THEPOWERGAME
Οι «ταύροι» της χρηματιστηριακής αγοράς στη Wall Street ανασυγκροτήθηκαν την περασμένη εβδομάδα, μπροστά στην ορκωμοσία του νέου «πλανητάρχη», Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει εξαγγείλει σειρά μέτρων που για άλλους θα κάνουν πύραυλο την οικονομία των ΗΠΑ και για άλλους θα είναι τορπίλη στα θεμέλια της οικονομίας της Αμερικής, επηρεάζοντας βαθιά και την παγκόσμια οικονομία.
Καθώς ο εκλεγμένος πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, ετοιμάζεται να ξεκινήσει τη δεύτερη θητεία του, οι επενδυτές συζητούν πώς θα επηρεάσουν οι προτεινόμενες πολιτικές του την αγορά μετοχών. Ενώ η απάντηση μπορεί να μην είναι σαφής, αυτό που είναι προφανές είναι η αξιοσημείωτη θέση στην οποία βρίσκεται η αγορά, καθώς αναλαμβάνει την ηγεσία της χώρας, μολονότι οι ανισορροπίες των τελευταίων ημερών προβληματίζουν.
- Η πορεία προς ένα πιο φιλικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις και τις αγορές, στο πλαίσιο πολιτικών απορρύθμισης, με σκοπό την αύξηση της εταιρικής κερδοφορίας και κατ’ επέκταση των μετοχικών αξιών στη Wall Street, είναι τα βασικά επιχειρήματα της μιας πλευράς.
- Το ενδεχόμενο να επιβληθούν δασμοί σε όλους τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, συμμάχους και αντιπάλους, μόλις ο Τραμπ αναλάβει τα ηνία του Λευκού Οίκου, καλλιεργεί μεγάλη νευρικότητα στην επενδυτική κοινότητα, που προσπαθεί να σταθμίσει τις δύο εκδοχές.
- Παράλληλα, στο κάδρο μπαίνουν η γεωπολιτική κατάσταση και οι πολιτικές για την κλιματική αλλαγή που συντηρούν την εικόνα αστάθειας και αβεβαιότητας στον πλανήτη από τον πόλεμο στην Ουκρανία που έχει ξεκινήσει η Ρωσία μέχρι τη Μέση Ανατολή και τις διαθέσεις Τραμπ να αντιστρέψει τις πολιτικές Μπάιντεν για το Κλίμα.
Εκρηκτικό κοκτέιλ
Οι διαθέσεις έχουν αλλάξει σε σχέση με την προηγούμενη θητεία Τραμπ, τώρα είναι πιο περίπλοκα τα πράγματα. Οι ηγέτες διεθνώς εξέφρασαν επιφυλάξεις στην πρώτη νίκη Τραμπ. Τότε είχε προκαλέσει παγκόσμιο σοκ και αμηχανία. Τώρα αντιμετωπίζεται ως μέρος μια «νέας κανονικότητας». Στην ορκωμοσία του αυτήν τη φορά θα παραστεί η αφρόκρεμα του πλούτου και της παγκόσμιας ακροδεξιάς.
Αυτή η διαφορά διαμορφώνει τις διαθέσεις. Αλλά στην πράξη ο Τραμπ δεν φέρνει κάτι διαφορετικό στην πολιτική και οικονομική φαρέτρα του: Δασμοί για να είναι «πρώτη η Αμερική», στήριξη στις επιχειρήσεις και την οικονομική ελίτ, βάζοντας στο στόχαστρο μετανάστες, γυναίκες, τρανς, μειονότητες, με άρνηση της κλιματικής αλλαγής και απειλές σε χώρες αντιπάλους και συμμάχους στον πλανήτη.
Η αβεβαιότητα για τους δασμούς δημιουργεί πονοκέφαλο στην ευρωζώνη και στις Βρυξέλλες, καθώς η ευρωπαϊκή οικονομία ασθμαίνει. Περιοχές που εξαρτώνται από το εμπόριο με το Μεξικό και τον Καναδά ξαφνικά αντιμετωπίζουν αβεβαιότητα για το άμεσο μέλλον. Τα σημάδια ανησυχίας για την επόμενη ημέρα της ορκωμοσίας του Τραμπ, είναι ήδη εμφανή σε αρκετά μέτωπα της παγκόσμιας αλλά και της αμερικανικής οικονομίας.
