THEPOWERGAME
Η Ρωσία παράγει αρκετά στρατιωτικά εξαρτήματα για να κατασκευάσει έναν στρατό στο μέγεθος της Γερμανίας κάθε έξι έως 12 μήνες. Υπό τον ρεβανσιστή πρόεδρό της, Vladimir Putin είναι απασχολημένη με την εισβολή σε μια ευρωπαϊκή χώρα, ενώ παρεμβαίνει στις υποθέσεις πολλών άλλων. Οι αξιωματικοί των δυτικών υπηρεσιών πληροφοριών φαίνεται να πιστεύουν ότι μια επίθεση τύπου Ουκρανίας σε έναν σύμμαχο του ΝΑΤΟ μέχρι το 2030 είναι μια εξέλιξη με μεγάλη πιθανότητα.
Αντιμέτωποι με αυτήν την απογοητευτική ανάλυση, οι Ευρωπαίοι θα συγχωρούνταν για τον πανικό τους να τα δώσουν όλα στην άμυνα, κάνοντας πραγματική ζημιά στην οικονομία της ηπείρου. Αλλά μην ανησυχείτε. Με τους πολιτικούς να τσακώνονται για τις συντάξεις και τις κοινωνικές δαπάνες και να μην επιθυμούν να αυξήσουν τους φόρους, η πραγματικότητα δείχνει μια ήπειρο απρόθυμη να ταλαιπωρηθεί για κάτι τόσο ασήμαντο όσο η απόκρουση ενός πιθανού εισβολέα. Φυσικά και οι Ευρωπαίοι θέλουν περισσότερες στρατιωτικές δαπάνες. Ορισμένοι κάνουν λόγο γελοιωδώς για τη δημιουργία μιας «πολεμικής οικονομίας». Αλλά ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε στην περίπτωση που κάποιος αναγκάσει τους ψηφοφόρους να υπομείνουν το κόστος της.
Οι περικοπές στην άμυνα δεν είναι κάτι καινούργιο για τους Ευρωπαίους. Μετά τη λήξη του ψυχρού πολέμου, η περικοπή των στρατιωτικών προϋπολογισμών έγινε κανόνας, όπως το να παίρνει κανείς άδεια τον Αύγουστο ή να συνταξιοδοτείται στην ακμή του. Μέχρι το 2014 τα σημερινά 27 μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δαπανούσαν λιγότερο από το 1,4% του συλλογικού τους ΑΕΠ για την άμυνα -λιγότερο απ’ ό,τι για αλκοόλ και καπνό. Το στρατιωτικό ποσοστό αυξήθηκε έκτοτε με σταθερό, αν και μη θεαματικό, ρυθμό (όπως ακριβώς βγήκαν από τη μόδα το αλκοόλ και τα τσιγάρα).
Φέτος, τα μέλη της ΕΕ θα επιτύχουν επιτέλους από κοινού τον στόχο του 2% που έχει θέσει το ΝΑΤΟ, στο οποίο ανήκουν τα περισσότερα από αυτά, δέκα χρόνια μετά την πρώτη επίθεση του κ. Putin στην Ουκρανία. Κάποιες μεγάλες χώρες, κυρίως η Ιταλία και η Ισπανία, εξακολουθούν να βρίσκονται πολύ κάτω από αυτό το επίπεδο. Βέβαια, το ποσοστό του 2% μοιάζει ευτελές τώρα που η Ρωσία αφιερώνει τα δύο πέμπτα του προϋπολογισμού της (και πάνω από το 8% του ΑΕΠ) στην άμυνα και την ασφάλεια. Όπως σημειώνει ο Guntram Wolff του κέντρου μελετών Bruegel, στις Βρυξέλλες, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το κόστος των στρατευμάτων, δαπανά περισσότερα για τις ένοπλες δυνάμεις της απ’ ό,τι οι τέσσερις κύριες στρατιωτικές δυνάμεις της Ευρώπης -η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Πολωνία- μαζί.
