THEPOWERGAME
Στις επιχειρήσεις δεν υπάρχει πιο ασφαλές σημάδι δυσπραγίας από το μια επιχείρηση να καθυστερεί τα οικονομικά της αποτελέσματα. Αυτό φαίνεται να ισχύει και για τις σχολές διοίκησης επιχειρήσεων. Γύρω στα Χριστούγεννα – και σε πολλές περιπτώσεις με καθυστέρηση σε σχέση με τη συνήθειά τους – οι κορυφαίες σχολές διοίκησης επιχειρήσεων της Αμερικής δημοσίευσαν τις αντίστοιχες ετήσιες εκθέσεις τους, οι οποίες περιλαμβάνουν στοιχεία σχετικά με τις νέες θέσεις εργασίας των αποφοίτων των προγραμμάτων Master of Business Administration (MBA), συνήθως διετών μαθημάτων για φοιτητές με επαγγελματική εμπειρία. Αναλύοντας τους αριθμούς είδαμε ότι το 2024, στις 15 κορυφαίες σχολές διοίκησης επιχειρήσεων, το ποσοστό των φοιτητών που αναζήτησαν και αποδέχθηκαν μια προσφορά εργασίας εντός τριών μηνών από την αποφοίτησή τους, ένα τυπικό μέτρο σύγκρισης των αποτελεσμάτων της σταδιοδρομίας, μειώθηκε κατά έξι ποσοστιαίες μονάδες, στο 84%, ενώ σε σύγκριση με το μέσο όρο των τελευταίων πέντε ετών, το ποσοστό αυτό μειώθηκε κατά οκτώ μονάδες.
Ορισμένες μειώσεις είναι εντυπωσιακές. Το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) διεκδικεί με αξιώσεις τον τίτλο του κορυφαίου πανεπιστημίου στον κόσμο. Ωστόσο, στη σχολή διοίκησης επιχειρήσεων, που πήρε το όνομά της από τον Alfred Sloan, έναν γίγαντα της αυτοκινητοβιομηχανίας κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, τα ποσοστά πέφτουν. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας έως το 2022, το 82%, κατά μέσο όρο, των φοιτητών του που αναζητούσαν εργασία είχαν αποδεχτεί μια θέση κατά την αποφοίτησή τους, ενώ το 93% το πέτυχαν τρεις μήνες αργότερα. Το 2024 τα ποσοστά αυτά ήταν 62% και 77%, αντίστοιχα. Σε ορισμένες κορυφαίες σχολές η πραγματικότητα μπορεί να είναι χειρότερη από ό,τι φαίνεται. Ένας καθηγητής εκφράζει την ανησυχία του για το γεγονός ότι ορισμένοι φοιτητές που υπολογίζονται ως επιχειρηματίες είναι στην πραγματικότητα άνεργοι. Οι αμερικανικές επιχειρήσεις μπορεί να ανθούν, αλλά εκείνοι που φαντάζονται τον εαυτό τους ως μελλοντικούς ηγέτες τους υποφέρουν από την ύφεση.
Οι αμερικανικές σχολές διοίκησης επιχειρήσεων έχουν συνηθίσει την κριτική. Το επιχείρημα ότι οι επιχειρήσεις είναι κάτι που γίνεται και δεν διδάσκεται υπάρχει τουλάχιστον από το 1908, την εποχή που δημιουργήθηκε η πρώτη τάξη του Harvard Business School (HBS). Τα πτυχία MBA περιγράφονται ως «Επαγγελματικές κάρτες σωματείου γιάπηδων», στο «Snapshots from Hell», ένα απομνημονεύμα του Peter Robinson, πρώην φοιτητή του Stanford, που δημοσιεύθηκε το 1994. «Σήμερα κάποιος μπορεί να βρει μόνιμους καθηγητές διοίκησης επιχειρήσεων που δεν έχουν πατήσει ποτέ το πόδι τους σε μια πραγματική επιχείρηση», υπογράμμιζε ένα άρθρο του 2005, και μάλιστα στο Harvard Business Review. Ορισμένοι θεωρούν τις σχολές διοίκησης επιχειρήσεων υπεύθυνες για κάθε τι κακό στον καπιταλισμό. Άλλοι κατηγορούν τους αποφοίτους τους ότι είναι αναποτελεσματικοί καπιταλιστές. Ο Elon Musk έχει μιλήσει επικριτικά για το πόσοι απόφοιτοι MBA διοικούν μεγάλες επιχειρήσεις.