Στις ΗΠΑ οι ανησυχίες για μια ασυνήθιστα ισχυρή άνοδο των αποδόσεων των μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων δεν έχουν διαλυθεί, ειδικά δεδομένης της αβεβαιότητας σχετικά με το τι είναι πιθανό να εφαρμόσει ο Ντόναλντ Τραμπ όταν επιστρέψει στον Λευκό Οίκο. Δεν είναι μόνο ότι οι αποδόσεις συμπεριφέρονται με τρόπο που συνήθως δεν συμβαίνει όταν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα, Fed, μειώνει το επιτόκιο νομισματικής πολιτικής, αλλά και ότι η άνοδος των αποδόσεων εμφανίζεται σε μια περίοδο που οι μετοχές στη Wall Street είναι ακριβές.
Σύμφωνα με τα δεδομένα της FactSet, ο λόγος τιμής προς κέρδη (P/E) για τους επόμενους 12 μήνες του S&P 500 βρίσκεται στο 21,6, πάνω από τον πενταετή μέσο όρο του 19,7 και τον δεκαετή μέσο όρο του 18,2. Η Wall Street είναι κλειστή τη Δευτέρα, ημέρα της ορκωμοσίας του Ντόναλντ Τραμπ, λόγω εθνικής αργίας για την Ημέρα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, μια ημέρα συμβολική για την ιστορία των ΗΠΑ και τον ρατσισμό στη χώρα, καθώς ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ έχει ήδη ανακοινώσει πως πρώτο βήμα στην πολιτική ατζέντα θα είναι ο πόλεμος κατά των μεταναστών, με μαζικές απελάσεις και κεντρικό σύνθημα Τραμπ: «Θα σταματήσουμε την εισβολή».
Η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές των Ηνωμένων Πολιτειών τον Νοέμβριο προκάλεσε άμεση άνοδο στις αγορές, με τις μετοχές να εκτοξεύονται, το δολάριο να ενισχύεται και το bitcoin να σημειώνει άλμα. Ωστόσο, μόλις δύο μήνες αργότερα, ο Ρεπουμπλικανός ετοιμάζεται να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο, και μόνο ορισμένα από αυτά τα trades συνεχίζουν να αντέχουν.
Η αναστροφή φάνηκε αρχικά στην αγορά μετοχών, όπου ο δείκτης S&P 500 έχασε ένα σημαντικό μέρος του «Trump bump», καθώς οι επενδυτές άρχισαν να αμφισβητούν τις αναμενόμενες μειώσεις επιτοκίων της Fed και τι θα σημαίνουν οι προτάσεις πολιτικής της νέας κυβέρνησης για τις τιμές των μετοχών. Η καμπύλη αποδόσεων των κρατικών ομολόγων έχει επίσης απότομη κλίση από τα τέλη Νοεμβρίου, αφού προηγουμένως είχε γίνει πιο επίπεδη. Εν τω μεταξύ, το bitcoin και το δολάριο διατήρησαν τα κέρδη τους.
Ωστόσο, η πραγματική δοκιμασία για αυτές τις επενδυτικές κινήσεις αρχίζει τώρα, καθώς ο Τραμπ αναλαμβάνει τα καθήκοντά του. Οι δασμοί αποτελούν τον μεγαλύτερο κίνδυνο, προκαλώντας φόβους ότι τα σχέδια της κυβέρνησης θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε παρατεταμένους και απρόβλεπτους εμπορικούς πολέμους, περισσότερο από την πρώτη του προεδρική θητεία.
Επαγγελματίες της Wall Street ανησυχούν επίσης για το πώς τυχόν ενέργειες σε θέματα μετανάστευσης θα επηρεάσουν την αμερικανική οικονομία. Επιπλέον, φοβούνται την κλιμάκωση γεωπολιτικών εντάσεων, καθώς ο Τραμπ έχει ήδη στοχοποιήσει παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ, όπως ο Καναδάς, το Μεξικό και η Ευρώπη. «Η πρόβλεψη είναι ο ευγενικός τρόπος να πεις “εκτίμηση”, αλλά πρέπει να κάνουμε υποθέσεις για αυτές τις πολιτικές, καθώς θα επηρεάσουν τις οικονομικές προοπτικές» δήλωσε ο επικεφαλής οικονομολόγος των ΗΠΑ της Citigroup, Αντριου Χόλενχοστ.
