THEPOWERGAME
Το εντυπωσιακά και πρωτότυπα διακοσμημένο εστιατόριο σου προκαλεί κατ’ αρχάς κάποιο ενθουσιασμό. Δημιουργεί την προσδοκία της εμπειρίας comfort, αστικής ελληνικής κουζίνας με νέα άποψη. Διότι οι ταπετσαρίες, οι απλίκες, τα πιατάκια από τα βίντατζ σερβίτσια στους τοίχους, παραπέμπουν σε γιαγιαδίστικο σπίτι που ετοιμάζεται να φιλοξενήσει την οικογένεια για ένα γενναιόδωρο και νόστιμο κυριακάτικο γεύμα. Όπως ξέρουν οι γιαγιάδες, ακόμα κι αν είναι «κούκου». Αυτή η αισθητική προσέγγιση βρήκε αρκετά περισσότερο χώρο για να αναπτυχθεί εδώ, απ’ ό,τι τους επιτρέπει το μικρό μαγαζί της Κύθνου (απ’ όπου ξεκίνησαν).
Η κάρτα του μενού, και κυρίως σε ό,τι αφορά τα κυρίως πιάτα, έχει αρκετά κοινά πιάτα με το μαγαζί της Κύθνου κι αυτό κατ’ αρχάς μας φάνηκε καλός οιωνός, μια και προφανώς θα ήταν καλοδουλεμένα και τελειοποιημένα πιάτα, άρα σίγουρες επιτυχίες. Η κάρτα κρασιών, όμως, δεν εντυπωσίασε. Σχετικά ευρείας διανομής ετικέτες, χωρίς εκπλήξεις, σε τιμές τρεις φορές πάνω από τη λιανική τους τιμή. Όχι, αυτό δεν το λες και καλό σημάδι.
Στα πρώτα πιάτα έγινε φανερό το άγχος για να προσδοθεί περισσότερο ενδιαφέρον μέσω της αντίστιξης. Δηλαδή γλυκά ή γλυκόξινα στοιχεία για να κάνουν ενδιαφέρουσα αντίθεση με το αλμυρό. Όπως π.χ. στην τυρόπιτα κανταΐφι, όπου η αλμύρα της φέτας Αρκαδίας μετριάζεται (αλλά παράλληλα υποβαθμίζεται και η συνεισφορά της), όταν πέφτει πάνω στην μπουκιά ένα αρωματικό μέλι. Με μάνγκο! Ποιος το κάλεσε το μάνγκο στο σπίτι της γιαγιάς και γιατί το βάλαμε να καθίσει πάνω στην τυρόπιτα; Αυτή θα μπορούσε από μόνη της να τα καταφέρει μια χαρά. Δεν νοσταλγούμε όλοι την πολυφορεμένη ψητή φέτα με σουσάμι και μέλι.
Το πολύ ενδιαφέρον βοδινό καρπάτσιο (άνευ άλλης πληροφορίας) σερβίρεται με μαρμελάδα σύκο και μαγιονέζα μαύρης τρούφας. Πάλι το γλυκό στοιχείο. Που τώρα δεν μπορείς να προσδιορίσεις με ακρίβεια, διότι η τρούφα είναι τόσο κυρίαρχη που χάνεις όχι μόνο το σύκο, αλλά και το βοδινό. Και που η επίμονη επίγευσή της αρχίζει να σου προκαλεί θέμα και στα επόμενα πιάτα. Στην αγκινάρα και τη μελιτζάνα, όμως, τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα, με τη μελιτζάνα να κλέβει την παράσταση με τη βοήθεια του αρνιού, του αρσενικού Νάξου και των τσιπς πατάτας. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι η ίδια η μελιτζάνα, που έχει κρατήσει τη σωστή υφή της και δεν έχει λιώσει στο μαγείρεμα.
Στα κυρίως πιάτα, πολύ καλή δουλειά έχει γίνει στην παστιτσάδα με κοτόπουλο, στριφτάρια, αποξηραμένο προσούτο και Σαν Μιχάλη Σύρου. Εξαιρετικό πιάτο.
Το οσομπούκο με γιουβέτσι και γραβιέρα έχει μέσα και γλυκό βύσσινο. Δεν ξέρουμε γιατί. Προτιμήσαμε πιρουνιές χωρίς αυτό. Αν έπρεπε να το καταναλώσουμε, ας το είχαμε στο τέλος για επιδόρπιο, όπως θα μας το έβγαζε η γιαγιά.
Το μαριναρισμένο κοκοράκι με τα ψητά στα κάρβουνα αμπελοφάσουλα (τραγανά και σαφώς εκτός εποχής) και γλάσο πορτοκάλι ήταν αρκετά αλμυρό, οπότε το γλάσο, αν και φάνηκε περιττό αρχικά, κατέληξε να είναι ένας ανακουφιστικός μετριασμός της αλατότητας. Έχω ιδεολογική αντίρρηση με πιάτα τόσο αλμυρά. Τέτοια τακτική επιλέγεται όταν η ποιότητα της πρώτης ύλης αδυνατεί να παραδώσει το αναμενόμενο. Είναι ο εύκολος, αλλά καταδικαστέος τρόπος να κάνεις κάτι επιφανειακά «νόστιμο».
Στα επιδόρπια (κρέμα λεμόνι και προφιτερόλ) ακόμα χρειάζεται δουλειά, παρά τα εύγευστα υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί, κυρίως στην κρέμα λεμονιού.
Το σέρβις είναι ευγενικό, αλλά λίγο. Το γεμάτο με πελάτες εστιατόριο (με τραπέζια και στο πατάρι και στον εξωτερικό χώρο) εξυπηρετούσαν τρία άτομα. Ενίοτε έπρεπε να αναζητήσουμε κάποιον για περισσότερο νερό (πολύ αλάτι, όπως είπαμε) ή για τον λογαριασμό, για περισσότερη ώρα απ’ όσο θα μπορούσες να θεωρήσεις λογική σε ένα εστιατόριο αυτής της κατηγορίας.
Γενικώς η γευστική εμπειρία, χωρίς να είναι κακή, είναι άνιση. Δεν κατάφερε να φτάσει την προσδοκία που δημιουργεί, όσο κι αν θέλαμε να μας αρέσει ένα τόσο καλοφτιαγμένο μέρος.
Διαβάστε επίσης
“Κόκκινα” δάνεια: Πώς έφτασαν σε χαμηλό 15ετίας και το προφίλ των ρυθμίσεων
Jumbo: Αύξηση 6,3% στις πωλήσεις το 2024, ξεπέρασαν το guidance
Η μάχη με τις διαρροές νερού σε Ελλάδα & ΕΕ σε περίοδο λειψυδρίας