THEPOWERGAME
Από την επίθεση της Χαμάς κατά του Ισραήλ πριν από έναν χρόνο, ο μεγαλύτερος φόβος των αγορών πετρελαίου ήταν μήπως οι εντάσεις κλιμακωθούν και καταλήξουμε σε ολοκληρωτικό περιφερειακό πόλεμο, όπου το Ισραήλ θα στρεφόταν εναντίον του Ιράν, του έβδομου μεγαλύτερου παραγωγού αργού στον κόσμο. Μέχρι πρόσφατα και οι δύο χώρες έδειχναν πρόθυμες να αποφύγουν τη σύγκρουση. Αυτό εξηγεί γιατί, παρά τον πόλεμο στη Γάζα και με τους Χούθι να εκτοξεύουν πυραύλους στην Ερυθρά Θάλασσα, η αρχική νευρικότητα στις αγορές πετρελαίου μετά την 7η Οκτωβρίου του περασμένου έτους έδωσε σύντομα τη θέση της σε χαμηλές και σταθερές τιμές, που επικράτησαν κατά το μεγαλύτερο μέρος του τρέχοντος έτους.
Την περασμένη όμως εβδομάδα το Ιράν εκτόξευσε 200 περίπου πυραύλους εναντίον του Ισραήλ, σε απάντηση στο σφυροκόπημα από το Ισραήλ της Χεζμπολάχ και άλλων εντολοδόχων του Ιράν, και τώρα ο κόσμος περιμένει με κομμένη την ανάσα την απάντησή του. Στις αγορές πετρελαίου επικρατεί νευρικότητα. Την περασμένη εβδομάδα οι τιμές του αργού αυξήθηκαν κατά 10%, στα 78 δολάρια το βαρέλι, στη μεγαλύτερη εβδομαδιαία άνοδο των τελευταίων σχεδόν δύο ετών (βλ. διάγραμμα). Στις 7 Οκτωβρίου σημείωσαν και νέα άνοδο, προτού κλυδωνιστούν. Το 2022, όταν ξέσπασε ο τελευταίος πόλεμος στην Ουκρανία, στον οποίο ενεπλάκη ένα μεγάλο πετρελαϊκό κράτος, το αργό ξεπέρασε τα 100 δολάρια το βαρέλι. Θα μπορούσε κάτι παρόμοιο να συμβεί και τώρα;
Για να αντιληφθούμε πόσο ψηλά μπορούν να φτάσουν οι τιμές, ας δούμε πρώτα τις επιλογές του Ισραήλ για αντίποινα. Αν χτυπούσε μόνο στρατιωτικούς στόχους, όπως εγκαταστάσεις εκτόξευσης πυραύλων, και το Ιράν απαντούσε μετριοπαθώς σε μια προσπάθεια να εκτονώσει την κατάσταση, τότε μέρος της γεωπολιτικής έντασης που ανεβάζει τις τιμές του πετρελαίου θα εξαφανιζόταν. Όμως το Ισραήλ θα μπορούσε να επιλέξει την κλιμάκωση, βομβαρδίζοντας τις πολιτικές υποδομές του Ιράν, τις εγκαταστάσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου ή τις εγκαταστάσεις πυρηνικού εμπλουτισμού.
Όποιο από τα δύο και αν επιλέξει το Ισραήλ, το Ιράν μπορεί να αισθανθεί ότι πρέπει να στείλει ένα ηχηρό μήνυμα, πυροδοτώντας έναν κύκλο που θα καταλήξει να μετατρέψει το πετροβιομηχανικό σύμπλεγμα του Ιράν, τη σανίδα σωτηρίας του καθεστώτος, σε στόχο. Σε αυτήν την περίπτωση δεν θα χρειαζόταν πρώτα να βρεθεί το πετρέλαιο στο στόχαστρο και μετά να ανησυχήσουν οι παγκόσμιες αγορές.
Εάν το Ισραήλ επιτεθεί στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις του Ιράν, μπορεί να στοχεύσει τις εγκαταστάσεις που μετατρέπουν το ιρανικό αργό σε πετρελαϊκά προϊόντα. Μια πιθανή επιλογή είναι το αιωνόβιο διυλιστήριο του Αμπαντάν, το οποίο τροφοδοτεί την εγχώρια αγορά με το 13% της βενζίνης. Σε αυτήν την περίπτωση η εταιρεία δεδομένων Kpler εκτιμά ότι το Ιράν θα μπορούσε να αντισταθμίσει κάποιες από τις ελλείψεις καυσίμων με το λαθρεμπόριο περισσότερων βαρελιών από το ιρακινό Κουρδιστάν. Το πρόβλημα θα παρέμενε σε τοπικό επίπεδο. Τέτοια χτυπήματα μπορεί ακόμα και να ενισχύσουν την παγκόσμια προσφορά αργού, καθώς θα μπορούσαν να απελευθερώσουν περισσότερο από το ανεπεξέργαστο πετρέλαιο του Ιράν για εξαγωγή.
Αν το Ισραήλ θελήσει να επιφέρει σοβαρό πλήγμα στις ενεργειακές εξαγωγές του Ιράν, θα μπορούσε να πλήξει τους τερματικούς σταθμούς πετρελαίου στο νησί Χαργκ στον Περσικό Κόλπο -από τους οποίους μεταφέρονται τα εννέα δέκατα όλων των βαρελιών ιρανικού αργού- ή ακόμη και τα ίδια τα κοιτάσματα πετρελαίου. Αυτό θα είχε διπλωματικό κόστος. Η κυβέρνηση Biden θα ενοχληθεί από τον κίνδυνο να εκτοξευθούν οι τιμές της βενζίνης λιγότερο από ένα μήνα πριν από τις προεδρικές εκλογές στην Αμερική. Η Κίνα, ο προορισμός για το σύνολο σχεδόν των εξαγωγών πετρελαίου του Ιράν, θα ήταν επίσης έντονα δυσαρεστημένη, κάτι το οποίο έχει σημασία: η Κίνα διαχειρίζεται το λιμάνι της Χάιφα, το μεγαλύτερο του Ισραήλ, και είναι μεγάλος επενδυτής στον τεχνολογικό τομέα της χώρας.
Το Ισραήλ μπορεί να θεωρήσει αξίζει να αναλάβει το κόστος και να επιλέξει να χτυπήσει τους τερματικούς σταθμούς. Ένα επιτυχημένο χτύπημα θα έβγαζε αμέσως μια σημαντική ποσότητα πετρελαίου εκτός των διεθνών αγορών: τον περασμένο μήνα το Ιράν εξήγαγε το ρεκόρ των 2 εκατ. βαρελιών την ημέρα (bpd), που αντιστοιχεί σχεδόν στο 2% της παγκόσμιας προσφοράς.
Ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση, οι παγκόσμιες επιπτώσεις θα ήταν μάλλον περιορισμένες. Σε αντίθεση με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, όταν ο κόσμος αντλούσε πετρέλαιο στο φουλ και η ζήτηση ανέκαμπτε μετά την πανδημία, σήμερα η προσφορά είναι άφθονη και η ζήτηση υποτονική. Έπειτα από μια σειρά περικοπών στην παραγωγή, ο Οργανισμός Πετρελαιοεξαγωγικών Κρατών και οι σύμμαχοί του, γνωστοί ως ΟΠΕΚ+, διαθέτουν πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα άνω των 5 εκατ. βαρελιών την ημέρα -περισσότερη από αρκετή για να αντισταθμίσει την απώλεια του ιρανικού αργού. Μόνο η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα διαθέτουν περισσότερα από 4 εκατ. βαρέλια την ημέρα σε απόθεμα.
Πιθανότατα δεν θα περιμένουν πολύ για να αυξήσουν την παραγωγή. Τα μέλη του ΟΠΕΚ+, εξοργισμένα που βλέπουν το μερίδιο αγοράς τους να διολισθαίνει τους τελευταίους μήνες, περιμένουν ακριβώς μια τέτοια ευκαιρία για να σταματήσουν τις περικοπές τους. Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα επιβεβαίωσαν τα σχέδιά τους να αυξήσουν την παραγωγή κατά 180.000 εκατ. βαρέλια την ημέρα κάθε μήνα για ένα έτος, αρχής γενομένης από τον Δεκέμβριο. Η πειθαρχία στο καρτέλ έχει φυλλορροήσει -το Ιράκ και το Καζακστάν έχουν υπερβεί τα όρια της προσφοράς τους εδώ και μήνες-, γεγονός που θα μπορούσε να ωθήσει τα άλλα μέλη, και τη Σαουδική Αραβία, να αποκαταστήσουν τη μειωμένη παραγωγή τους ακόμα πιο γρήγορα. Οι Σαουδάραβες εμφανίζονται τόσο αποφασισμένοι να μην παραχωρήσουν περαιτέρω έδαφος, που φέρονται να έχουν ρίξει τον στόχο τους να επαναφέρουν το πετρέλαιο στα 100 δολάρια το βαρέλι, το επίπεδο που απαιτείται για να ισορροπήσουν τα βιβλία του βασιλείου, καθώς ξεκινά μια σειρά από μεγαλεπήβολα έργα.
Παράλληλα, η παραγωγή αυξάνεται στην Αμερική, τον Καναδά, τη Γουιάνα, τη Βραζιλία και αλλού. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας αναμένει ότι το επόμενο έτος η παραγωγή εκτός του ΟΠΕΚ θα αυξηθεί κατά 1,5 εκατ. βαρέλια την ημέρα, περισσότερα από αρκετά για να καλύψουν οποιαδήποτε αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης. Από την άλλη, η ζήτηση επιβραδύνεται λόγω της χλιαρής οικονομικής ανάπτυξης στην Αμερική, την Κίνα και την Ευρώπη και της κούρσας για την εγκατάλειψη των βενζινοκίνητων αυτοκινήτων υπέρ των ηλεκτρικών, ιδίως στην Κίνα. Πριν από την τελευταία κλιμάκωση των εντάσεων στη Μέση Ανατολή, οι έμποροι ανέμεναν ότι το 2025 θα υπήρχε υπερπληθώρα πετρελαίου, ωθώντας τις τιμές κάτω από τα 70 δολάρια το βαρέλι. Σήμερα τα αποθέματα αργού στον ΟΟΣΑ βρίσκονται κάτω από τον μέσο όρο της πενταετίας. Έτσι, ένα χτύπημα στο νησί Χαργκ θα ταρακουνούσε αναμφίβολα τις αγορές, όμως οι τιμές πιθανόν να διαμορφωθούν μόνο 5-10 δολάρια πάνω από τα σημερινά τους επίπεδα.
Τα πράγματα θα μπορούσαν να ξεφύγουν αν το Ιράν εξαπέλυε επίθεση σε άλλες χώρες του Κόλπου που θεωρεί ότι υποστηρίζουν το Ισραήλ. Τα τελευταία χρόνια οι σχέσεις μεταξύ του Ιράν και των γειτόνων του έχουν σταθεροποιηθεί: το 2023 η χώρα αποκατέστησε επίσημα τις διπλωματικές επαφές με τη Σαουδική Αραβία. Τις τελευταίες ημέρες αξιωματούχοι από αραβικά κράτη του Κόλπου συναντήθηκαν με Ιρανούς ομολόγους τους στην Ντόχα, την πρωτεύουσα του Κατάρ, για να προσπαθήσουν να τους διαβεβαιώσουν για την ουδετερότητά τους. Παρ’ όλα αυτά, με λίγες επιλογές να βρίσκονται στο τραπέζι, το Ιράν μπορεί να επιδιώξει να στοχεύσει τα κοιτάσματα πετρελαίου των γειτόνων του -ξεκινώντας ίσως με μικρότερα κράτη του Κόλπου, όπως το Μπαχρέιν ή το Κουβέιτ.