Τα τρία πρόσωπα του Τραμπ, η οικονομία των ΗΠΑ και ο πλανήτης
- Οι επενδυτές ελπίζουν για τον «Επιχειρηματία Τραμπ», ο οποίος ευνοεί την απορρύθμιση, τις φορολογικές ελαφρύνσεις, τα χαμηλά επιτόκια, την άφθονη ενέργεια και τις σταθερές αγορές.
- Αλλά ίσως να αντιμετωπίσουν τον «Λαϊκιστή Τραμπ», ο οποίος θέλει να εκδιώξει τους μετανάστες εργαζόμενους, να φορολογήσει βαριά τις εισαγωγές και να θεσπίσει άλλες προστατευτικές πολιτικές που θα μπορούσαν να καταστείλουν την ανάπτυξη, να αυξήσουν το κόστος και να προκαλέσουν πληθωρισμό.
- Και υπάρχει επίσης ο «Τρελός Τραμπ», ο ταραξίας που απειλεί να εισβάλει στη Γροιλανδία, να προσαρτήσει τον Καναδά, να ανακτήσει την Διώρυγα του Παναμά και να σπείρει χάος.
Μπορούν όλα αυτά τα πρόσωπα να συνυπάρξουν σ’ έναν πρόεδρο; Είναι ο Ντόναλντ Τραμπ -οπότε φυσικά μπορούν. Η κύρια πρόκληση για τους επενδυτές και τους επιχειρηματίες κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του είναι να καταλάβουν ποια από τις ανταγωνιστικές του τάσεις θα επηρεάσει περισσότερο την οικονομία.
Κύριες διαφορές του 2025 σε σύγκριση με το 2017
- Εταιρική Στήριξη: Ένα κύμα διευθυντών και εταιρειών, ιδιαίτερα από τη βιομηχανία της τεχνολογίας, έχει εκφράσει τη χρηματοδοτική υποστήριξή του στην εκστρατεία του Τραμπ. Πολλοί κορυφαίοι διευθυντές έκαναν δωρεές ύψους 1 εκατ. δολαρίων και δίνουν προτεραιότητα στην παρουσία τους στην ορκωμοσία του, αντί για το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός.
- Αλλαγή σχέσεων με την τεχνολογία: Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αλλαγής είναι ο Διευθύνων Σύμβουλος του TikTok, Shou Chew, που αναμένεται να παρευρεθεί στην ορκωμοσία. Ο Τραμπ, που κάποτε επιδίωκε να απαγορεύσει το TikTok στις ΗΠΑ, πρόσφατα αγκάλιασε την πλατφόρμα. Οι υπηρεσίες του TikTok στις ΗΠΑ αποκαταστάθηκαν την Κυριακή μετά από διακοπή 12 ωρών, έπειτα από την ανακοίνωση του Τραμπ για εκτελεστικό διάταγμα που θα καθυστερήσει την απαγόρευση.
- Στο πολιτικό επίπεδο: Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει το πλεονέκτημα ότι το κόμμα του, οι Ρεπουμπλικάνοι, ελέγχουν το Κογκρέσο. Αν και το προβάδισμα του GOP στη Βουλή των Αντιπροσώπων είναι μικρό (219-215 έδρες), ο εκλεγμένος πρόεδρος διαθέτει πολύ καλύτερη κατανόηση του τρόπου λειτουργίας της Ουάσιγκτον σε σύγκριση με την πρώτη του θητεία.
Η δεύτερη θητεία του Τραμπ ξεκινά με ενισχυμένους δεσμούς, με την εταιρική Αμερική και μια πιο δυναμική επιρροή στο πολιτικό τοπίο. Αυτή η νέα εποχή αναμένεται να συνδυάσει τη λαϊκή του απήχηση με ισχυρή επιχειρηματική στήριξη, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια πολύπλοκη και πιθανόν μεταμορφωτική προεδρία.
