THEPOWERGAME
Πριν σαράντα χρόνια, στις 10 Μαΐου, ο François Mitterrand έγραψε ιστορία, ως ο πρώτος σοσιαλιστής πρόεδρος της Γαλλίας μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Στις προεδρικές εκλογές του επόμενου έτους, το κόμμα που ο ευφυής ηγέτης οδήγησε θριαμβευτικά στην εξουσία το 1981 θα μπορούσε να γράψει ξανά ιστορία, αλλά μάλλον για διαφορετικό λόγο. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα διατρέχει τον κίνδυνο να μην καταφέρει να φτάσει στον επαναληπτικό γύρο των προεδρικών εκλογών για δεύτερη συνεχή φορά.
Ένα χρόνο πριν τις εκλογές, οι δημοσκοπήσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη. Η γαλλική ιστορία βρίθει αρχικά αγαπημένων προσωπικοτήτων –ο Alain Juppé, ο Dominique Strauss-Kahn- που τελικά δεν κατόρθωσαν ποτέ να φτάσουν στο Elysée. Ένα χρόνο πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2017, ο Emmanuel Macron δεν είχε περιληφθεί ούτε σε μία δημοσκόπηση. Σύμφωνα με το μέσο όρο των δημοσκοπήσεων που διενεργήθηκαν φέτος, εικάζοντας ότι η Anne Hidalgo, η δήμαρχος του Παρισιού, θα είναι η υποψήφια των Σοσιαλιστών, φαίνεται ότι το κόμμα θα πάρει μόλις 8% στον πρώτο γύρο. Το ποσοστό αυτό δεν θα ήταν αρκετό ώστε να την οδηγήσει στον δεύτερο γύρο. Ακόμα χειρότερα, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, αν τα κατάφερνε να περάσει και να αντιμετωπίσει τη Marine LePen, ηγέτιδα της ακροδεξιάς Εθνικής Συσπείρωσης (RN), η κυρία LePen θα έβγαινε νικήτρια.
Τέσσερα χρόνια αφότου ο κ. Macron έκανε την ανατροπή στη γαλλική πολιτική, οι πρώην κυρίαρχες δυνάμεις της χώρας – τόσο η αριστερά όσο και η δεξιά – ποτέ δεν φαίνονταν τόσο αδύναμες ή ασταθείς. Η αριστερά παραμένει διαιρεμένη. Οι Πράσινοι (Europe Écologie Les Verts) κυριάρχησαν σε μερικές μεγάλες πόλεις στις δημοτικές εκλογές του προηγούμενου έτους. Εντούτοις, σε εθνικό επίπεδο αγωνίζονται και διαφωνούν μεταξύ τους. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ο Yannick Jadotο οποίος προβλέπεται από πολλούς ότι θα είναι ο υποψήφιος των Πρασίνων, θα χάσει επίσης την κ. LePen στις επαναληπτικές. Τον περασμένο μήνα οργάνωσε μια συνάντηση στο Παρίσι με άλλα κόμματα της αριστεράς σε μια προσπάθεια να βρεθεί ένας κοινός υποψήφιος. Η προσπάθεια απέτυχε, κυρίως επειδή ο Jean-Luc Mélenchon, αρχηγός του αριστερού κόμματος Unsubmissive France, απουσίαζε, αψηφώντας το lockdown, σε επίσκεψη στη Λατινική Αμερική για να ελέγξει την πορεία του σοσιαλισμού στη Βολιβία.
Τα πράγματα φαίνονται λίγο καλύτερα στη δεξιά. Οι Ρεπουμπλικάνοι για ακόμα μια φορά υπολείπονται ταλέντων. Ο κ. Macron υφάρπαξε πολλούς από τους μετριοπαθείς τους για να υπηρετήσουν στην κυβέρνησή του, συμπεριλαμβανομένων δύο πρωθυπουργών (τον Edouard Philippe και τώρα τον Jean Castex) και ενός υπουργού Οικονομικών, του Bruno LeMaire. Την περασμένη εβδομάδα, εν μέσω υψηλών δραματικών τόνων, ο Christian Estrosi, ο δήμαρχος της Νίκαιας και πρώην υπουργός, παραιτήθηκε επίσης από τους Ρεπουμπλικάνους. Πριν από τις περιφερειακές εκλογές τον επόμενο μήνα, είχε εξοργιστεί που το κόμμα είχε αρνηθεί μια εκλογική συμφωνία με τη Δημοκρατία Μπροστά (LREM) του κ. Macron στη Προβηγκία, προκειμένου να αποτρέψει τον υποψήφιο της κ. LePen.
Όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση, κανένας από τους δύο ισχυρότερους υποψηφίους για την προεδρία από τα δεξιά δεν είναι πλήρες μέλος των Ρεπουμπλικάνων. Ο Xavier Bertrand, επικεφαλής της περιφέρειας Hauts-de-France στα βόρεια και ο Valérie Pécresse, επικεφαλής της περιφέρειας του Παρισιού, αποχώρησαν από το κόμμα. Στο επίκεντρο της εσωτερικής διαμάχης των Ρεπουμπλικάνων είναι πώς, και αν, να πολεμήσουν την ακροδεξιά. Κατά την αποχώρησή του, ο κ. Estrosi δήλωσε ότι μια δεξιά φράξια με ασαφή στάση απέναντι στην Εθνική Συσπείρωση (RN), «κρατάει το κόμμα όμηρο». Οι Ρεπουμπλικάνοι, δήλωσε, έπρεπε να δηλώσουν δημοσίως ότι μόνιμη προτεραιότητά τους είναι η αποτροπή ανόδου της Εθνικής Συσπείρωσης (RN) στην εξουσία.
Τι συμπεραίνει κανείς από την αστάθεια; Πρώτον, τα κόμματα στη Γαλλία, τα οποία στερούνται της συσπείρωσης που απολάμβαναν κάποτε εκείνα της Βρετανίας ή της Γερμανίας, δεν παίζουν πλέον καθοριστικό ρόλο στην εκλογική πολιτική. Ο Michel Barnier, ο πρώην διαπραγματευτής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Brexit, μπορεί να ελπίζει στην υποβολή της υποψηφιότηταςτου για την προεδρία από τους Ρεπουμπλικάνους. Όμως, «τα τελευταία πέντε χρόνια», λέει ο Emmanuel Rivière, της εταιρείας δημοσκοπήσεων Kantar «το κόμμα που εκφράζει τους περισσότερους Γάλλους είναι το «κανένα κόμμα». Ο κ. Macron εκμεταλλεύτηκε τα εργαλεία που προσφέρει το σύνταγμα της Πέμπτης Δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων των δύο γύρων εκλογών, για να διεκδικήσει την προεδρία χωρίς έναν. Ο κ. Bertrand, ο οποίος έχει δηλώσει ότι θα είναι υποψήφιος, προσπαθεί να κάνει το ίδιο το 2022. Εάν εμφανιστεί υποψήφιος που στις δημοσκοπήσεις ανελλιπώς τα πάει καλύτερα από τον κ. Macron εναντίον της κ. LePen, αυτό – και όχι η υποστήριξη του κόμματος – θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση μιας σοβαρής προεδρικής προσπάθειας.
Δεύτερον, υπήρξε μια «droitisation»,ή στροφή προς τα δεξιά, του γαλλικού εκλογικού σώματος. Από το 2017, το ποσοστό των ψηφοφόρων που θεωρούν εαυτόν δεξιούς έχει αυξηθεί κατά πέντε μονάδες, στο 38%, σύμφωνα με την ομάδα προβληματισμού Fondation pour l’ Innovation Politique. Το αντίστοιχο ποσοστό της αριστεράς έχει μειωθεί κατά μία μονάδα, στο 24%. Αυτό το δεδομένο θόλωσε επίσης τα παραδοσιακά πρότυπα της ψηφοφορίας. Στην εποχή του, ο Mitterrand μπορούσε να βασιστεί στις ψήφους του Κομμουνιστικού Κόμματος, που εκείνη την εποχή ήταν βαθιά ριζωμένο στις βιομηχανικές και μεταλλευτικές περιοχές, για να τον βοηθήσουν να κερδίσει στο δεύτερο γύρο. Σήμερα, η μόνη που επωφελείται από τις ψήφους της εργατικής τάξης είναι η Εθνική Συσπείρωση της κ. LePen. Το 48% της εργατικής τάξης δήλωσε σε δημοσκόπηση ότι θα την στηρίξει στον πρώτο γύρο τον επόμενο χρόνο. Μόλις το 2% θα ψηφίσει υπέρ της κ. Hidalgo και το 4% υπέρ του κ. Jadot.
