THEPOWERGAME
Το Ex Machina του γνωστού, εξαιρετικού Άνταμ Κοντοβά λειτουργεί από τον περασμένο Οκτώβριο, αν δεν κάνουμε λάθος. Καταφέραμε να κλείσουμε τραπέζι τώρα, που ο κόσμος έχει μετακινηθεί παραλιακά. Πόσοι, άλλωστε, θα προτιμήσουν τα πυρωμένα στενά του Παγκρατίου μ’ αυτήν τη ζέστη;
Ο χώρος, συμπαθητικά μίνιμαλ, με λίγες, αλλά όμορφες διακοσμητικές αναφορές. Δεσπόζει φυσικά η εντελώς ανοιχτή κουζίνα, όπου μπορεί κανείς να δει την αυστηρά τυποποιημένη χορογραφία που ακολουθείται από το προσωπικό της κουζίνας και τον σεφ Κοντοβά στην κεφαλή του πάσου, όπου στήνει το κάθε πιάτο. Τα τραπέζια είναι τοποθετημένα πολύ κοντά το ένα στο άλλο, ενώ οι σκληρές επιφάνειες, τα γυμνά μπετά και το μπεζ μωσαϊκό αναλαμβάνουν να αντανακλούν όλη τη φασαρία από τις ελληνικού τύπου παρέες. Ευτυχώς, όταν φτάσαμε είχαμε την πολυτέλεια να διαλέξουμε τραπέζι και επιλέξαμε ένα κάπως πιο μόνο του ακριβώς στην είσοδο. Δεν ήθελα να φανταστώ πώς θα ήταν η βραδιά μας ακριβώς δίπλα σε μια παρέα 10 ατόμων που ούρλιαζαν ταυτόχρονα. Στο πατάρι είδαμε και μια αίθουσα, που μάλλον θα υπάρχει για πιο «πριβέ» γεύματα. Μουσική λίγο απ’ όλα, φτάνει να είναι έντονο και edgy. Προλάβαμε να ακούσουμε από Muse μέχρι και rap, μέχρι να γεμίσει ο χώρος (και να μην ακούμε πλέον μουσική).
Όλοι με «στολή» του μαγαζιού, πολύ όμορφα πιάτα, ζωγραφισμένα από παιδιά, ειδικά φτιαγμένα από την Έλια Λαμπίρη του Mud Lab, που προμηθεύει τα μεγάλα εστιατόρια με τις ειδικές κατασκευές της, καθαρές φροντισμένες τουαλέτες στο πατάρι. Όλα τζέτ, που λένε, μέχρι και τα τατουάζ του σεφ στη θέση τους.
Το μενού με ένα εισαγωγικό κείμενο σε προετοιμάζει για αυτά που θα δοκιμάσεις. Δηλώνει: «Στόχος είναι να προσφερθεί μια αποπολιτισμοποιημένη κουζίνα απαλλαγμένη από προκαταλήψεις και προσκολλήσεις». ΟΚ. Με λίγα λόγια μας λες σεφ πως πρέπει να περιμένουμε fusion. Προσθήκες από αιγυπτιακή κουζίνα, προσθήκες από Ασία, ελληνικά υλικά, ό,τι χρειαστεί δηλαδή για να βγει ένα ενδιαφέρον γευστικό αποτέλεσμα, χωρίς να αντιμετωπίζεται ως «ιεροσυλία» και παράβαση ιερών κανόνων. Αλλά μήπως κι αυτό ακόμα δεν είναι η σύγχρονη τάση στις κοσμοπολίτικες κουζίνες; Δεν αποτελεί κι αυτό κάποιου είδους πολυ-πολιτισμό με ετερόκλητες επιρροές και αναφορές; Λεπτομέρειες, θα μου πεις.
Εκεί που αρχίζει όμως να παίζει ρόλο αυτή η εκ προοιμίου θέση είναι στο τελικό αποτέλεσμα. Η προσέγγιση των πιάτων φλερτάρει με το fine dining, αλλά κρατά και την απόστασή της από αυτό. Δεν υπάρχουν πολλές παρασκευές και αρτίστικα στημένα πιάτα, υπάρχουν όμως καίριες επεμβάσεις όπου νομίζει πως χρειάζονται, για να προκύψει η δημιουργικότητα και το fusion. Δεν προκύπτει πάντα το ποθητό αποτέλεσμα, όμως.
Για παράδειγμα, η κρύα τάρτα μελιτζάνας πάνω σε ένα πολύ τραγανό φετίρ (μια αιγυπτιακή βάση ζύμης), χιονισμένο με νιφάδες από παλαιωμένη γραβιέρα, είναι πανέμορφο πιάτο, αλλά δεν καταφέρνει μεγάλες κορυφές γευστικά. Ούτε η κρύα, κλεισμένη στον εαυτό της μελιτζάνα πέτυχε τον σκοπό της, ούτε η γραβιέρα έδωσε το αναμενόμενο kick. Να φταίει που τη φάγαμε προς στο τέλος και όχι στην αρχή, οπότε θα είχε και διαφορετική επίδραση; Ίσως, αλλά η σειρά δεν είδαμε να καθορίζεται οπουδήποτε.