Ωστόσο, το 2024 ολοκληρώθηκε με έξι από τις επτά μεγαλύτερες οικονομίες είτε σε στασιμότητα, είτε σε καθαρή ύφεση, μετρώντας το ΑΕΠ. Με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ακόμα και οι ΗΠΑ, η καλύτερη επίδοση στις οικονομίες ελίτ στο κλαμπ G7, δεν τα πήγαν τόσο καλά, ενώ οι υπόλοιπες οικονομίες ήταν όλες τουλάχιστον σε κατάσταση στασιμότητας.
Ο λόγος για αυτό δεν ήταν η αύξηση του πληθυσμού, μέσω γεννήσεων και θανάτων, αλλά μέσω καθαρής μετανάστευσης. Η μετανάστευση ενίσχυσε την εργατική δύναμη και την εθνική παραγωγή το 2024 στις ΗΠΑ, τη Βρετανία, την Αυστραλία και τον Καναδά. Η μακρά αδυναμία που ξεκίνησε μετά τη μεγάλη ύφεση του 2008-09 αναζωπυρώθηκε μετά την ύφεση του 2020 λόγω της πανδημίας και συνεχίστηκε το 2024.
Το 2024 η αμερικανική οικονομία σημείωσε αύξηση περίπου 2,5% στο πραγματικό ΑΕΠ, δημιουργώντας την εικόνα της λεγόμενης αμερικανικής «εξαίρεσης»: μια ισχυρή οικονομία, ένα ισχυρό δολάριο και επέκταση καθοδηγούμενη από τα ορυκτά καύσιμα και την τεχνητή νοημοσύνη (AI). Τόσο βέβαιη είναι η BlackRock, η μεγαλύτερη επενδυτική εταιρεία του κόσμου, για τη συνέχιση αυτής της πορείας της αμερικανικής οικονομίας, που στην πρόβλεψή της για το 2025 αναφέρει ότι «οι κύκλοι ανόδου και κάμψης στον καπιταλισμό έχουν τελειώσει».
Η BlackRock πιστεύει ότι η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε διαδικασία πλήρους «αναδιάρθρωσης» από την εμφάνιση πέντε νέων «mega-δυνάμεων», περιλαμβανομένων της μετάβασης σε μηδενικές εκπομπές άνθρακα, γεωπολιτικής διάσπασης, δημογραφικών τάσεων, ψηφιοποίησης των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και της AI. Αυτό σημαίνει ότι η παγκόσμια οικονομία θα απομακρυνθεί από τις «ιστορικές τάσεις» που έχουν οδηγήσει τις αγορές μέσα από κύκλους ανόδου και κάμψης για αιώνες.
Η αισιοδοξία της BlackRock δεν προκαλεί και ιδιαίτερη έκπληξη μετά τα τεράστια κέρδη – ρεκόρ που αποκόμισαν από τις τιμές των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων το 2024, μαζί με όλες τις επενδυτικές τράπεζες της Wall Street, που παρουσίασαν συνολικά κέρδη 142 δισ. δολάρια. Ωστόσο, οι μεγαλύτεροι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί είναι λιγότερο ενθουσιασμένοι.
Στην τελευταία του έκθεση το ΔΝΤ αναμένει ότι η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη θα παραμείνει σταθερή γύρω από το 3,3%, τόσο το 2025, όσο και το 2026, σύμφωνα με το τελευταίο World Economic Outlook, ποσοστό που βρίσκεται κάτω από τον ιστορικό μέσο όρο του 3,7% (2000-2019). Αυτός ο ρυθμός ανάπτυξης είναι ο ασθενέστερος εδώ και δεκαετίες και οι «κίνδυνοι για αρνητική εξέλιξη αυξάνονται και κυριαρχούν στην πρόβλεψη».
Το ΔΝΤ προβλέπει ότι, ενώ οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να ηγούνται της ανάπτυξης ανάμεσα στις ανεπτυγμένες οικονομίες το 2025, η ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ των ΗΠΑ θα επιβραδυνθεί στο 2,2% το 2025, ενώ οι υπόλοιπες χώρες της G7 θα δυσκολευτούν να ξεπεράσουν το 1% ετησίως. Η αμερικανική οικονομία μπορεί να εξακολουθεί να επεκτείνεται, αλλά όχι ο βιομηχανικός τομέας της, το παραγωγικό κομμάτι. Η βιομηχανική παραγωγή συρρικνώθηκε το 2024, όπως και σε όλες τις μεγάλες οικονομίες.