Ο Donald Trump, επιστρέφοντας στον Λευκό Οίκο, ξεκαθάρισε ότι δεν θα ανεχθεί πλέον η Ευρώπη να δαπανά περίπου το ένα τρίτο των αμυντικών δαπανών της Αμερικής. Στις 8 Δεκεμβρίου επανέλαβε ότι είναι πρόθυμος να παραμείνει στο ΝΑΤΟ μόνο εφόσον οι Ευρωπαίοι «πληρώνουν τους λογαριασμούς τους». Για να κατευνάσει τον επερχόμενο αρχιανατροπέα και να αποτρέψει τον κ. Putin, η Ευρώπη γνωρίζει ότι πρέπει να βρει περισσότερα χρήματα. Το πρόβλημα είναι ότι πολλά εθνικά ταμεία είναι άδεια και η πολιτική σε ολόκληρη την ήπειρο είναι πιο ακατάστατη από ποτέ.
Στη Γαλλία επικρατεί χάος. Η Γερμανία βρίσκεται στην αρχή μιας προεκλογικής εκστρατείας που πιθανώς θα καταλήξει σε νέο καγκελάριο μόνο μετά από μήνες διαπραγματεύσεων για τη δημιουργία συνασπισμού. Η συλλογική δράση σε επίπεδο ΕΕ παρεμποδίζεται από το γεγονός ότι ορισμένοι πρωθυπουργοί, όπως ο Viktor Orban της Ουγγαρίας, σέβονται το Κρεμλίνο περισσότερο απ’ ό,τι τους συναδέλφους τους Ευρωπαίους ηγέτες.
Όλοι γνωρίζουν ότι οι στρατοί τους χρειάζονται περισσότερα κονδύλια, για να αναπληρώσουν ακόμα και τα αποθέματα που έχουν σταλεί στην Ουκρανία. Πώς, όμως, θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο; Ο απλούστερος τρόπος είναι οι εθνικές κυβερνήσεις, οι οποίες άλλωστε εποπτεύουν τις ένοπλες δυνάμεις τους και δαπανούν το μεγαλύτερο μέρος των φόρων που εισπράττονται στην Ευρώπη, να κόψουν μεγαλύτερες επιταγές. Μερικές ήδη το κάνουν. Η Πολωνία λέει ότι το επόμενο έτος θα δαπανήσει το 4,7% του ΑΕΠ της για την άμυνα, το μεγαλύτερο ποσοστό από κάθε άλλο μέλος του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, άλλοι περιορίζονται από το γεγονός ότι έχουν εξαντλήσει την εθνική τους πιστωτική κάρτα: Η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία έχουν όλες δείκτες χρέους προς το ΑΕΠ άνω του 100% και δέχονται πιέσεις τόσο από τις αγορές όσο και από τους μανδαρίνους της ΕΕ να βελτιώσουν τα δημόσια οικονομικά τους.
Εκτός από τις χώρες που συνορεύουν με τη Ρωσία, οι ψηφοφόροι που καταρρακώθηκαν από την covid και στη συνέχεια από την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας δεν έχουν καμία διάθεση για λιγότερες κοινωνικές δαπάνες ή υψηλότερους φόρους. Το «μη μας στερείτε ευημερία», είναι η ουσία της σημερινής πολιτικής της Ευρώπης.
Ένας άλλος τρόπος για να ενισχυθούν οι αμυντικές δαπάνες είναι αυτό να γίνει σε επίπεδο ΕΕ. Όπως σημειώνει ο κ. Wolff, ο συντονισμός των στρατιωτικών αγορών μεταξύ των 27 μελών θα είχε ως αποτέλεσμα οικονομίες κλίμακας κατά την προμήθεια όπλων. Ο Andrius Kubilius, ο οποίος την 1η Δεκεμβρίου ανέλαβε για πρώτη φορά επίτροπος άμυνας του μπλοκ, έχει ζητήσει ο επερχόμενος επταετής προϋπολογισμός του να περιλαμβάνει 100 δισ. ευρώ (105 δισ. δολάρια) για την άμυνα. Όσο μετριοπαθή και αν φαίνονται τα 14 δισ. ευρώ ετησίως για ένα μπλοκ με ΑΕΠ 18 τρισ. ευρώ, ακόμα και αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί δύσκολο: θα απαιτούσε είτε μεγαλύτερο συνολικό προϋπολογισμό της ΕΕ (δύσκολο, δεδομένου ότι οι σκληρές δεξιές κυβερνήσεις δεν επιθυμούν να στείλουν περισσότερα χρήματα στις Βρυξέλλες) είτε να μειωθούν οι υφιστάμενοι αποδέκτες της γενναιοδωρίας της ΕΕ (δηλαδή, να δυσαρεστηθούν οι χαϊδεμένοι αγρότες, οι οποίοι καρπώνονται το ένα τρίτο του προϋπολογισμού).
