πάνω από 25 δισ. ευρώ, με μερίδιο περίπου 15% για το ελληνικό γιαούρτι. Χάρη στις εισαγωγές γάλακτος οι εξαγωγές γιαουρτιού αυξάνονται κάθε χρόνο πάνω από 12%. Βέβαια, οι τιμές του αγελαδινού γάλακτος εισαγωγής είναι πιο χαμηλές από αυτές που παίρνουν οι ντόπιοι κτηνοτρόφοι, γεγονός που διαιωνίζει την κόντρα τους με τη βιομηχανία.
Εν αναμονή για το τελικό κείμενο της Mercosur
Εν τω μεταξύ, και οι παραγωγοί είναι εν αναμονή του τελικού κειμένου της Mercosur για να πάρουν θέση. Σύμφωνα με τον Παύλο Σατολιά, πρόεδρο της ΕΘ.Ε.Α.Σ., ο κίνδυνος της συμφωνίας Mercosur είναι ότι ενδέχεται να πληγούν ελληνικά προϊόντα από την εισαγωγή αντίστοιχων προϊόντων από τις χώρες της Νότιας Αμερικής, χαμηλότερης αξίας.
Υπάρχει ο φόβος κάποια φτηνά προϊόντα των χωρών της Mercosur, τα οποία είναι ομοειδή με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά, να προκαλέσουν πιέσεις σε τοπικά προϊόντα, που θα είναι λιγότερο ανταγωνιστικά στην τιμή. Όπως αναφέρει ο κ. Σατολιάς, εξετάζεται το φυτοϋγειονομικό πρωτόκολλο στις χώρες παραγωγής, ώστε να μη δημιουργείται αθέμιτος ανταγωνισμός με τις τοπικές επιχειρήσεις που επωμίζονται κόστος για να παράγουν προϊόντα υψηλών προδιαγραφών, όπως π.χ. η φέτα. Πάντως, το επιχείρημα της ΕΕ είναι ότι θα ενισχυθεί η αυτάρκεια στην περιοχή και θα μπορούν και ευρωπαϊκά προϊόντα, αγροτικά και βιομηχανικά, να τοποθετηθούν στις νέες αγορές, αν και είναι αμφίβολο τι τύχη θα έχουν ειδικά τα προϊόντα αγροδιατροφής απευθυνόμενα σε καταναλωτές με περιορισμένη αγοραστική δύναμη, όπως συμβαίνει με τη μεγαλύτερη μερίδα καταναλωτών σε χώρες όπως η Αργεντινή και η Βραζιλία.
Διαβάστε επίσης
Στο στόχαστρο του ΔΝΤ οι φοροαπαλλαγές
“Πράσινη” η νέα κινεζική απειλή για τη Γερμανία