Το ΔΝΤ ανησυχεί επίσης ότι τα σχέδια του Τραμπ να αυξήσει τους δασμούς στις εισαγωγές αγαθών από χώρες που δεν υποστηρίζουν τον στόχο του να «κάνει την Αμερική μεγάλη ξανά» θα οδηγήσουν σε «χαμηλότερη παραγωγή σε σχέση με τις βασικές μας προβλέψεις». Η νομισματική πολιτική θα μπορούσε να παραμείνει πολύ αυστηρή για πολύ καιρό και οι παγκόσμιες χρηματοοικονομικές συνθήκες θα μπορούσαν να αυστηροποιηθούν απότομα. Αυτό θα μπορούσε να μειώσει κατά το ήμισυ τον προβλεπόμενο ρυθμό ανάπτυξης για το 2025 και μετά.
Η ενίσχυση προστατευτικών πολιτικών, για παράδειγμα με τη μορφή μιας νέας σειράς δασμών, θα μπορούσε να επιδεινώσει τις εμπορικές εντάσεις, να μειώσει τις επενδύσεις, να μειώσει την αποδοτικότητα των αγορών, να παραμορφώσει τις εμπορικές ροές και να διαταράξει ξανά τις αλυσίδες εφοδιασμού. Η ανάπτυξη θα μπορούσε να υποφέρει τόσο βραχυπρόθεσμα, όσο και μεσοπρόθεσμα, αλλά σε διαφορετικούς βαθμούς ανά οικονομία.
Η χαλαρότερη δημοσιονομική πολιτική στις ΗΠΑ, που οδηγείται από νέες επεκτατικές πολιτικές, όπως οι φορολογικές μειώσεις, θα μπορούσε να ενισχύσει τη δραστηριότητα της οικονομίας βραχυπρόθεσμα, με μικρές θετικές επιπτώσεις στην παγκόσμια ανάπτυξη, αναφέρει το ΔΝΤ. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα αυτό θα μπορούσε να απαιτήσει μεγαλύτερη προσαρμογή στη δημοσιονομική πολιτική, η οποία θα μπορούσε να διαταράξει τις αγορές και την οικονομία, ενδεχομένως αποδυναμώνοντας τον ρόλο των αμερικανικών τίτλων ως παγκόσμιο ασφαλές περιουσιακό στοιχείο, μεταξύ άλλων, αναφέρει το ΔΝΤ.
Επιπλέον, η αύξηση του δανεισμού για τη χρηματοδότηση χαλαρότερης δημοσιονομικής πολιτικής θα μπορούσε να αυξήσει τη ζήτηση για κεφάλαια παγκοσμίως, οδηγώντας σε αύξηση των επιτοκίων και ενδεχομένως μειώνοντας τη δραστηριότητα σε άλλες περιοχές. Επιπλέον, μια υπερβολική ανατροπή των κανονισμών που έχουν σχεδιαστεί για να περιορίσουν τις αναλήψεις κινδύνου και τη συσσώρευση χρέους μπορεί να δημιουργήσει δυναμικές φούσκας-κατάρρευσης για τις ΗΠΑ μακροπρόθεσμα, με επιπτώσεις για τον υπόλοιπο κόσμο, αναφέρει το ΔΝΤ.Αν οι αρνητικές επιπτώσεις των δασμών και η μείωση της εργατικής δύναμης επικρατήσουν, η παγκόσμια δραστηριότητα, καθώς και η δραστηριότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενδέχεται να πληγούν αρνητικά μεσοπρόθεσμα.