Το στερεότυπο της μεγιστοποίησης του κέρδους δεν είναι εντελώς αβάσιμο. Μια μελέτη των Daron Acemoglu, Alex Xi He και Daniel le Maire, τριών ακαδημαϊκών, δείχνει ότι οι μάνατζερ με πτυχίο διοίκησης επιχειρήσεων είναι λιγότερο πιθανό να μοιραστούν τα κέρδη με τους εργαζόμενους από ό,τι οι συνάδελφοί τους με λιγότερα προσόντα. Πώς είναι αυτοί οι άνθρωποι τα Σαββατοκύριακα; Μια άλλη εργασία του 2007 από τις Nicole Stephens, Hazel Markus και Sarah Townsend διαπίστωσε ότι σε σύγκριση με τους πυροσβέστες, οι φοιτητές MBA είχαν περισσότερες πιθανότητες να εκνευριστούν αν ένας φίλος τους αγόραζε εν γνώσει του το ίδιο αυτοκίνητο με αυτούς. Ωστόσο, αυτό που δεν χωρά αμφιβολία, είναι η τεράστια επιτυχία των αποφοίτων των αμερικανικών σχολών διοίκησης επιχειρήσεων. Ολόκληρες τάξεις αποφοίτων του HBS έχουν εξυμνηθεί: Το περιοδικό Fortune αποκάλεσε τους αποφοίτους του 1949 ως «την τάξη στην οποία έπεσαν τα δολάρια». Η τάξη του 1982 περιελάμβανε τον Jamie Dimon, το αφεντικό της JPMorgan Chase, τον Jeffrey Immelt, το πρώην αφεντικό της General Electric, και τον Seth Klarman, έναν σημαντικό επενδυτή. Σχεδόν οι μισές επιχειρήσεις στον S&P 500 διευθύνονται από απόφοιτους προγραμμάτων ΜΒΑ.
Πρόκειται για τεράστιο κύρος, το οποίο, όμως, πρέπει να αναπληρώνεται συνεχώς από τους φοιτητές που πετυχαίνουν σπουδαίες δουλειές. Άλλωστε, η επιχειρηματική επιτυχία είναι το κύριο αντικείμενο της επιχειρηματικής εκπαίδευσης, αλλά, όπως δείχνουν τα πρόσφατα στοιχεία για την απασχόληση, η επιτυχία αυτή δεν είναι πλέον εξασφαλισμένη.
Οι κλάδοι των συμβούλων και των χρηματοοικονομικών απορροφούν εδώ και καιρό την πλειονότητα των αποφοίτων των κορυφαίων σχολών διοίκησης επιχειρήσεων. Κάθε χρόνο η McKinsey, η Boston Consulting Group και η Bain, οι κορυφαίες εταιρείες συμβούλων, στέλνουν πολλούς από τους πολλά υποσχόμενους υπαλλήλους τους σε σχολές διοίκησης επιχειρήσεων. Πολλοί επιστρέφουν μετά την απόκτηση του πτυχίου τους, μαζί με νέους προσηλυτισμένους στον κλάδο. Το σύμπλεγμα σχολών διοίκησης επιχειρήσεων-συμβούλων επιτρέπει στις επιχειρήσεις να προσελκύουν φοιτητές με διαπιστευτήρια. Ο σχολές λαμβάνουν μια σταθερή ροή γρήγορων σπουδών και αξιόπιστων αμοιβών. Μετά την οικονομική κρίση το ποσοστό των φοιτητών που επιλέγουν θέσεις εργασίας στον τομέα των χρηματοοικονομικών, ιδίως στις τράπεζες, έχει μειωθεί. Ωστόσο, παραμένει ένα σημαντικό τμήμα ιδιωτικών επενδυτών στο πανεπιστήμιο. Κάποιοι περιγράφουν τους εαυτούς τους αριθμητικά: μια πορεία καριέρας είναι το «2+2+2», μια διαδοχή διετών θητειών στην επενδυτική τραπεζική, στα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια και τη σχολή διοίκησης επιχειρήσεων, η οποία λειτουργεί ως ένας καλά αμειβόμενος και εξαντλητικά γρήγορος διάδρομος για ορισμένους από τους πιο έξυπνους της Αμερικής.
Όταν οι εταιρείες συμβούλων επιβράδυναν τις προσλήψεις τους μετά από μια έκρηξη κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι σχολές διοίκησης επιχειρήσεων αισθάνθηκαν την πίεση. Η ανάλυσή μας με στοιχεία από τέσσερις κορυφαίες σχολές (Chicago Booth, Columbia, MIT Sloan και NYU Stern) διαπιστώνει ότι ο αριθμός των αποφοίτων που κατέληξαν στις τρεις μεγάλες εταιρείες συμβούλων μειώθηκε κατά ένα τέταρτο πέρυσι, σε σύγκριση με τα τρία προηγούμενα χρόνια.
Εξίσου ανησυχητικό για τις σχολές διοίκησης επιχειρήσεων είναι αυτό που συμβαίνει και στον τεχνολογικό τομέα, ο οποίος επίσης προσλαμβάνει λιγότερους κατόχους τίτλου MBA. Οι μειώσεις στις προσλήψεις από τους τεχνολογικούς κολοσσούς (Alphabet, Amazon, Apple, Meta και Microsoft) είναι ιδιαίτερα εμφανείς. Στις τέσσερις σχολές της ανάλυσής μας οι φοιτητές που καταλήγουν σε μεγάλες τεχνολογικές επιχειρήσεις μειώθηκαν πέρυσι σε περίπου 50, περισσότερο από το μισό σε σύγκριση με τον μέσο όρο κατά την περίοδο 2018-2022.
Ορισμένα από αυτά τα προβλήματα είναι αναμφίβολα κυκλικά. Ο τομέας της τεχνολογίας είναι επιρρεπής σε εκρήξεις και πτώσεις. Μετά την έκρηξη της φούσκας των dotcom, το ποσοστό των αποφοίτων του Wharton, στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, που εισήλθαν σε βιομηχανίες «υψηλής τεχνολογίας» κατέρρευσε ταχύτατα από 17% σε 8%. Αυτή τη φορά η μείωση του ενδιαφέροντος των μεγάλων τεχνολογικών επιχειρήσεων για τους κατόχους τίτλου ΜΒΑ φαίνεται ότι προηγήθηκε της διόρθωσης της αγοράς μετά την πανδημία. Είναι πιθανό, λοιπόν, οι επιχειρήσεις να έχουν αρχίσει να «ξινίζουν» για τους επαγγελματίες διαχειριστές. Ακόμα και αν ο κλάδος των συμβούλων ξαναζωντανέψει, ελάχιστοι πιστεύουν ότι το ΜΒΑ θα είναι τόσο κρίσιμο για να προχωρήσει κανείς στο μέλλον. Σήμερα, τα ανώτερα πτυχία, ιδίως στις θετικές επιστήμες και τη μηχανική, θεωρούνται πιο αξιόπιστα από τους πελάτες των συμβούλων.
