THEPOWERGAME
Οι πολιτικές πιέσεις για την επιβολή κυρώσεων εις βάρος του ιρανικού πετρελαίου μετά τις επιθέσεις της Τεχεράνης στο Ισραήλ το περασμένο Σάββατο αποτελεί ακανθώδες ζήτημα για την κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν και γενικότερα τη Δύση. Το ζήτημα ακόμα γιγαντώνεται πιο πολύ με τη δημοσιοποίηση στοιχείων που έδειξαν πως οι εξαγωγές πετρελαίου του Ιράν έφθασαν στο υψηλό πενταετίας, προσδίδοντας πέρυσι έσοδα 35 δισ. δολαρίων στην ιρανική οικονομία και το καθεστώς της χώρας.
Στη γεωπολιτική σκακιέρα, όμως, μια χώρα σαν το Ιράν, με την αφθονία που διαθέτει σε φυσικούς πόρους, είναι συνδεδεμένη με τον υπόλοιπο κόσμο. Δυτικές κυρώσεις στο ιρανικό πετρέλαιο θα ενίσχυαν την άνοδο των τιμών στις διεθνείς αγορές και τις ανατιμήσεις στην παγκόσμια οικονομία, ενώ οι κεντρικές τράπεζες έχουν καταφέρει να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό μετά την ενεργειακή κρίση που προκλήθηκε από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Μια τέτοια πρωτοβουλία θα εκλαμβάνονταν, επίσης, από την Κίνα ως απευθείας χτύπημα στην οικονομία της, την 2η ισχυρότερη οικονομία του κόσμου μετά τις ΗΠΑ. Η μερίδα του λέοντος από τα 1,56 εκατ. βαρέλια που πούλησε η Τεχεράνη, σε ημερήσια βάση, την περίοδο Ιανουαρίου – Μαρτίου κατέληξε στην Κίνα. Πρόκειται για το υψηλότερο επίπεδο από το γ’ τρίμηνο του 2018, σύμφωνα με τις εταιρείες αναλύσεων Vortexa και Kpler που επικαλούνται οι Financial Times. Αναλυτές τονίζουν πως οι Ιρανοί ξέρουν να αποφεύγουν τις δυτικές κυρώσεις με ελιγμούς.
Αφενός, η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζάνετ Γιέλεν, αναγνώρισε αυτήν την εβδομάδα πως το Ιράν εμφανώς συνέχισε να εξάγει την πετρελαϊκή παραγωγή του και θα πρέπει να «γίνουν πιο πολλά» για την ανάσχεση του εμπορίου. Αφετέρου είναι στενά τα περιθώρια για ένα αυστηρό καθεστώς κυρώσεων σαν αυτό που επιβλήθηκε επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ, επειδή οι ΗΠΑ διανύουν μια προεκλογική περίοδο και οι Αμερικανοί, όπως και ο υπόλοιπος κόσμος, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στο κόστος της βενζίνης.
H EE χρειάστηκε 11 μήνες για να απαγορεύσει τις εισαγωγές πετρελαίου από τη Ρωσία, με τις ευρωπαϊκές οικονομίες να πληρώνουν ακριβά το τίμημα. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2022 και το πετρελαϊκό εμπάργκο της ΕΕ -μαζί με ένα διεθνές πλαφόν στις τιμές πώλησης- τέθηκε σε εφαρμογή από τον Δεκέμβριο του 2022. Παρ’ όλα αυτά, η τακτική κυρώσεων της Δύσης δέχεται κριτική διότι η επιθετικότητα του Κρεμλίνου δεν έχει αποδυναμωθεί ακόμη στο πολεμικό μέτωπο που άνοιξε το Κρεμλίνο στην Ουκρανία. Απεναντίας. Οι θέσεις των Ρώσων έχουν ενισχυθεί στο πεδίο της μάχης όσο η Δύση καθυστερεί να παράσχει αντιπυραυλικά συστήματα για να ενισχύσει την αεράμυνα της Ουκρανίας.
Υπάρχουν όρια στην επίδραση των κυρώσεων ή ακόμη στο εύρος που μπορεί να τεθούν τιμωρητικά μέτρα από τη μια χώρα στην άλλη. Από την Ουάσιγκτον, η Κριστίν Λαγκάρντ, επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ήταν σαφής για τα νομικά εμπόδια που υπάρχουν ως προς την αξιοποίηση των «παγωμένων» περιουσιακών στοιχείων της Ρωσίας (πάνω από 260 δισ. δολαρίων). Σε ομιλία της την Τετάρτη είπε πως «από το πάγωμα μέχρι την κατάσχεση και τον καταμερισμό των περιουσιακών στοιχείων είναι κάτι που πρέπει να εξεταστεί πολύ προσεκτικά». Πρόσθεσε πως μια τέτοια κίνηση θα «παραβίαζε τη διεθνή τάξη πραγμάτων που θέλουμε να προστατεύσουμε και που επιθυμούμε να σεβαστεί η Ρωσία». Έτσι, η Λαγκάρντ κατέδειξε το χάσμα απόψεων που επικρατεί ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και την Ευρώπη επί του συγκεκριμένου θέματος.
Οι οικονομικές κυρώσεις αποτελούν εργαλείο με γεωπολιτική σκοπιμότητα σε έναν κόσμο που επανέρχεται σε ψυχροπολεμικό κλίμα. Συνήθως, όσο πιο μεγάλο είναι το κόστος, τόσο μεγαλύτερη είναι και η επίδραση τους. Η τελική απόφαση εξαρτάται από την επικινδυνότητα των συνθηκών και ποιο είναι το χειρότερο σενάριο εάν δεν ληφθούν. Σε κάθε περίπτωση, οι κυρώσεις δεν μπορεί να αποτελούν μονοδιάστατη λύση αλλά μέρος μιας εξίσωσης.