Ο ΟΟΣΑ υιοθετεί μια παρόμοια θέση για την παγκόσμια οικονομία, αν και με λίγο πιο αισιόδοξο τόνο. Ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι η παγκόσμια οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 3,3% το 2025, από 3,2% το 2024, με τις ΗΠΑ να επιβραδύνονται ελαφρώς στο 2,4%. Η έκθεση του UNCTAD, του OHE, είναι πιο απαισιόδοξη. «Η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει μια νέα κανονικότητα χαμηλής ανάπτυξης, υψηλού χρέους, αδύναμων επενδύσεων και διαταραγμένου εμπορίου». Οι οικονομολόγοι της προβλέπουν ότι η παγκόσμια ανάπτυξη θα είναι 2,7% το 2025, κάτι που είναι χαμηλότερο από τον μέσο όρο 3% της περιόδου 2011-2019 και πολύ κάτω από τον μέσο όρο 4,4% που παρατηρήθηκε πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Για τις αναπτυσσόμενες χώρες, η επιβράδυνση είναι πιο έντονη: «Μεταξύ 2024 και 2026, χώρες που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού και του παγκόσμιου ΑΕΠ θα εξακολουθήσουν να αναπτύσσονται πιο αργά από ό,τι τη δεκαετία πριν από την COVID-19».
Πώς όλα αυτά επιδρούν στα assets; Ακολουθεί μια εικόνα για μετοχές, νομίσματα, ομόλογα, επιτόκια, κρυπτονομίσματα:
Μετοχές
Η αρχική έκρηξη ενθουσιασμού μετά τη νίκη του Τραμπ φάνηκε γρήγορα σε κάποιες υποτιμημένες γωνιές της αγοράς μετοχών στις ΗΠΑ, όπως οι εταιρείες με μικρή κεφαλαιοποίηση. Ο δείκτης Russell 2000 ανέβηκε 5,8% την ημέρα μετά τις εκλογές, σημειώνοντας την καλύτερη συνεδρίασή του σε δύο χρόνια. Η λογική ήταν απλή: Οι προστατευτικές εμπορικές πολιτικές της επερχόμενης κυβέρνησης θα ωφελούσαν κυρίως τις εταιρείες που παράγουν το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων τους εντός της χώρας.
Ωστόσο, ο ενθουσιασμός εξασθένησε γρήγορα. Ο δείκτης αυξήθηκε 8% από τις 5 Νοεμβρίου μέχρι τις 25 Νοεμβρίου και στη συνέχεια προχώρησε με σημαντική επιστροφή κερδών τις επόμενες εβδομάδες.
«Δεδομένου ότι πολλές από αυτές τις μετοχές είναι οριακά κερδοφόρες ή εντελώς ζημιογόνες, εξαρτώνται από τη χρηματοδότηση για να παραμείνουν βιώσιμες και τα υψηλότερα επιτόκια βλάπτουν αυτό το σενάριο», δήλωσε ο Στιβ Σόσνικ, επικεφαλής στρατηγικός αναλυτής στην Interactive Brokers.
Οι μετοχές των τραπεζών βίωσαν τη δική τους φρενίτιδα μετά τις εκλογές, καθώς ο Τραμπ υποσχέθηκε να χαλαρώσει τους ρυθμιστικούς κανόνες για τους τραπεζίτες. Ο δείκτης KBW Bank ανέβηκε σχεδόν 14% από τις 5 Νοεμβρίου μέχρι τις 25 Νοεμβρίου, φτάνοντας σε υψηλό 52 εβδομάδων. Ωστόσο, μετά από αυτό, έχασε την ορμή του, υποχωρώντας κατά 1,8% μέχρι την Παρασκευή.
Οι μετοχές των ενεργειακών εταιρειών επίσης έλαβαν ώθηση μετά τις εκλογές, βασισμένες στη στάση του Τραμπ για την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου, με το «drill-baby-drill». Ο δείκτης S&P 500 Energy αυξήθηκε κατά 3,5% στις 6 Νοεμβρίου, σημειώνοντας την καλύτερη συνεδρίαση της χρονιάς, και ανέβηκε 6,5% από την Ημέρα των Εκλογών έως τις 22 Νοεμβρίου. Από τότε όμως, ακολούθησε μια ταραχώδη πορεία, χάνοντας 3,2% λόγω φόβων για υπερπροσφορά, δασμούς και οικονομική ανάπτυξη.
Οι μετοχές που άντεξαν βρίσκονται σε τομείς όπου οι επενδυτές έχουν σχετική σαφήνεια. Οι μετοχές που σχετίζονται με τα κρυπτονομίσματα διατήρησαν κατά βάση τα κέρδη τους. Και μετά υπάρχει η Tesla Inc. Η μετοχή του κατασκευαστή ηλεκτρικών οχημάτων έχει αυξηθεί κατά 70% από τη νίκη του Τραμπ, αν και ο επερχόμενος πρόεδρος είναι γνωστός σκεπτικιστής όσον αφορά τα ηλεκτρικά οχήματα (EV). Η θεωρία είναι ότι η στενή σχέση του Έλον Μασκ με την κυβέρνηση θα βοηθήσει τις φιλοδοξίες της εταιρείας να κατασκευάσει πλήρως αυτόνομα οχήματα.