Τρίτον, αυτή η αλλαγή συνοδεύτηκε από μια αυξανόμενη σύγκλιση απόψεων σχετικά με τις πολιτιστικές αξίες μεταξύ των Ρεπουμπλικανών και των υποστηρικτών της Εθνικής Συσπείρωσης. Σύμφωνα με μια μελέτη της ομάδας προβληματισμού Fondation Jean Jaurès, δεν υπάρχει πλέον σχεδόν καμία διαφορά μεταξύ των δύο εκλογικών συνασπισμών αναφορικά με την ασφάλεια, το νόμο και την τάξη και τη στάση απέναντι στο Ισλάμ. Όταν μια ομάδα (ως επί το πλείστον) συνταξιούχων στρατιωτικών αξιωματούχων, πολλοί εκ των οποίων συνδέονται με την ακροδεξιά, υπέγραψαν ένα αίτημα τον περασμένο μήνα υπέρ της συμμετοχής του στρατού στην αποκατάσταση της τάξης, ένα εντυπωσιακό ποσοστό της τάξεως του 71% των Ρεπουμπλικάνων ψηφοφόρων το ενέκρινε. Αυτή η σύγκλιση είναι ακριβώς αυτό που η κ. LePen ελπίζει να εκμεταλλευτεί και να χρησιμοποιήσει για να διαιρέσει το Ρεπουμπλικανικό κόμμα.
Η κατάρρευση των παραδοσιακών κομμάτων, την οποία ο ίδιος μεθόδευσε, θα μπορούσε να βοηθήσει τον κ. Macron. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το 2022, στο δεύτερο γύρο, θα βρεθεί και πάλι πιθανότατα αντιμέτωπος με την κ. LePen. Ωστόσο, εκεί που ο υποψήφιος το 2017 ενσάρκωνε την ισορροπία απόψεων αριστεράς και δεξιάς, ως πρόεδρος ακολούθησε τη μετατόπιση του εκλογικού σώματος προς τα δεξιά, διορίζοντας όχι μόνο δύο πρωθυπουργούς από την κεντροδεξιά αλλά και τον Gérald Darmanin, τον αδιάλλακτο υπουργό Εσωτερικών του.
Αυτό ενέχει τον κίνδυνο οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι της αριστεράςνα αρνηθούν να υποστηρίξουν τον κ. Macron στον δεύτερο γύρο, ακόμη και εναντίον της κ. LePen. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, οι δημοσκοπήσεις δίνουν σήμερα στον κ. Macron μια πολύ πιο εύθραυστη νίκη έναντι αυτής που κατάφερε το 2017. «Πρέπει οπωσδήποτε να προσεγγίσει την αριστερά», λέει ένα στέλεχος της Δημοκρατίας Μπροστά (LREM). Προςαπογοήτευση όλων των άλλων κομμάτων, ο κ. Macron κινείται σε αβέβαιο έδαφος. Και, καθώς η Γαλλία θυμάται τις πρώτες εκλογές του κ.Mitterrand, ένα χαρακτηριστικό ειδικότερα θα βρίσκεται στο μυαλό της κ. LePen. Αυτή είναι η τρίτη προεκλογική της εκστρατεία – όπως ακριβώς ήταν κι εκείνη του κ. Mitterrand όταν κέρδισε το 1981.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά βρίσκεται στο www.economist.com