Μήπως τα χρήματα θα μπορούσαν βρεθούν από τον κοινό δανεισμό των μελών της ΕΕ, όπως έγινε για να χρηματοδοτηθεί ένα ταμείο 750 δισ. ευρώ για την αποκατάσταση των ζημιών της πανδημίας το 2021; Η Γαλλία έχει προτείνει ένα τέτοιο κοινό ομόλογο, το οποίο θα βοηθούσε να παρακαμφθεί το ζήτημα των δημοσιονομικών περιορισμών, αλλά περισσότερο χρέος σε επίπεδο ΕΕ είναι απαράδεκτο για «συνετές» χώρες όπως οι Κάτω Χώρες που βλέπουν τον κοινό δανεισμό ως ένα σχέδιο που βάζει τους λιτούς βόρειους να πληρώνουν για τους σπάταλους νότιους.
Συνεπώς, η Ευρώπη χρειάζεται έξυπνα τεχνάσματα για να χρηματοδοτήσει την άμυνά της χωρίς να ξεπερνά διάφορες κόκκινες γραμμές. Μια ιδέα είναι η δημιουργία ενός «συνασπισμού των προθύμων» στην Ευρώπη να συγκεντρώσει 500 δισ. ευρώ, δημιουργώντας ένα ταμείο που θα υποστηρίζεται ουσιαστικά από υποσχέσεις για υψηλότερες μελλοντικές αμυντικές δαπάνες. Η Βρετανία θα μπορούσε να συνεισφέρει στο ταμείο, το οποίο θα χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία οπλοστασίων και στρατιωτικών τμημάτων σε μια δεκαετία. Επειδή πρόκειται για κοινό χρέος, δεν θα συμπιέσει τα εθνικά οικονομικά, αλλά καθώς είναι εκτός ΕΕ, οι φειδωλοί βόρειοι μπορούν πιθανώς να συμφωνήσουν (και ο κ. Όρμπαν δεν θα μπορούσε να ασκήσει βέτο).
Οι λεπτομέρειες του σχεδίου είναι ασαφείς. Το κύριο πλεονέκτημά του είναι ότι δεν έχει καταρριφθεί από τότε που οι Financial Times το ανέφεραν στις 5 Δεκεμβρίου. Ένα μεγάλο ποσό θα βοηθούσε να σταλεί στον κ. Τραμπ το μήνυμα ότι η Ευρώπη κάνει κάτι. Στην πράξη, τα επιπλέον 500 δισ. ευρώ θα ωθούσαν τις δαπάνες σε μόλις 2,4% του ΑΕΠ της ΕΕ (εν τω μεταξύ, προβάλλεται ένας νέος στόχος του ΝΑΤΟ για 3%). Και φυσικά μετά θα ακολουθούσε μια σύγκρουση για τις δαπάνες. Ποιος αποφασίζει αν θα αγοραστεί εξοπλισμός κατασκευασμένος στην Ευρώπη (όπως προτιμά η Γαλλία, για να διασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη «στρατηγική αυτονομία» της ΕΕ) ή έτοιμα όπλα από την Αμερική (όπως θα ήθελαν πολλοί άλλοι, για να διασφαλιστεί ότι το υλικό θα παραδοθεί σύντομα), ας πούμε; Η εξεύρεση χρημάτων για την άμυνα είναι δύσκολη, η πληρωμή της, όμως, μπορεί να είναι ακόμα δυσκολότερη.
© 2024 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com