THEPOWERGAME
Το κορυφαίο γεγονός των τελευταίων ημερών, που δεν είναι άλλο από τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές, αξιολόγησε η ελληνική κοινή γνώμη σε δημοσκόπηση της GPO για τα Παραπολιτικά, με ποσοστό 49,1% να κρίνει θετικά το αποτέλεσμα έναντι 46,9% που θεωρεί τη συγκεκριμένη εξέλιξη ένα αρνητικό γεγονός.
Ειδικότερα, στο στοιχείο που φαίνεται να συμφωνεί η πλειοψηφία σε ποσοστό 62,7% είναι ότι αυτό το αποτέλεσµα είναι πιθανόν να δώσει πολιτική ώθηση και στα δεξιά ελληνικά πολιτικά κόµµατα, που µαζί µε τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά όµορα σχήµατα αισθάνονται ότι διαθέτουν πλέον την απαραίτητη πολιτική και ιδεολογική κάλυψη για να προτεραιοποιήσουν τη δική τους ατζέντα.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Δημοσκόπηση GPO για τα Παραπολιτικά: Πρώτη η ΝΔ με 26,6%
Στο εσωτερικό µέτωπο, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση της GPO για τα «Παραπολιτικά» και στην ενότητα αξιολόγησης της κυβερνητικής πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας, το 61,4% κρίνει αρνητικά το έργο της κυβέρνησης, τονίζοντας ότι η χώρα µάλλον κινείται προς τη λάθος κατεύθυνση. Ωστόσο η κυβέρνηση συνεχίζει να αποσπά 37,9% των θετικών απόψεων, που, µε βάση όλα όσα έχουν συµβεί το τελευταίο διάστηµα και τη δηµοσκοπική φθορά που υφίσταται, είναι αρκετά σηµαντικό, καθώς της εξασφαλίζει µια σχετικά διευρυµένη βάση και ένα ακροατήριο που εκδηλώνεται µε θετική προδιάθεση απέναντι στα κυβερνητικά πεπραγµένα.
Σημαντικό παράγοντα αποτελεί η θετική αποτίµηση των χειρισµών της στα Ελληνοτουρκικά, για τους οποίους συνεχίζει να απολαµβάνει την εµπιστοσύνη του 51,5%.
Ειδικότερα η πρόθεση ψήφου είναι η εξής:
- Νέα Δημοκρατία 26,6%
- ΣΥΡΙΖΑ: 5,8%
- ΠΑΣΟΚ: 17,1%
- Ελληνική Λύση: 7,8%
- ΚΚΕ: 7,9%
- Νίκη: 3,1%
- Πλεύση Ελευθερίας: 3,5%
- Φωνή Λογικής: 4,6%
- ΜέΡΑ25: 1,5%
- Νέα Αριστερά: 2%
- Νέο κόμμα Κασσελάκη: 2,6%
- Άλλο: 1,6%
- Λευκό Άκυρο: 1,7%
- Δεν θα ψηφίσω: 1,8%
- Αναποφάσιστοι: 12,4%
«Καμπανάκι» για ΝΔ, Σαμαρά και Καραμανλή
Η ευρύτερη κοινή γνώµη, αλλά και οι ψηφοφόροι της Ν.∆. δεν φαίνεται να συµµερίζονται σε µεγάλο βαθµό τις ανησυχίες που έχουν εκφράσει το τελευταίο διάστηµα οι πρώην πρωθυπουργοί Αντ. Σαµαράς και Κ. Καραµανλής, των οποίων οι παρεµβάσεις εκλαµβάνονται από την πλειοψηφία σε ποσοστό 58,3% ως ενέργειες µε στόχο την αποδυνάµωση του κ. Μητσοτάκη παρά ως καλές υπηρεσίες που προσφέρονται στην κεντροδεξιά παράταξη, µε σκοπό τη βελτίωση της εφαρµοζόµενης πολιτικής της.
Εχουν βέβαια ενδιαφέρον οι απαντήσεις των ψηφοφόρων της Ν.∆., που σε ποσοστό 50,5% ζητούν την υιοθέτηση µιας πιο δεξιάς πολιτικής ατζέντας, άποψη όµως που δεν φαίνεται να ενστερνίζεται η υπόλοιπη κοινή γνώµη, η οποία σε ποσοστό 59% δεν θα ήθελε να δει µια τέτοια στροφή.
Δεύτερο το ΠΑΣΟΚ, «κατάρρευση» για ΣΥΡΙΖΑ
Το ΠΑΣΟΚ, από την πλευρά του, είναι ο µεγάλος κερδισµένος της τελευταίας περιόδου, αποσπώντας ήδη το 34,3% των θετικών απόψεων του συνόλου για την αντιπολιτευτική του τακτική, για την οποία το 66,4% της ευρύτερης κοινής γνώµης και το 80,2% των ψηφοφόρων του θεωρούν ότι πρέπει να οξυνθεί περαιτέρω και να γίνει πιο σκληρή απέναντι στην κυβέρνηση.