Το σασίμι από ντάσκα με πίκλες και σάλτσα, στην οποία έχουν προστεθεί αρκετά στοιχεία ώστε να βγάζει «ουμάμι» (να μαντέψουμε πως έχει μπει και fish sauce;), ήταν αρκετά ενδιαφέρον πιάτο, αλλά πολύ τσιγκούνικο. Τελείωσε πριν προλάβει να ποτίσει το στόμα μας, να παίξουμε λίγο με τη γεύση της σάλτσας.
Τα ta’ameya (αιγυπτιακές κροκέτες τύπου φαλάφελ, αλλά από κουκιά), με μια ελαφριά μαγιονέζα και dip, όπου πάλι έχουν μπει αρκετά ουμαμίσια στοιχεία (και ίσως πάλι fish sauce;), είναι επαρκώς μεν νόστιμα, διστακτικά όμως δικαιολογούν την παρουσία τους όταν καταναλωθούν χωρίς τα αρτύματα.
Κατόπιν, όμως, τα πράγματα βελτιώθηκαν σημαντικά στα εξής τρία πιάτα: στην εξαιρετική σουπιά «μπολονέζ» με κίτρινο κάρι, κουμ-κουάτ και φιστίκι, στα βουτυρένια χτένια με παντζάρι και καπνιστή σάλτσα γκουαντσιάλε και στο κεμπάπ από χοιρινό και γαρίδα με πιπεριά Φλωρίνης και αφυγρασμένα σμέουρα. Που θα ήταν απόλυτο δεκάρι αν ήταν ένα ή και δύο κλικ λιγότερο αλμυρά.
Καλό ήταν και το επιδόρπιο, που ήταν «μπαμπάς τιραμισού» με παγωτό καφέ και -φυσικά- μασκαρπόνε.
Στα κρασιά οι τιμές είναι περίπου τριπλάσιες από αυτή της λιανικής, ενώ σε πιο ακριβές ετικέτες ακολουθείται πιο «φρόνιμη» πολιτική, με διπλάσια τιμή. Έχουμε σοβαρή ένσταση με αυτό το Χ3 στα οικονομικά κρασιά. Ρετσίνα (Pitys του Τρουπή) σε τιμή πάνω από 40€ δεν έχουμε ξαναδεί. Σε πολλά μαγαζιά το συναντάμε, αλλά εμείς αντί να το συνηθίσουμε θα συνεχίσουμε να το λέμε: «Δεν Δικαιολογείται!».
Το σέρβις είναι ευγενέστατο, πρόσχαρο και πολυπληθές. Η επικεφαλής του σέρβις, Κωνσταντίνα Κόρδα, που είναι και η σομελιέ του μαγαζιού, είναι εξαιρετικά αποτελεσματική, έμπειρη και φιλόξενη. Καταφέρνει να κάνει μεγάλη διαφορά στη συνολική εντύπωση.
Συμπερασματικά, κάποια πιάτα ήταν πολύ πιο νόστιμα από άλλα, πράγμα που κάνει τη συνολική εμπειρία άνιση. Αν κάνεις δυο-τρεις «λάθος» επιλογές στην παραγγελία, μπορεί και να φύγεις με την αίσθηση του ανεκπλήρωτου. Η αρχική δήλωση για μια κουζίνα «χωρίς προσκολλήσεις και προκαταλήψεις» δημιουργεί προσδοκίες, ίσως λίγο παραπάνω από το τελικό παραδοτέο και με δεδομένη την προϊστορία του Κοντοβά. Θα περίμενε κάποιος πως σε κάθε πιάτο θα υπήρχε διαφορά και δημιουργικότητα, που θα έφερνε νέες γευστικές εμπειρίες πέρα από την εμφάνιση. Αλλά τελικά σου προκύπτει κλήρωση Λόττο.
Και είναι κρίμα που, ενώ έχουν δώσει τόση σημασία στις λεπτομέρειες, βλέπεις λεκέδες και λαδιές πάνω στην κάρτα του μενού (ναι, μπορεί να συμβεί στον καθένα, αλλά θα έσκαγα αν δεν το έλεγα).
Το εστιατόριο, πάντως, ήταν γεμάτο ακόμα και μ’ αυτήν την παγκρατιώτικη αποχαυνωτική ζέστη.
Διαβάστε επίσης
Φόβος για αεροπλάνα: 6 tips για να τον ξεπεράσετε
Starbucks: Deal με τους Μαρινόπουλους και σύμβαση για άλλα 10 χρόνια
Αλλάζει το μείγμα εισαγωγών φυσικού αερίου της ΕΕ: Οι προκλήσεις και οι ευκαιρίες