Το άλλο εργαλείο που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το Ιράν για να δημιουργήσει παγκόσμιο χάος θα ήταν να κλείσει τα Στενά του Ορμούζ, από τα οποία πρέπει να περάσει το 30% του παγκόσμιου θαλάσσια μεταφερόμενου αργού και το 20% του υγρού φυσικού αερίου. Αυτό θα ισοδυναμούσε με οικονομική αυτοκτονία, καθώς θα εμπόδιζε το Ιράν όχι μόνο να εξάγει πετρέλαιο και άλλα προϊόντα, αλλά και εισάγει προϊόντα διά θαλάσσης, ενώ μια τέτοια κίνηση θα ενοχλούσε σε μεγάλο βαθμό την Κίνα, η οποία προμηθεύεται περίπου το μισό του αργού της από τις χώρες του Κόλπου. Ωστόσο, δεν είναι εντελώς αδιανόητο το Ιράν να καταφύγει σε μια τέτοια κίνηση -ιδιαίτερα εάν τα χτυπήματα ή οι πρόσθετες κυρώσεις στις εξαγωγές πετρελαίου του σημαίνουν ότι μπορεί να στείλει λιγότερο αργό από πριν.
Είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς πώς θα αντιδράσει η αγορά σε τέτοια σενάρια, μόνο και μόνο επειδή οι ενέργειες του Ιράν θα προκαλούσαν περαιτέρω αντιδράσεις από το Ισραήλ, την Αμερική και άλλους. Η Αμερική και η Κίνα, για παράδειγμα, θα έστελναν πιθανότατα το ναυτικό τους για να ανοίξουν ξανά τα Στενά του Ορμούζ. Παρ’ όλα αυτά, αν υποθέσουμε ότι η αναστάτωση είναι αρκετά μεγάλη ώστε να προκαλέσει ελλείψεις αργού που θα διαρκέσουν για λίγο, τότε οι τιμές του πετρελαίου θα ανέβαιναν πιθανότατα μέχρι του σημείου που θα περιόριζαν την όρεξη για πετρέλαιο, μετά το οποίο θα άρχιζαν να πέφτουν. Οι αναλυτές πιστεύουν ότι μια τέτοια «καταστροφή της ζήτησης» θα συνέβαινε μόλις το αργό έφτανε τα 130 δολάρια το βαρέλι -περίπου στο επίπεδο στο οποίο κορυφώθηκε το 2022.
Εάν οι αγορές πετρελαίου πίστευαν ότι ένα τέτοιο σενάριο είναι έστω και ελάχιστα πιθανό, οι φόβοι τους θα άρχιζαν να αντανακλώνται στην τρέχουσα τιμή. Οι έμποροι που είχαν ποντάρει σε πτώση των τιμών στο εγγύς μέλλον θα έσπευδαν να αναδιοργανωθούν. Αν, όμως, δείτε την ευρύτερη εικόνα, θα διαπιστώσετε ότι η πρόσφατη άνοδος των τιμών δεν φαίνεται εντυπωσιακή, ακόμα και με τα σχετικά ήρεμα πρότυπα των τελευταίων 18 μηνών. Στις όψιμες συναλλαγές της Δευτέρας ξεπέρασαν τα 80 δολάρια το βαρέλι. Πέρυσι ο μέσος όρος τους ήταν 82 δολάρια, ενώ το 2022 100 δολάρια. Η σύγκρουση ενός έτους στη Μέση Ανατολή έχει διαψεύσει πολλές προσδοκίες, αλλά για να φθάσουν οι τιμές του πετρελαίου πάλι σε τριψήφιο νούμερο, υπάρχουν πολλά ακόμα που θα πρέπει να πάνε πολύ, πολύ στραβά.
© 2024 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com
Διαβάστε επίσης
Συντάξεις Νοεμβρίου 2024: Νωρίτερα η πληρωμή στους δικαιούχους
Τυφώνας Μίλτον: Σαρώνει περιοχές στη Φλόριντα
ΙΕΑ: Γιατί μπορεί να τριπλασιαστεί η ισχύς των ΑΠΕ έως το 2030