Νομίσματα
Η Wall Street είχε σε μεγάλο βαθμό προβλέψει αυτή την κατάσταση. Οι αναλυτές της JP Morgan προέβλεψαν ότι το ευρώ θα μπορούσε να εξασθενήσει προς την ισοτιμία αν ο Τραμπ κέρδιζε, ενώ ο αναλυτές της Barclays Capital, Skylar Montgomery Koning, είπε ότι το δολάριο Καναδά θα μπορούσε να πέσει σε επίπεδα χαμηλότερα από την εποχή της πανδημίας. Τώρα η ομάδα της JP Morgan αναμένει ότι το ευρώ θα διαπραγματεύεται κάτω από την απόλυτη ισοτιμία 1:1 με το δολάριο αυτό το τρίμηνο. «Οι δασμοί δεν έχουν ακόμα αποτιμηθεί πλήρως», ανέφεραν.
Στις αναδυόμενες αγορές οι περισσότερες συναλλαγματικές αγορές έχουν εξασθενήσει μετά τη νίκη του Τραμπ. Ο δείκτης MSCI είναι μειωμένος κατά 2,2% από την Ημέρα των Εκλογών, με το ραντ Νότιας Αφρικής και τα ευρωπαϊκά νομίσματα να ηγούνται της πτώσης.
Το μεξικανικό πέσο, το αγαπημένο νόμισμα των traders για στοιχήματα πριν από τις εκλογές, έχει εξασθενήσει κατά 3,4% έναντι του δολαρίου μετά το αποτέλεσμα της κάλπης στις ΗΠΑ, γεγονός που το καθιστά πιο ανθεκτικό από τα 31 μεγάλα νομίσματα που παρακολουθεί η Bloomberg. Η σχετική ανθεκτικότητα του πέσο οφείλεται στο ότι οι traders αναβάλλουν τη χρονική στιγμή για τις μειώσεις επιτοκίων της Fed, κάτι που, σύμφωνα με αυτούς, θα κάνει και τους Μεξικανούς πολιτικούς να γίνουν πιο προσεκτικοί.
Ίσως η πιο καθαρή έκφραση προτίμησης πριν τις εκλογές υπέρ του Τραμπ ήταν η άνοδος του αμερικανικού δολαρίου, στηριγμένη στις εξαγγελίες για αυστηρούς δασμούς και πληθωριστικές πιθανότητες της αναμενόμενης χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Τραμπ.
Ο δείκτης του δολαρίου της Bloomberg έχει αυξηθεί κατά 5% στις 10 εβδομάδες μετά την ημέρα των εκλογών, παρόμοια με τα κέρδη που σημείωσε μετά τη νίκη του Τραμπ το 2016. Από την άλλη πλευρά, αντίστοιχη αδυναμία των παγκόσμιων νομισμάτων, που θεωρούνται σε κίνδυνο λόγω των οικονομικών πολιτικών του Τραμπ, όπως το ευρώ και το καναδικό δολάριο.
Το γιουάν της Κίνας, από την πλευρά του, έχει χάσει πάνω από 3% σε σχέση με το δολάριο από τις 5 Νοεμβρίου, τόσο στις εγχώριες, όσο και στις εξωτερικές συναλλαγές, λόγω των κινδύνων από τους δασμούς και της διεύρυνσης του χάσματος μεταξύ των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ και της Κίνας. Η Κεντρική Τράπεζα της Κίνας (PBoC) έχει χρησιμοποιήσει διάφορα εργαλεία για να στηρίξει το νόμισμα και οι προσδοκίες για υποτίμηση έχουν μειωθεί από το υψηλό σημείο τους στις αρχές Δεκεμβρίου.
