THEPOWERGAME
Aπεβίωσε σε ηλικία 87 ετών ο Αμερικανός μεγαλοεπενδυτής Ιβάν Μπόσκι, που έγινε γνωστός εξαιτίας του «ταλέντου» του στο αρμπιτράζ στη Wall Street, ενώ απέκτησε ιδιαίτερα αρνητική φήμη την δεκαετία του ’80, καθώς κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε ως απατεώνας σε ένα σκάνδαλο εσωτερικής πληροφόρησης που στιγμάτισε την εποχή.
Καθώς τα ομόλογα τότε τροφοδότησαν ένα κύμα εχθρικών εξαγορών, ο Μπόσκι έγινε το αρχέτυπο του έξυπνου κερδοσκόπου, αποκομίζοντας εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια σε κέρδη από στοιχήματα εξαγορών. Στη συνέχεια, αφού παραδέχτηκε ότι προέβη σε εμπιστευτικές συναλλαγές, ο Μπόσκι έγινε το πρότυπο της απληστίας της Wall Street, με το μακρόστενο πρόσωπό του και το χαρακτηριστικό χαμόγελό του να γεμίζουν τότε το εξώφυλλο του περιοδικού Time υπό τον τίτλο «Ιβάν ο Τρομερός». Για τις κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν εξέτισε δύο χρόνια στη φυλακή.
Η περίπτωση του Μπόσκι είχε προκαλέσει σοκ στις ΗΠΑ, επιβεβαιώνοντας τους χειρότερους φόβους ορισμένων επενδυτών σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας των κεφαλαιαγορών. Πιστεύεται μάλιστα, ότι αποτέλεσε το πρότυπο για τον χαρακτήρα του Γκόρντον Γκέκο, του άπληστου κακού που υποδύθηκε ο Μάικλ Ντάγκλας στην ταινία Wall Street του 1987.
«Η απληστία είναι εντάξει, παρεμπιπτόντως», είπε ο Μπόσκι στους αποφοίτους της σχολής επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ το 1986, μήνες πριν από την πτώση του. «Θέλω να το ξέρετε αυτό. Νομίζω ότι η απληστία είναι υγιής. Μπορείτε να είστε άπληστοι και να αισθάνεστε καλά με τον εαυτό σας».
Ιβάν Μπόσκι: Από αθλητής πάλης στα εκατομμύρια από εξαγορές
Ο Ιβάν Φρέντερικ Μπόσκι γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου 1937 στο Ντιτρόιτ και ήταν το δεύτερο παιδί του Γουίλιαμ και της Έλεν Μπόσκι. Ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης μιας αλυσίδας τοπικών μπαρ με την ονομασία Brass Rail. Σε ηλικία 12 ετών, φοίτησε στο Cranbrook, μια ιδιωτική ακαδημία υψηλού κύρους στο Bloomfield Hills, ένα προάστιο του Ντιτρόιτ, όπου άρχισε να ασχολείται φανατικά με την πάλη και έλαβε μάλιστα και ένα τρόπαιο «παλαιστής της χρονιάς». Παρά τις εξαιρετικές αθλητικές του επιδόσεις, εγκατέλειψε το Cranbrook απότομα πριν αποφοιτήσει και μεταγράφηκε σε δημόσιο σχολείο.
Ο Μπόσκι φοίτησε στο Wayne State University στο Ντιτρόιτ, στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και στο Eastern Michigan University. Δεν τελείωσε, αλλά φοίτησε στο Detroit College of Law, όπου πήρε πτυχίο το 1964. Μέχρι τότε, είχε παντρευτεί τη Σίμα Σίλμπερσταιν, κόρη του κτηματομεσίτη του Ντιτρόιτ Μπεν Σίλμπερσταιν, στις ιδιοκτησίες του οποίου περιλαμβανόταν το ξενοδοχείο Beverly Hills.
Μετά το θάνατο του πατέρα του το 1964, ο Μπόσκι ανέλαβε το τελευταίο εναπομείναν μπαρ Brass Rail, το οποίο μέχρι τότε είχε γυμνόστηθες χορεύτριες, και το μετονόμασε σε Le Club a-Go-Go, σύμφωνα με ένα άρθρο του Vanity Fair του 1993. Δύο χρόνια αργότερα χρεοκόπησε και ο ίδιος μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου ξεκίνησε μια νέα καριέρα στη Wall Street.
Μετά από αρκετά χρόνια εργασίας σε χρηματοπιστωτικές εταιρείες, όπου έμαθε τη δουλειά του αρμπιτράζ κινδύνου, ξεκίνησε το δικό του επενδυτικό ταμείο το 1975 με 700.000 δολάρια από τα πεθερικά του. Έπειτα από έξι χρόνια στοιχηματισμού σε μετοχές εταιρειών, δημιούργησε ένα νέο ταμείο, πάνω στην ώρα για ένα κύμα εξαγορών που άλλαξε το τοπίο των αγορών των ΗΠΑ.