Το ΠΑΣΟΚ έχει καταλάβει ήδη τη θέση της ουσιαστικής αντιπολίτευσης και περιµένει να ολοκληρωθούν οι διεργασίες στον ΣΥΡΙΖΑ για να καταστεί και κοινοβουλευτικά αξιωµατική αντιπολίτευση. Μέσα σε έναν µήνα καταγράφει νέα αύξηση 2,8% στην πρόθεση ψήφου και βρίσκεται πλέον στο 17,1%, 9,5 ποσοστιαίες µονάδες πίσω από τη Ν.∆., που συνεχίζει να κινείται σε ποσοστά ευρωεκλογών µε 26,6%.
Στον αντίποδα, συνεχίζεται η δηµοσκοπική υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ, που αποτυπώνεται πλέον στο 5,8%, στην πέµπτη θέση, πίσω από το ΚΚΕ µε 7,9% και την Ελληνική Λύση µε 7,8%. Σταθερά ανοδική πορεία για τη Φωνή Λογικής στο 4,6%, ενώ θα πρέπει να επισηµάνουµε ότι, παρ’ όλο που το κόµµα του κ. Κασσελάκη δεν έχει επισήµως ανακοινωθεί και ως εκ τούτου δεν συµπεριλαµβανόταν στη λίστα των κοµµάτων, κατέγραψε αυθόρµητες αναφορές που το φέρνουν στο 2,6%.
Φαβορί ο Πολάκης, «δεξαμενή» για Κασσελάκη
Ειδική ενότητα της µέτρησης αποτέλεσαν οι εσωκοµµατικές εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ, για τον οποίο το πρώτο που µπορούµε να πούµε ως γενική παρατήρηση είναι η ανοµοιογένεια που καταγράφεται µεταξύ των ψηφοφόρων των βουλευτικών εκλογών του 2023, των ψηφοφόρων των ευρωεκλογών και όσων σήµερα δηλώνουν πρόθεση να συνεχίσουν να τον ψηφίζουν. Η εκλογική συµπεριφορά και οι τοποθετήσεις των παραπάνω κοινών εµφανίζουν σηµαντικές διαφοροποιήσεις, που καθιστούν πολύ δύσκολη έως αδύνατη οποιαδήποτε εκτίµηση για τις επικείµενες εκλογές.
Ενα χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι η στάση απέναντι στην απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής να µην επιτρέψει στον κ. Κασσελάκη να είναι υποψήφιος: Η συγκεκριµένη απόφαση κρίνεται από την πλειοψηφία των ψηφοφόρων αρνητικά, µε διαφορετική όµως ένταση µεταξύ όσων είχαν ψηφίσει στις ευρωεκλογές, όπου η αρνητική τοποθέτηση καταγράφεται στο 75,9%, ενώ µεταξύ όσων παραµένουν στο κόµµα το αντίστοιχο ποσοστό είναι 56,9%.
Οσον αφορά την πλευρά που ευθύνεται κυρίως για τη διάσπαση, οι ψηφοφόροι των ευρωεκλογών δείχνουν προς την πλευρά της πλειοψηφίας, ενώ οι σηµερινοί ψηφοφόροι επιρρίπτουν ευθύνες κυρίως στην πλευρά Κασσελάκη. Το καινούργιο στοιχείο που αναδεικνύεται είναι η αποτύπωση της δεξαµενής που διαθέτει το υπό ίδρυση κόµµα, το οποίο θεωρεί πολύ και αρκετά πιθανό να ψηφίσει το 8,3% του συνόλου και το 27,7% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Να επισηµάνουµε ότι τα συγκεκριµένα ποσοστά δεν αποτελούν πρόθεση ψήφου, αλλά καταγραφή των δυνητικών ορίων του κόµµατος.
Η αντίφαση που περιγράψαµε παραπάνω γίνεται ακόµα πιο έντονη στην προσπάθεια να αποκρυπτογραφήσουµε τις προτιµήσεις των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ για την επικείµενη εκλογική διαδικασία. ∆ιαµορφώνεται λοιπόν ένα περιβάλλον στο οποίο µεταξύ των ψηφοφόρων των ευρωεκλογών έχουµε µια αµφίρροπη µάχη µεταξύ των κ. Πολάκη και Φάµελλου, η οποία όµως αποκτά πολύ ξεκάθαρο φαβορί, τον κ. Πολάκη, όταν επικεντρώνεται στους σηµερινούς ψηφοφόρους του κόµµατος. Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι αυτό που θα καθορίσει την τελική εκλογική έκβαση είναι η σύνθεση του σώµατος που θα λάβει τελικά µέρος στη διαδικασία.
Διαβάστε επίσης
Ντόναλντ Τραμπ: Η αμύθητη περιουσία και ποιος τη διαχειρίζεται
Τάισον VS Πολ: Αγώνας πυγμαχίας με εκατομμύρια που “ζαλίζουν”
Ξηρασία και πλημμύρες πλήττουν υποδομές: Τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα