THEPOWERGAME
Στις 23 Νοεμβρίου ο Mark Rutte, ο νέος επικεφαλής του ΝΑΤΟ, και ο Donald Trump, ο εκλεγμένος πρόεδρος της Αμερικής, φωτογραφήθηκαν μαζί χαμογελώντας και σφίγγοντας τα χέρια στο Παλμ Μπιτς της Φλόριντα. Ωστόσο, τα υπουργεία Άμυνας της Ευρώπης βρίθουν ζοφερών προγνώσεων. Σε μια συγκέντρωση αξιωματούχων της άμυνας και στελεχών της αμυντικής βιομηχανίας στην Πράγα λίγες ημέρες μετά τις εκλογές, το πιο αισιόδοξο που ακούστηκε ήταν ότι ο κ. Trump είναι «απρόβλεπτος». Κάποιοι άλλοι ήταν πολύ λιγότερο αισιόδοξοι.
Ορισμένοι στη συνάντηση, η οποία διοργανώθηκε από το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών (IISS), πήραν θάρρος από το γεγονός ότι 23 από τα 32 μέλη του ΝΑΤΟ πληρούν ή υπερβαίνουν φέτος τον στόχο για δαπάνες 2% του ΑΕΠ που θεσπίστηκε πριν από δέκα χρόνια μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία. Από το 2022, όταν η Ρωσία ξεκίνησε την εισβολή της στην Ουκρανία, οι αμυντικοί προϋπολογισμοί σε όλη την Ευρώπη αυξάνονται σταθερά. Φέτος, οι συνολικές δαπάνες έφτασαν τα 436 δισ. δολάρια, παρουσιάζοντας κατά μέσο όρο αύξηση 9% σε πραγματικούς όρους.
Ελάχιστοι πιστεύουν ότι αυτό είναι αρκετό να πείσει τον κ. Trump ότι οι σύμμαχοι της Αμερικής κάνουν αυτό που πρέπει. Φαίνεται να αντιπαθεί την ίδια την έννοια του ΝΑΤΟ, το οποίο ιδρύθηκε με βάση την αρχή ότι όλα τα μέλη είναι υποχρεωμένα να θεωρούν μια επίθεση εναντίον ενός ως επίθεση εναντίον όλων. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, κάλεσε τη Ρωσία να «κάνει ό,τι στο καλό θέλει» σε οποιαδήποτε χώρα του ΝΑΤΟ που δεν ανταποκρίνεται στην υποχρέωση να προστατέψει πάνω απ’ όλα τον εαυτό της δαπανώντας για την άμυνά της.
Ο κ. Rutte προειδοποίησε ότι ο στόχος του 2% των δαπανών είναι πλέον παρωχημένος: δεν αρκεί ούτε για να εντυπωσιάσει τον κ. Trump, ούτε για να αποτρέψει τον Vladimir Putin σε περίπτωση που η Ευρώπη αναγκαστεί να αναλάβει το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την ασφάλειά της, όπως φαίνεται πολύ πιθανό. Εάν ο κ. Trump περικόψει τη στρατιωτική υποστήριξη προς την Ουκρανία για να την οδηγήσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, η Ευρώπη θα πρέπει να συνεισφέρει πολύ περισσότερη χρηματοδότηση και οπλισμό, τη στιγμή μάλιστα που αγωνίζεται να αναπληρώσει τα δικά της αποθέματα.
Η Πολωνία δίνει το ρυθμό, με τη φιλοδοξία το επόμενο έτος να δαπανήσει το 5% του ΑΕΠ για την άμυνα, ενώ τα τρία κράτη της Βαλτικής αναμένεται να δαπανήσουν πάνω από 3%. Ο κ. Rutte δεν έχει θέσει μέχρι στιγμής νέο στόχο. Πιστεύει ότι μπορεί να έχει περισσότερο νόημα να δοθούν σε συγκεκριμένες χώρες «στόχοι δυνατοτήτων». Ωστόσο, αν υποθέσουμε ότι ο κ. Trump καταδέχεται να παραστεί στην επόμενη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ, στη Χάγη τον Ιούνιο, μπορεί να χρειαστεί μια δέσμευση για την επίτευξη του 3% για να τον σταματήσει από το να «πετάξει τα παιχνίδια του έξω από το καροτσάκι», όπως το έθεσε ένας αξιωματούχος στην Πράγα. Ο Bastian Giegerich, γενικός διευθυντής του IISS, δηλώνει ότι το 3% είναι, εξάλλου, εύκολο για όλους να το καταλάβουν. Όπως λέει ο κ. Giegerich, η Ευρώπη για να το επιτύχει θα πρέπει να αυξήσει τις ετήσιες δαπάνες της κατά 280 δισ. δολάρια σε τρέχουσες τιμές. Σε πρακτικούς όρους, η Γερμανία, για παράδειγμα, θα πρέπει να βρει επιπλέον περίπου 40 δισ. δολάρια ετησίως.
Παρ’ όλο τον ανταγωνισμό του κ. Trump προς το ΝΑΤΟ, οι υποψήφιοι υπουργοί Εξωτερικών – ο Marco Rubio και ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας, Mike Waltz, κατανοούν την αξία της συμμαχίας, λέει ο Sir Lawrence Freedman, Βρετανός στρατιωτικός στρατηγικός αναλυτής. (Υπάρχουν όμως σοβαρές αμφιβολίες για ορισμένες από τις άλλες επιλογές του προέδρου). Σε περίπτωση σημαντικών αλλαγών στο status quo, θα υπάρξει ισχυρή αντίσταση εντός των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων, και απώθηση από πολλούς Ρεπουμπλικάνους γερουσιαστές που θα δυσκολευτούν να εγκαταλείψουν την αμερικανική ηγεσία του ΝΑΤΟ.
Αντιθέτως, ο Sir Lawrence πιστεύει ότι στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ μπορεί να δημιουργηθούν περισσότεροι συνασπισμοί για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων, όπως το Κοινό Εκστρατευτικό Σώμα, μια στρατιωτική συμμαχία δέκα ευρωπαϊκών κρατών που ιδρύθηκε το 2014 για την προστασία της βόρειας Ευρώπης. Άλλες πιο πρόσφατες περιλαμβάνουν την υπό γερμανική ηγεσία πρωτοβουλία 21 εθνών ονόματι European Sky Shield Initiative για τη δημιουργία μιας πολυεπίπεδης αεράμυνας τύπου Ισραήλ- και έναν συνασπισμό μεταξύ της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Πολωνίας για την ανάπτυξη πυραύλων κρούσης μεγάλου βεληνεκούς.
Ο κ. Giegerich προτείνει οι ευρωπαϊκές χώρες, αντί να σχεδιάζουν να τα καταφέρουν χωρίς την Αμερική, θα πρέπει να αναπτύξουν την ικανότητα να λειτουργούν, τουλάχιστον υπό ορισμένες συνθήκες, με ελάχιστη αμερικανική βοήθεια. Η Ευρώπη εξακολουθεί να υστερεί σε πυραύλους αεράμυνας όλων των βεληνεκών, σε δύναμη κρούσης ακριβείας και σε εναέρια επιτήρηση, διοίκηση και έλεγχο. Ο κ. Giegerich εκτιμά ότι, ακόμα και με επαρκή χρηματοδότηση, θα χρειαστούν δέκα χρόνια ώστε η Ευρώπη να μειώσει ουσιαστικά την εξάρτησή της από την Αμερική.
Ένα ανώτερος αξιωματούχος του ΝΑΤΟ επισημαίνει ότι πολλές χώρες μέλη, σε περίπτωση πολέμου υψηλής έντασης, δυσκολεύονται να στρατολογήσουν. Αρκετές χώρες που κατάργησαν τη στράτευση μετά τον ψυχρό πόλεμο εξετάζουν το ενδεχόμενο να την επαναφέρουν σε κάποια μορφή ως έναν τρόπο ανασυγκρότησης επαρκών αποθεμάτων. Δεκαετίες παραμέλησης μετά τον ψυχρό πόλεμο έχουν καταστήσει τόσο το προσωπικό όσο και τα επίπεδα εξοπλισμού ανεπαρκή. Η Ευρώπη θα χρειαστεί σταθερά υψηλότερα επίπεδα χρηματοδότησης και μια πιο ανθεκτική αμυντική-βιομηχανική βάση για να αποκαταστήσει τη ζημία.
