THEPOWERGAME
Όσο και αν οι ρυθμιστικές αρχές προσπαθούν να μειώσουν τους παράγοντες αστάθειας στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, κίνδυνοι εξακολουθούν να εγκυμονούν μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Η κατάρρευση τριών περιφερειακών τραπεζών πέρσι στις ΗΠΑ κατέδειξαν πως η μαζική φυγή καταθέσεων δεν μπορεί να αποτραπεί όταν καλλιεργείται κλίμα πανικού. Η αναγκαστική εξαγορά της Credit Suisse από τη UBS απέδειξε πως εάν μια συστηματική τράπεζα βρεθεί στο χείλος του γκρεμού δεν μπορεί να αφεθεί στην τύχη της διότι έτσι θα συμπαρασύρει ένα ολόκληρο σύστημα.
Εκτός των άλλων, το σκιώδες τραπεζικό σύστημα, όπως είναι οι εταιρείες κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου και τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια, έχει ενισχύσει το ρόλο του και έχει διεκδικήσει μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα των αγορών. Το μερίδιο των περιουσιακών στοιχείων που διαχειρίζονται οι οργανισμοί πλην των παραδοσιακών τραπεζών έχει αυξηθεί στο 47,2% από το 25% από το 2008, σύμφωνα με στοιχεία των Financial Times. Το αντίστοιχο ποσοστό των τραπεζών είναι χαμηλότερο στο 39,7%, αποδεικνύοντας πως υπερισχύει το σκιώδες τραπεζικό σύστημα που δεν είναι επαρκώς θωρακισμένο από ένα στενό ρυθμιστικό πλαίσιο.
Βέβαια, η επιβολή αυστηρών κριτηρίων για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών τις κατέστησαν πιο ανθεκτικές σε κρίσεις όπως αυτήν της πανδημίας ή της ενεργειακής κρίσης που κορυφώθηκε μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Οι κανόνες, όμως, υπόκεινται σε πολιτικές πιέσεις. Σύμφωνα με έρευνα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), η κατάρρευση της Silicon Valley Bank και μετέπειτα το ξέσπασμα της περσινής τραπεζικής κρίσης στις ΗΠΑ προκλήθηκαν από την υποβάθμιση των εποπτικών αρχών και τη χαλάρωση των κανόνων για την κεφαλαιακή βάση των περιφερειακών ιδρυμάτων επί κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ. Όπως επισημαίνεται από το Reuters, προ εξαετίας εγκρίθηκε νόμος από το Κογκρέσο που χαλάρωνε το όριο για τη στενή εποπτεία των τραπεζών σε ενεργητικό 250 δισ. δολαρίων από τα 50 δισ. δολάρια που απαιτούσε το νομοσχέδιο Ντοντ-Φρανκ.
Μια ακόμη παράμετρος που προβληματίζει τους οικονομικούς αναλυτές είναι η τάση των εταιρειών να αποχωρούν από το χρηματιστήριο (delisting). Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ και τους Financial Times, οι μετοχές πάνω από 30.000 εταιρειών δεν διαπραγματεύονται στο χρηματιστήριο από το 2005, με τον μεγαλύτερο αριθμό των delistings να σημειώνεται στις ΗΠΑ και την Ευρώπη.
Συν τοις άλλοις, τα βάρη εξυπηρέτησης του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους έχουν αυξηθεί με την άνοδο των επιτοκίων μετά τη συσσώρευση υποχρεώσεων την εποχή που το κόστος δανεισμού κυμαίνονταν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Αυτή η εποχή τερματίστηκε μετά την πανδημία, όπου ο πληθωρισμός απαίτησε την απότομη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής. Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 έως το 2022, παραδείγματος χάριν, το δημόσιο χρέος στον ανεπτυγμένο κόσμο αυξήθηκε από το 76,8% του ΑΕΠ στο 113,5%.