THEPOWERGAME
Στόχος της Μέρι-Κέιτ και της Άσλεϊ Όλσεν ήταν να δημιουργήσουν την ιδανική λευκή κοντομάνικη μπλούζα. Ήταν το 2006, όταν οι δίδυμες αδελφές άφηναν πίσω τους μια καριέρα στο Χόλιγουντ, που ξεκίνησαν πριν ακόμη διανύσουν το πρώτο έτος της ηλικίας τους. Στα 18 έτη τους ίδρυσαν τη μάρκα ρούχων The Row, επιδιώκοντας να παντρέψουν την απλότητα και την πολυτέλεια, με κοινό παρονομαστή την ποιότητα. Από την αρχή έβαλαν ψηλά τον πήχη για μια ραφιναρισμένη αισθητική, εμπνευσμένη από την τελειότητα του αντρικού ρούχου. Και αιφνιδίασαν με τον επαγγελματισμό τους.
Όταν εγκατέλειψαν το Χόλιγουντ, οι αδελφές Όλσεν είχαν συγκεντρώσει μια περιουσία 200 εκατ. δολαρίων. Μια 18ετία μετά, η The Row αποτιμάται στο 1 δισ. δολάρια από αναλυτές της αγοράς, με την οικογένεια Βέρτχαϊμερ του οίκου Channel και τη δισεκατομμυριούχο κληρονόμο, Φρανσουάζ Μπετανκούρ Μέγιερς, του ομίλου L’ Oreal να επενδύουν στην εταιρεία των Όλσεν. Εκτός της Mousse Partners των αδελφών Βέρτχαϊμερ και της Tethys Invest της Μπετανκούρ Μέγιερς, επενδύει επίσης η Imaginery Ventures της Ναταλί Μανσέ και ένα fund που χρηματοδοτείται από την επιχειρηματία Λορίν Σάντο Ντομίνγκο, σύμφωνα με πηγές του Bloomberg.
Οι 38χρόνες αδελφές Όλσεν έχουν κοινά με τους επενδυτές τους, ιδίως με τους αδελφούς Βέρτχαϊμερ. Οι δύο Αμερικανίδες διατηρούν τον έλεγχο της εταιρείας τους. Παρομοίως, η Mousse Partners έχει καταφέρει να μείνει αυτόνομη και να μην παραδώσει τα σκήπτρα του οίκου Chanel σε ομίλους, όπως συνέβη με τις περιπτώσεις του Christian Dior και του Gucci. Ο 75χρόνος Άλαν Έρνεστ και ο 73χρόνος Ζεράρντ Βέρτχαϊμερ είναι απόγονοι του Πιέρ Βέρτχαϊμερ, ο οποίος ίδρυσε τον οίκο Channel μαζί με την Κοκό Σανέλ. Παράλληλα, η Μπετανκούρ Μέγιερς κρατά χαμηλό προφίλ, παρά την έκταση που πήρε προ ετών το σκάνδαλο με την κατάχρηση χρημάτων της μητέρας της, η οποία είχε διαγνωστεί με άνοια, από το στενό της περιβάλλον.
Από το 2006, όταν παρουσιάστηκε η πρώτη συλλογή των Όλσεν με έξι βασικά ενδύματα, η The Row απέκτησε κύρος στον χώρο της μόδας των ΗΠΑ. Πολύ πριν εξελιχθεί η βιωσιμότητα σε βασική φιλοσοφία των μεγάλων οίκων, οι Όλσεν έδωσαν άφοβα έμφαση στην ποιότητα. Βέβαια, το αντίτιμο είναι ανάλογο, με την παραγωγή των ρούχων τους να γίνεται σήμερα, κυρίως, στην Ιταλία και όχι σε χώρες με φθηνό εργατικό κόστος.
Το αρχικό λευκό T-Shirt τιμολογήθηκε στα 300 δολάρια. Σήμερα ένα λευκό πουκάμισο κοστολογείται σε πάνω από 1.000 δολάρια και ένα μακρύ παλτό από κασμίρ μπορεί να ξεπεράσει τα 10.000 δολάρια. Όμως η ποιότητα συμπορεύεται με τη διαχρονικότητα. Η ονομασία The Row είναι εμπνευσμένη από την οδό Saville Row του κεντρικού Λονδίνου. Εκεί βρίσκονται οι πιο περιζήτητοι ράπτες στον κόσμο, με το πελατολόγιο των μπουτίκ να απαρτίζεται από την υψηλή κοινωνία της Δύσης και το διεθνές τζετ σετ.
Η επιτυχία των Όλσεν αποδίδεται όχι μόνον στην αδιαμφισβήτητη μαεστρία της ραφής των ρούχων τους, τον εκλεπτυσμένο και απλό σχεδιασμό τους και τα αξεπέραστα υφάσματα, αλλά επίσης στο μυστήριο που περιστοιχίζει τις ίδιες. Ο «χαρακτήρας» των ρούχων είναι ήρεμος και διακριτικός, όπως η παρουσία των δημιουργών τους. Δεν φλερτάρουν με τον Τύπο, διατηρώντας τις αποστάσεις τους, σε έναν κόσμο που είναι διαρκώς εκτεθειμένος στην ψηφιακή τεχνολογία και κινείται ασταμάτητα. Εξαρχής δεν είχαν την επιθυμία να μετατραπούν στο κεντρικό πρόσωπο της μάρκας, όπως πράττει η πλειονότητα των διασημοτήτων, με αντιπροσωπευτικό παράδειγμα τη Βικτόρια Μπέκαμ και την ομώνυμη εταιρεία της. Όπως είχε δηλώσει η Άσλεϊ Όλσεν, «δεν θέλαμε να είμαστε μπροστά, δεν θα επιθυμούσαμε να γνωρίζει καν ο κόσμος ήταν εμείς ήμασταν πίσω από τη The Row».
Διαβάστε επίσης
Λαγκάρντ: Νέοι δημοσιονομικοί κανόνες για να βγει η Ευρώπη από το τέλμα
Κλαφουτί: H κερασένια εκδοχή και η παραλλαγή του γαλλικού dessert
Σκέψεις για ανακυκλωμένο νερό στο διυλιστήριο της Helleniq Energy