Το 1984, ο Μπόσκι κέρδισε περισσότερα από 100 εκατομμύρια δολάρια από την εξαγορά της Getty Oil από την Texaco και την εξαγορά της Gulf Oil από την Chevron σύμφωνα με ένα άρθρο του περιοδικού Atlantic το 1984. Το επόμενο έτος, κέρδισε περίπου 50 εκατομμύρια δολάρια όταν η Philip Morris εξαγόρασε την General Foods.
Σε αντίθεση με άλλους επενδυτές που γενικά απέφευγαν τη δημοσιότητα, ο Μπόσκι την «αγκάλιασε». Προσέλαβε έναν δημοσιογράφο για να τον αναφέρουν τα ΜΜΕ, έγραψε το 1985 ένα βιβλίο για τις εμπειρίες του στα οικονομικά με τίτλο «Merger Mania» και ταξίδεψε σε όλη τη χώρα για να το προωθήσει.
Η έρευνα της SEC και τα μπλεξίματα
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, η ανοδική αγορά της Wall Street που επέτρεψε στους έξυπνους επενδυτές να κερδίσουν εκατομμύρια, οδήγησε επίσης τις ρυθμιστικές αρχές στο να υποπτευθούν ότι οι αγορές ήταν στημένες υπέρ εκείνων που είχαν εμπιστευτικές πληροφορίες. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ξεκίνησε στα μέσα του 1985 έρευνα για ύποπτες συναλλαγές από δύο υπαλλήλους της Merrill Lynch & Co. με έδρα τη Βενεζουέλα, οι οποίες τους οδήγησαν σε μια δαιδαλώδη πορεία εξαπάτησης στη Wall Street που παγίδευσε τον Ντένις Λεβίν, τραπεζίτη επενδύσεων στην Drexel Burnham Lambert.
Ένα χρόνο αργότερα, τον Ιούνιο του 1986, λίγο μετά τη σύλληψή του για εσωτερική πληροφόρηση, ο Λεβίν δήλωσε ένοχος και συμφώνησε να συνεργαστεί με τον εισαγγελέα των ΗΠΑ στο Μανχάταν, Ρούντι Τζουλιάνι. Ο Λεβίν είπε στους ομοσπονδιακούς εισαγγελείς ότι είχε παράσχει στον Μπόσκι εσωτερικές πληροφορίες σχετικά με πιθανές συμφωνίες. Κατηγορούμενος ότι κέρδισε περίπου 12 εκατομμύρια δολάρια από παράνομες συναλλαγές, ο Λεβίν καταδικάστηκε αργότερα σε δύο χρόνια φυλάκιση.
Λίγους μήνες αργότερα, ο Μπόσκι έκλεισε συμφωνία με την κυβέρνηση. Θα παραδεχόταν την ενοχή του σε μία κακουργηματική κατηγορία για συνωμοσία με σκοπό την υποβολή ψευδών αρχείων συναλλαγών, θα πλήρωνε 100 εκατομμύρια δολάρια σε ποινές και θα συνεργαζόταν με τις ομοσπονδιακές αρχές.
Στο πλαίσιο της συμφωνίας, κατέγραψε κρυφά τις συνομιλίες του με τους traders για να βοηθήσει την κυβέρνηση να χτίσει υποθέσεις εναντίον άλλων απατεώνων της Wall Street. Ο πιο αξιοσημείωτος από αυτούς ήταν ο Μάικλ Μίλκεν, επικεφαλής της Drexel Burnhan για την εμπορία ομολόγων υψηλής απόδοσης, ο οποίος βοήθησε στη χρηματοδότηση πολλών από τις εταιρικές εξαγορές της εποχής. Ο Μίλκεν, ο οποίος εξέτισε σχεδόν δύο χρόνια φυλάκισης για παραβίαση των νόμων περί κινητών αξιών, έλαβε χάρη το 2020 από τον τότε πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Μπόσκι αντιμετώπιζε μέγιστη ποινή φυλάκισης πέντε ετών, αλλά με βάση τη συνεργασία του με τις αρχές, καταδικάστηκε σε τρία χρόνια. Τον Απρίλιο του 1990, αφού εξέτισε περίπου δύο χρόνια, αποφυλακίστηκε.
Μετά την αποφυλάκισή του, ο Μπόσκι εξαφανίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη δημοσιότητα μετά την αποφυλάκισή του. Το 1991, η Σίμα Μπόσκι κατέθεσε αίτηση διαζυγίου, η οποία οριστικοποιήθηκε δύο χρόνια αργότερα.
Διαβάστε επίσης:
Σκέρτσος: Κοινή ευρωπαϊκή πολιτική απέναντι στις πολυεθνικές
Apple: Ψαλιδίζει τις τιμές του iPhone στην Κίνα λόγω ανταγωνισμού
Βιομάζα: Αγκάθι η έλλειψη πρώτης ύλης, έρχονται μεταρρυθμίσεις