Δεν είναι σαφές πού θα βρεθούν αυτά τα χρήματα, πόσο μάλλον η πολιτική βούληση. Η εύρεσή τους θα πρέπει να γίνει εις βάρος κοινωνικών προγραμμάτων που είναι πολύ πιο δημοφιλή στους ψηφοφόρους. Οι μεγάλοι σπάταλοι της άμυνας, όπως η Βρετανία και η Γαλλία, έχουν νέες κυβερνήσεις που προσπαθούν παράλληλα να μειώσουν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα. Το συνταγματικό φρένο χρέους της Γερμανίας περιορίζει την υποστήριξή της προς την Ουκρανία (αν και το ερώτημα για το πώς θα βρεθεί τρόπος να παρακαμφθεί συζητείται στην προεκλογική εκστρατεία ενόψει των εκλογών στις αρχές του επόμενου έτους). Οι εξελίξεις έχουν δημιουργήσει πίεση στην ΕΕ να μειώσει τη δημοσιονομική χαλαρότητα για τις χώρες μέλη που θέλουν να δανειστούν για να ενισχύσουν τις ένοπλες δυνάμεις τους. Η ιδέα είναι η ΕΕ να αποφανθεί ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει κρίση ασφαλείας παρόμοια με την κατάσταση έκτακτης ανάγκης της πανδημίας.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκανε ένα σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση στις 11 Νοεμβρίου, επιτρέποντας να δαπανηθούν ορισμένα «κονδύλια συνοχής» από τον επταετή κοινό προϋπολογισμό της, ύψους ενδεχομένως έως και 130 δισ. ευρώ (137 δισ. δολάρια), σε προγράμματα που σχετίζονται με τον στρατό. Σύμφωνα με δημοσίευμα των Financial Times, τις επόμενες εβδομάδες οι κυβερνήσεις των κρατών μελών θα ενημερωθούν ότι τα χρήματα αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη στήριξη των αμυντικών βιομηχανιών τους και για επενδύσεις σε έργα βελτίωσης των στρατιωτικών υποδομών σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Η πρόεδρος της Επιτροπής, Ursula von der Leyen, που διορίστηκε εκ νέου για δεύτερη θητεία, έχει θέσει ως προτεραιότητα την οικοδόμηση μιας «Ευρωπαϊκής Ένωσης Άμυνας». Έχει υποδείξει πολιτικούς από δύο κράτη πρώτης γραμμής σε θέσεις-κλειδιά. Η Kaja Kallas, πρώην πρωθυπουργός της Εσθονίας, πρόκειται από την 1η Δεκεμβρίου να γίνει η κορυφαία διπλωμάτης της ΕΕ, ενώ ο Andrius Kubilius, πρώην πρωθυπουργός της Λιθουανίας, επιλέχθηκε ως ο πρώτος επίτροπος άμυνας της ΕΕ. Το επίκεντρο του έργου του κ. Kubilius θα είναι ο συντονισμός των αμυντικών προμηθειών, η καθοδήγηση της κατακερματισμένης ευρωπαϊκής βιομηχανίας προς τη δημιουργία κοινών προγραμμάτων που θα περιορίζουν τις άσκοπες επικαλύψεις και η επένδυση σε νέες ικανότητες.
Το ΝΑΤΟ έχει στο παρελθόν αντιμετωπίσει με καχυποψία τις φιλοδοξίες της ΕΕ να εισχωρήσει στο έδαφός του. Ο ανώτερος αξιωματούχος του ΝΑΤΟ λέει: «Όλοι πρέπει να κάνουν αυτό που τους αναλογεί. Εάν η ΕΕ μπορεί να κινητοποιήσει χρήματα και να αυξήσει τη στρατιωτική και βιομηχανική της ικανότητα, θα είναι σπουδαίο». Ωστόσο προειδοποιεί ότι η ΕΕ πρέπει να αποφύγει τον προστατευτισμό. Μια ανταγωνιστική αμυντική αγορά πρέπει να περιλαμβάνει μέλη του ΝΑΤΟ, όπως η Βρετανία, η Νορβηγία και η Τουρκία -για να μην αναφέρουμε την Αμερική- που δεν ανήκουν στην ΕΕ. Αυτή την εβδομάδα αναφέρθηκε ότι η Γαλλία εγκατέλειψε τη μακροχρόνια αντίθεσή της στην παροχή κινήτρων χρηματοδοτούμενων από την ΕΕ για την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία σε επιχειρήσεις εκτός ΕΕ.
Ο κ. Trump θα μπορούσε ενδεχομένως να πεισθεί ότι η Ευρώπη κινείται αρκετά γρήγορα προς τη σωστή κατεύθυνση για να διατηρήσει την Αμερική δεσμευμένη, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, στην ασφάλεια της ηπείρου. Όμως η Αμερική είναι απασχολημένη με την αντιμετώπιση της Κίνας και η Ρωσία θα εκμεταλλευτεί κάθε ευκαιρία για να διχάσει και να αποδυναμώσει το ΝΑΤΟ. Οι ηγέτες της Ευρώπης γνωρίζουν ότι, για να παραμείνουν ίδια, τα πάντα γύρω από τις αμυντικές δαπάνες πρέπει να αλλάξουν. Το αν οι ψηφοφόροι της Ευρώπης αντιλαμβάνονται, ή αποδέχονται αυτή την πραγματικότητα, είναι άλλο θέμα.
© 2024 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com
Διαβάστε επίσης
Η αμυντική καινοτομία, οι startups και η αναξιοποίητη ευκαιρία
attica: Το management και οι επενδύσεις που θα τα κάνουν Harrods
ΙΕΑ Wind: H ακτινογραφία της αιολικής ενέργειας στην Ελλάδα