Όμως, ποιές άλλες επιλογές έχουν οι φοιτητές; Ένας μικρός αλλά αυξανόμενος αριθμός επιλέγει, αντί να παλέψει για να ανελιχθεί σε μια μεγάλη επιχείρηση, να διευθύνει μια μικρή. Οι επενδυτές δίνουν μετρητά σε «search funds», όπου φρέσκοι απόφοιτοι σχολών διοίκησης επιχειρήσεων προσπαθούν να αποκτήσουν και να λειτουργήσουν μια επιχείρηση. Οι αποδόσεις των επενδυτών είναι εντυπωσιακές, ακόμα και αν οι αριθμοί είναι μικροί. Μια έρευνα από το Στάνφορντ αναφέρει ότι το 2023 ξεκίνησαν 94 funds. «Είναι ένας τρόπος χαμηλότερου ρίσκου για να δοκιμάσει κανείς την επιχειρηματικότητα. Τα αποτελέσματα δεν είναι τόσο δυαδικά όσο να ξεκινήσει μια νέα εταιρεία», λέει η Lacey Wismer της Hunter Search Capital, η οποία υποστηρίζει τέτοια κεφάλαια. «Ορισμένοι από τους καλύτερους φοιτητές ΜΒΑ ακολουθούν αυτό το μονοπάτι. Δεν είναι οι απορριπτέοι της McKinsey», λέει ο Mark Agnew του Chicago Booth. Κρίνοντας από το ενδιαφέρον στην πανεπιστημιούπολη, πολλοί περισσότεροι είναι πιθανό να το δοκιμάσουν. Σύμφωνα με τη Vanessa Abundis Correa, φοιτήτρια της σχολής, η τάση «επιχειρηματικότητα μέσω εξαγοράς» είναι μία από τις πιο δημοφιλείς στην πανεπιστημιούπολη.
Οι ανακατατάξεις στις βιομηχανίες των διευθυντικών στελεχών είναι μόνο η μισή ιστορία. Εξάλλου, οι σχολές διοίκησης επιχειρήσεων βρίσκονται με το ένα πόδι στο εμπόριο και με το άλλο εκτός. Ο ενθουσιώδης εναγκαλισμός τους με την ποικιλομορφία, την ισότητα και την ένταξη (DEI) από το 2020 σημαίνει ότι δεν έχουν γλιτώσει από την κρίση νομιμότητας που πλήττει τα μητρικά τους πανεπιστήμια. Τοποθετημένες ανάμεσα σε μεγάλα πανεπιστήμια, εταιρείες και συμβουλευτικές εταιρείες – που επιδιώκουν με ζήλο τη φυλετική και έμφυλη ποικιλομορφία τα τελευταία χρόνια – δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ορισμένες σχολές διοίκησης επιχειρήσεων τα έδωσαν όλα: Το Wharton, για παράδειγμα, επιτρέπει στους φοιτητές ΜΒΑ να ειδικεύονται στο DEI.
Επίσης, οι σχολές διοίκησης επιχειρήσεων δεν συμβαδίζουν με την εποχή και με άλλους τρόπους. Αν η Αμερική επαναβιομηχανοποιείται, η είδηση δεν έχει φτάσει ακόμη στις πανεπιστημιουπόλεις. Οι επιχειρήσεις είναι ο πιο συνηθισμένος τομέας μεταπτυχιακών σπουδών στην Αμερική, με περίπου τέσσερις φορές περισσότερους φοιτητές να κάνουν μεταπτυχιακά στο αντικείμενο από ό,τι οι μηχανικοί. Θα είναι οι σχολές διοίκησης επιχειρήσεων το ίδιο πρόθυμες να αλλάξουν τα προγράμματά τους ώστε να ανταποκριθούν στους κανόνες της επιχειρηματικής δραστηριότητας της Αμερικής του Donald Trump; Πιθανώς όχι. Ακόμα και αν οι προσλήψεις βελτιωθούν, θα παραμείνουν εκτεθειμένες και εκτός πραγματικότητας.
© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com
Διαβάστε επίσης
Ελληνική ακτοπλοΐα: Έως 4 δισ. το κόστος της “πράσινης μετάβασης”
Πρόγραμμα Απόλλων: Πώς θα επωφεληθούν 130.000 νοικοκυριά