THEPOWERGAME
Όταν ως αρθρογράφος άρχισα να γράφω το Schumpeter στις αρχές του 2019, είχα μια ρομαντική ιδέα να ταξιδεύω στον κόσμο και να στέλνω «καρτ ποστάλ» από μακρινά μέρη που κατέγραφαν τις τάσεις στις επιχειρήσεις, μεγάλες και μικρές. Τις πρώτες εβδομάδες, τα ρεπορτάζ μου κάλυψαν την Κίνα, όπου μια εταιρεία χρησιμοποιούσε αυτοματισμούς για να φτιάχνει φανταχτερά λευκά πουκάμισα, τη Γερμανία, όπου κάποιοι κάτοικοι των δασών διαμαρτύρονταν κατά ενός ανθρακωρυχείου, και την Ιαπωνία, όπου μια γυναίκα ακτιβίστρια πραγματοποιούσε επιθέσεις τύπου Νίντζα στην εταιρική διακυβέρνηση. Όλα αυτά ήταν διασκεδαστικά, αλλά μικρής εμβέλειας. Οι αναγνώστες, με συμβούλευαν οι συντάκτες μου, διαβάζουν αυτή τη στήλη όχι για τον γενναιόδωρο προϋπολογισμό των ταξιδιών της, αλλά για την άποψή της σχετικά με τις κύριες, σύγχρονες επιχειρηματικές ιστορίες της. Έτσι, άλλαξα πορεία, υιοθετώντας αυτό που ονόμασα «προσέγγιση Linda Evangelista». Από τούδε και στο εξής, δήλωσα, δεν θα σηκωνόμουν από το κρεβάτι για εταιρείες αξίας μικρότερης των 100 δισ. δολαρίων.
Αυτή είναι η τελευταία μου στήλη και, καθώς κοιτάζω πίσω, αυτό το σημείο αναφοράς φαίνεται κάπως γραφικό. Εκείνη την εποχή, οι κυρίαρχοι τεχνολογικοί γίγαντες ήταν ήδη πολύ πάνω από αυτό το ποσό. Η Microsoft ήταν η μεγαλύτερη εταιρεία της Αμερικής, αξίας 780 δισ. δολαρίων, ακολουθούμενη στενά από τις μεγάλες τεχνολογικές ανταγωνίστριές της: την Apple, την Amazon, την Alphabet και τη Meta. Η συνολική τους αξία τότε ήταν 3,4 τρισ. δολάρια. Σήμερα η κατασκευάστρια του iPhone από μόνη της ξεπερνά αυτό το ποσό.
Από τις αρχές του 2019, η συνολική αξία των τεχνολογικών κολοσσών έχει υπερτριπλασιαστεί, σε 11,8 τρισ. δολάρια. Αν προσθέσετε και την Nvidia, τη μόνη άλλη αμερικανική εταιρεία που αποτιμάται σε τρισεκατομμύρια, χάρη στον καθοριστικό της ρόλο στη δημιουργική τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ), αποφέρουν πάνω από μιάμιση φορά την αξία των επόμενων 25 αμερικανικών εταιρειών μαζί. Σε αυτές περιλαμβάνονται οι μεγάλες πετρελαϊκές (ExxonMobil και Chevron), οι μεγάλες φαρμακευτικές (Eli Lilly και Johnson & Johnson), οι μεγάλες χρηματοπιστωτικές (Berkshire Hathaway και JPMorgan Chase) και οι μεγάλες εταιρείες λιανεμπορίου (Walmart). Με άλλα λόγια, ενώ οι illuminati της τεχνολογίας έγιναν μεγαλύτεροι και ισχυρότεροι, οι υπόλοιποι μένουν όλο και πιο πίσω.
Είναι δελεαστικό όλο αυτό να το θεωρήσουμε ως παρέκκλιση. Αυτή η στήλη πήρε το όνομά της από τον Joseph Schumpeter, τον αείμνηστο Αυστρο-αμερικανό οικονομολόγο που έκανε διάσημη την έννοια της δημιουργικής καταστροφής – το αδυσώπητο κύμα της ανατρεπτικής καινοτομίας που φέρνει τα πάνω κάτω στις παλιές τάξεις και δημιουργεί νέες. Είναι βέβαιο ότι αυτές οι εταιρείες τεχνολογίας, που ιδρύθηκαν πριν από δεκαετίες σε φοιτητικές εστίες, γκαράζ και βρώμικα γραφεία, θα πρέπει να είναι ευάλωτες στις ίδιες σουμπεταριανές δυνάμεις που κάποτε δημιούργησαν τους βιομηχανικούς προγόνους τους.
Ωστόσο, η δημιουργική καταστροφή, τουλάχιστον όπως την περιέγραψε ο Schumpeter, είναι πιο περίπλοκη από αυτό. Ο ίδιος λάτρευε τους επιχειρηματίες. Τους θεωρούσε, όπως και εμείς σήμερα, τους λατρευτούς ήρωες των επιχειρήσεων, που προωθούν την οικονομία με νέα προϊόντα και τρόπους λειτουργίας. Βέβαια, στα τέλη της ζωής του, αφού έγινε μάρτυρας δεκαετιών κυριαρχίας των μεγάλων αμερικανικών επιχειρήσεων, άλλαξε ύφος. Αποφάσισε ότι αυτές που ήγαν την καινοτομία ήταν οι μεγάλες επιχειρήσεις, ακόμα και τα μονοπώλια. Είχαν τα χρήματα για να επενδύσουν σε νέες τεχνολογίες, προσέλκυαν τα καλύτερα μυαλά – και είχαν να χάσουν τα περισσότερα αν δεν παρέμεναν σε εγρήγορση. Η προσέγγιση αυτή μπορεί να απογοητεύσει εκείνους που βλέπουν τις επιχειρήσεις ως τον αγώνα των Δαβίδ εναντίον των Γολιάθ, όπου οι ανερχόμενοι αγωνίζονται εναντίον των κατεστημένων, αλλά ήταν προφητική. Έτσι εξηγείται γιατί οι σημερινοί τεχνολογικοί Γολιάθ ξεπερνούν κατά πολύ τα έξοδα, εξαγοράζουν και υπερφαλαγγίζουν τις νεοσύστατες επιχειρήσεις πριν προλάβουν να υψώσουν το ανάστημά τους.
Τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν αυτή τη σουμπεταριανή υπόθεση είναι εντυπωσιακά. Από το 2019 οι πέντε τεχνολογικοί κολοσσοί και η Nvidia έχουν διπλασιάσει τις κεφαλαιουχικές τους δαπάνες, στα 169 δισ. δολάρια πέρυσι. Αν αθροίσουμε τις κεφαλαιουχικές δαπάνες των 25 επόμενων εταιρειών, αυτές ήταν μόλις 135 δισ. δολάρια – αυξημένες μόλις κατά 35%. Όσον αφορά το εργατικό δυναμικό, κατά την ίδια περίοδο, οι έξι μεγάλες εταιρείες πρόσθεσαν 1 εκατ. θέσεις εργασίας, διπλασιάζοντας το προσωπικό τους. Κανείς δεν μπορεί να τις κατηγορήσει ότι επαναπαύονται στις δάφνες τους. Επένδυσαν σε νεοσύστατες επιχειρήσεις τεχνητής νοημοσύνης, επένδυσαν περιουσίες στη δημιουργία μεγάλων γλωσσικών μοντέλων και, στην περίπτωση της Meta, δημιούργησαν προσφορές ανοικτού κώδικα που μπορεί να χρησιμοποιήσει σχεδόν ο καθένας. Φέτος διπλασιάζουν τις δαπάνες τους για την ΤΝ, έστω και μόνο για να προστατεύσουν τα νώτα τους.
Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι οι νεοσύστατες επιχειρήσεις έχουν καλύτερα κίνητρα για να επινοήσουν επαναστατικές ιδέες, ότι τα επιχειρηματικά κεφάλαια χρηματοδοτούν τους νέους επιχειρηματίες και ότι πολλές από τις δαπάνες των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών είναι σπατάλη και αποσκοπούν κυρίως στην ανέγερση τειχών γύρω από τα φέουδά τους. Όλα αυτά είναι αλήθεια. Όμως δεν χρειάζεται να είστε και τόσο ρομαντικοί απέναντι στους μικρούς. Μπορεί να είναι κι αυτοί μόνο λόγια (σκεφτείτε την WeWork, την παραληρητική εταιρεία κοινόχρηστων γραφείων, και την FTX, την απάτη με τα κρυπτονομίσματα) όπως και οι κατεστημένες επιχειρήσεις. Επιπλέον, η προώθηση των ορίων της τεχνολογίας είναι δύσκολη. Χρειάζονται δεκαετίες αδιάκοπης καινοτομίας για να δημιουργηθούν προϊόντα όπως τα iPhone της Apple. Η Amazon υπήρξε πρωτοπόρος όχι μόνο στις ηλεκτρονικές αγορές αλλά και στο cloud-computing. Μια τέτοια εμπνευσμένη σκέψη δημιουργεί αναπόφευκτες άμυνες.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα τείχη τους μια μέρα θα παραβιαστούν – είτε από ισχυρές κυβερνήσεις είτε από νέες μορφές ανταγωνισμού. Η πιθανότητα ότι το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης θα μπορούσε να επιδιώξει τη διάλυση της Google μετά την καταδίκη για μονοπώλιο αυτό το μήνα υποδηλώνει ότι οι θεματοφύλακες του ελεύθερου ανταγωνισμού διψούν για αίμα. Στη συνέχεια, υπάρχουν οι απειλές που ο Schumpeter, στο βιβλίο του «Καπιταλισμός, σοσιαλισμός και δημοκρατία» του 1942, ανέφερε ότι κρατούν την καπιταλιστική μηχανή σε κίνηση: νέα προϊόντα, νέοι τρόποι κατασκευής και μεταφοράς και νέες μορφές οργάνωσης των επιχειρήσεων. Τελικά οι τεχνολογικοί όμιλοι θα αυτοδιαλυθούν – ή θα διαλυθούν.
Στα πεντέμισι χρόνια της θητείας μου ως αρθρογράφος της στήλης, ορισμένα από τα άλλοτε κραταιά βιομηχανικά μεγαθήρια της Αμερικής – το 2019 η αξία τους ξεπερνούσε κατά πολύ τα 100 δισ. δολάρια – ακολούθησαν μια τέτοια μοίρα. Η GE, που κατέρρευσε λόγω υπερβολών και κακοδιαχείρισης, διαλύθηκε φέτος. Η Dow και η Dupont, δύο εταιρείες χημικών που συγχωνεύτηκαν το 2017, διασπάστηκαν σε αγνώριστες ανακατατάξεις. Η Boeing δεν μπορεί να διαχειριστεί την πολιτική αεροπλοΐα της, πόσο μάλλον το διάστημα και την άμυνα.
Ταυτόχρονα, νέοι εταιρικοί τιτάνες αναδύονται. Ο μεγαλύτερος είναι η Nvidia, κατασκευάστρια τσιπ και λογισμικού επιταχυντών τεχνητής νοημοσύνης, η οποία αποδεικνύει ότι ακόμα και οι βετεράνοι επιχειρηματίες μπορούν να εξεγερθούν. Στις αρχές του 2019, η αξία της βρισκόταν κάτω από το όριο των 100 δισ. δολαρίων. Τώρα βρίσκεται πάνω από τα 3 τρισ. δολάρια. Για μια τέτοια εταιρεία σίγουρα αξίζει κανείς να σηκωθεί από το κρεβάτι.
© 2024 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com
Διαβάστε επίσης
Logistics: Πώς προχωρούν τα μεγαλύτερα έργα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη
Lidl: “Φλέβα χρυσού” οι ψηφιακές υπηρεσίες για τον μεγάλο discounter
Ρεύμα: Στα 142,8 ευρώ ανά MWh η χονδρεμπορική τιμή