Επιτόκια και ομόλογα
Η νίκη του Τραμπ, και μάλιστα μία επικράτηση των Ρεπουμπλικανών, αναμενόταν να επιφέρει μια πιο απότομη καμπύλη αποδόσεων, βασισμένη σε πολιτικές προτάσεις που θεωρούνταν ότι θα ενίσχυαν τον πληθωρισμό και θα επιβάρυναν τα μακροπρόθεσμα αμερικανικά ομόλογα. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει, με το χάσμα μεταξύ των αποδόσεων των 10ετών και 2ετών αμερικανικών ομολόγων να διευρύνεται σε περίπου 34 μονάδες βάσης, πλησιάζοντας το πιο απότομο σημείο από την αρχή του 2022, ενώ τα ομόλογα με μεγαλύτερη διάρκεια έχουν καταγράψει πτώση εν όψει της ορκωμοσίας του Τραμπ.
«Αρχίζουμε να βλέπουμε την καμπύλη να γίνεται πιο απότομη», είπε ο Νιλ Σάθερλαντ, διαχειριστής χαρτοφυλακίου στη Schroder Investment Management. «Το γεγονός ότι η Fed έχει μειώσει τα επιτόκια κατά 100 μονάδες βάσης και οι μακροπρόθεσμες αποδόσεις έχουν αυξηθεί, λέει πολλά για το ότι αυτό ήδη συμβαίνει στην αγορά».
Τα λεγόμενα ανθεκτικά δεδομένα της αμερικανικής οικονομίας και η αβεβαιότητα γύρω από τις πολιτικές του Τραμπ έχουν επηρεάσει και τα επιτόκια βραχυπρόθεσμων ομολόγων. Οι traders στα swaps τώρα τιμολογούν λιγότερες από δύο μειώσεις επιτοκίων μισής μονάδας από τη Fed φέτος, ενώ πριν από τις εκλογές ανέμεναν περίπου έξι μειώσεις.
Ωστόσο, η μόνη βεβαιότητα στις αγορές αυτήν τη στιγμή είναι η αβεβαιότητα. Οι έμποροι επιτοκίων είχαν την ευκαιρία να το διαπιστώσουν την περασμένη εβδομάδα, καθώς μια πιο ήπια από την αναμενόμενη μέτρηση του βασικού πληθωρισμού οδήγησε σε πτώση των αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων σε όλη την καμπύλη. «Αυτήν τη στιγμή, το συναίσθημα στην αγορά ομολόγων είναι τόσο αρνητικό, που υπάρχει κίνδυνος οι αποδόσεις να πέσουν ακόμη περισσότερο», είπε ο Σάθερλαντ.
Κρυπτονομίσματα
Ο Τραμπ, που παλαιότερα ήταν σκεπτικιστής των κρυπτονομισμάτων και είχε δηλώσει ότι το Bitcoin «φαίνεται να είναι απάτη», έχει πλέον κάνει πλήρη αναστροφή και απολαμβάνει ισχυρή υποστήριξη από τον κλάδο των κρυπτονομισμάτων.
Σκοπεύει να εκδώσει ένα εκτελεστικό διάταγμα καθιστώντας τα κρυπτονομίσματα προτεραιότητα πολιτικής και να δώσει λόγο στους επαγγελματίες του κλάδου στην κυβέρνησή του. Επίσης, αναμένεται να χαλαρώσει τους ρυθμιστικούς κανονισμούς και να δημιουργήσει στρατηγικά αποθέματα Bitcoin.
Φυσικά, τα κρυπτονομίσματα έχουν εκτοξευθεί από τις εκλογές, με το Bitcoin να φτάνει σε ένα νέο ρεκόρ στα μέσα Δεκεμβρίου και να καταγράφει αύξηση περίπου 50% σε σχέση με την τιμή του στις 5 Νοεμβρίου, ξεπερνώντας το ορόσημο των 100.000 δολ. Ο δείκτης Bloomberg Galaxy Crypto αυξήθηκε κατά 11% την ημέρα μετά τις εκλογές και έχει προσθέσει ακόμη 29% από τότε.
Διαβάστε επίσης
Τα 10 “ψιλά γράμματα” στις τραπεζικές χρεώσεις
Ανοιχτή πληγή το επενδυτικό κενό στην Ελλάδα, χάνεται ο στόχος του 2026
Οι 4 δοκιμασίες της ΕΕ στην ατζέντα για το κλίμα