THEPOWERGAME
Τις λεπτές ισορροπίες που καθορίζουν τις σχέσεις της Κίνας και των ΗΠΑ δοκίμασε μια ακόμη φορά η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν. Στο πλαίσιο τετραήμερης επίσκεψης στο Πεκίνο και την Γκουανγκτζόου που ολοκληρώθηκε τη Δευτέρα, η υπουργός Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, εξέφρασε ανησυχία για τον ρόλο των κινεζικών εταιρειών στην παροχή οπλικού εξοπλισμού στη Ρωσία μετά την εισβολή στην Ουκρανία.
Υπογράμμισε επίσης τον προβληματισμό της Ουάσιγκτον για ένα κύμα εξαγωγών με φθηνά προϊόντα από την Κίνα που μπορεί να έχει ολέθριες συνέπειες στην αμερικανική οικονομία. «Η Κίνα είναι απλά πολύ μεγάλη για να απορροφήσει ο υπόλοιπος κόσμος αυτήν την τεράστια παραγωγική ικανότητα», είπε η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζάνετ Γέλεν, στο πλαίσιο ομιλίας που έδωσε τη Δευτέρα με την ολοκλήρωση της επίσκεψης της. «Όταν η παγκόσμια αγορά πλημμυρίζει με προϊόντα που έχουν τεχνητά χαμηλές τιμές από την Κίνα τίθεται υπό αμφισβήτηση η βιωσιμότητα των αμερικανικών και άλλων εταιριών», τόνισε η Γέλεν.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, και ο Κινέζος ομόλογος του, Σι Τζινπίνγκ, έχουν καταβάλει προσπάθειες για να εξομαλύνουν το τεταμένο κλίμα μεταξύ των δυο ισχυρών κρατών παρά το ότι ο προστατευτισμός και η επιφυλακτικότητα επισκιάζει τις σχέσεις τους. Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει επιβάλει περιορισμούς στις εξαγωγές τεχνολογίας αιχμής στην Κίνα, δεν κατάργησε τους δασμούς στις εισαγωγές προϊόντων από την Κίνα που είχαν επιβληθεί όταν πρόεδρος ήταν ο Ντόναλντ Τραμπ και τον περασμένο μήνα ψηφίστηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων η απαγόρευση της κινεζικής πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης Tik Tok.
Από την άλλη πλευρά, η κινεζικές αρχές πραγματοποίησαν πέρσι εφόδους στα γραφεία που διατηρούν ξένες εταιρείες στη χώρα, συμπεριλαμβανομένων των Capvision, Bain & Company και Mintz Group. Το Πεκίνο έχει, επίσης, διατηρήσει ανοικτές διαύλους επικοινωνίας με τη Μόσχα προς τη μεγάλη δυσαρέσκεια της Δύσης που έχει επιβάλει μια σειρά κυρώσεων εις βάρος της Ρωσίας για την εισβολή στην Ουκρανία. Αυτός είναι ο λόγος που η Γέλεν δεν απέκλεισε την επιβολή κυρώσεων σε εταιρείες ή ακόμη και αξιωματούχους της Κίνας εάν παρέχουν στήριξη στις ένοπλες δυνάμεις της Ρωσίας για την εισβολή στην Ουκρανία.
Η μεγαλύτερη ανησυχία της κυβέρνησης Μπάιντεν είναι η μεγάλη εισροή προϊόντων από την Κίνα, με κίνδυνο να χαθούν θέσεις εργασίας και να κλείσουν επιχειρήσεις στις ΗΠΑ. Στα τέλη της δεκαετίας του ΄90 και τις αρχές της δεκαετίας του 2000, η αμερικανική και παγκόσμια οικονομία υπέστησαν το «κινεζικό σοκ». Ήταν ένα κύμα εισαγωγών με φθηνά προϊόντα που ναι μεν διατήρησαν χαμηλά τις πληθωριστικές πιέσεις αλλά κόστισαν θέσεις εργασίας στη μεταποίηση. Προ 20ετίας, το μερίδιο της Κίνας στην παγκόσμια μεταποίηση περιορίζονταν στο 10% και έως το 2022 είχε επεκταθεί στο 31%.
Σήμερα, η Κίνα παράγει μαζικά αυτοκίνητα, κυρίως ηλεκτροκίνητα, ηλεκτρονικά είδη και μηχανολογικό εξοπλισμό που υπερβαίνουν αισθητά τις ανάγκες της εγχώριας οικονομίας. Αναλυτές υπογραμμίζουν πως με αυτή τη συνταγή ευελπιστεί το Πεκίνο πως θα τονώσει την οικονομία της χώρας, παραχωρώντας γενναιόδωρες επιδοτήσεις σε εγχώριες εταιρείες. Μόνο που οι κυβερνώντες σε ΗΠΑ και Ευρώπη λαμβάνουν πια μέτρα για να θωρακίσουν τις οικονομίες τους καθώς εντείνονται οι γεωπολιτικές εντάσεις. Το ζήτημα είναι αρκετά κρίσιμο εν όψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου, όπου η πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα αποτελεί ένα από τα βασικά κεφάλαια στη διαμάχη ανάμεσα στον Μπάιντεν και τον Τραμπ.