THEPOWERGAME
Το ζήτημα της προσιτής στέγης έχει επανέλθει με δριμύτητα στην επικαιρότητα, λόγω της συνεχιζόμενης αύξησης των ενοικίων, την ώρα που οι πολιτικές που θα κληθούν να διαχειριστούν το πρόβλημα δεν έχουν ακόμα ξεκινήσει να εφαρμόζονται, αν και θα πρέπει να σημειωθεί ότι βρίσκονται στο τελικό στάδιο του σχεδιασμού τους.
«Το πρόβλημα της προσιτής στέγης, της κοινωνικής κατοικίας, δεν μπορεί να το λύσει ούτε ο ιδιωτικός τομέας από μόνος του ούτε το κράτος από μόνο του. Στο Παρίσι, όπου υφίσταται πολιτική προσιτής στέγης επί δεκαετίες, ο δήμος έχει στην κατοχή του περίπου το 25% του οικιστικού αποθέματος και το διανέμει με βάση κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια σε δικαιούχους. Με τον τρόπο αυτόν μπορεί να βρεθεί κάποιος να ενοικιάζει ένα διαμέρισμα στο έβδομο διαμέρισμα του Παρισίου έναντι 700 ευρώ, όταν ο γείτονάς του δαπανά 1.800 ευρώ», ανέφερε ο κ. Δημήτρης Ανδριόπουλος, διευθύνων σύμβουλος της Dimand, στο πλαίσιο της πρόσφατης παρουσίασης της εισηγμένης στην Ένωση Θεσμικών Επενδυτών.
Σύμφωνα με τον ίδιο, για να αναπτυχθεί ικανό απόθεμα κοινωνικών κατοικιών, κάτι που θα ενδιέφερε και τον ιδιωτικό τομέα, θα πρέπει το κάθε κτίριο που θα δημιουργείται να είναι σε θέση να φιλοξενεί πάνω από 200 διαμερίσματα. «Χρειάζεται μεγάλος αριθμός οικιστικών μονάδων, ώστε να είναι εφικτή η χαμηλή τιμή ενοικίασης», σημείωσε χαρακτηριστικά. Αυτό σημαίνει ότι μια κλασική πολυκατοικία στην Ελλάδα, των 15-20 διαμερισμάτων, δύσκολα θα μπορέσει να διατεθεί από έναν ιδιώτη με τη μορφή κοινωνικής κατοικίας, χωρίς κάποιο ανταποδοτικό όφελος ή επιδότηση.
Η κυβέρνηση προσανατολίζεται στην ανάπτυξη ενός προγράμματος δημιουργίας κοινωνικών κατοικιών μέσω ΣΔΙΤ, όπου ο ιδιώτης θα αναλαμβάνει να αναπτύξει οικιστικά ακίνητα σε ακίνητα του Δημοσίου, είτε κτίρια είτε οικοπεδικές εκτάσεις, και στη συνέχεια θα εκμισθώνει ένα ποσοστό αυτών σε δικαιούχους κοινωνικής κατοικίας, αναβιώνοντας με τον τρόπο αυτόν την κοινωνική πολιτική στέγασης στην Ελλάδα έπειτα από 15 χρόνια, από τότε δηλαδή που καταργήθηκε ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ).
Μια άλλη ενδιαφέρουσα πρόταση για την επίλυση του στεγαστικού ζητήματος, κατατέθηκε πρόσφατα και από τον πρόεδρο του ΤΕΕ (Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος), κ. Γιώργο Στασινό. Το ΤΕΕ προτείνει να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός ανταλλαγής αναξιοποίητων και εγκαταλελειμμένων ακινήτων του Δημοσίου με διαμερίσματα, που διατίθενται έναντι προσιτού ενοικίου και με κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια. Αν μάλιστα πρόκειται για νέα ζευγάρια που αποκτούν παιδιά, θα μπορούσε το μίσθωμα να είναι έως και μηδενικό, προκειμένου με τον τρόπο αυτόν να δοθεί και μια σχετική ώθηση στο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας.
Για παράδειγμα, σήμερα στο κέντρο της Αθήνας μια σειρά από κτίρια του Δημοσίου, όπως του ΕΦΚΑ ή άλλων φορέων, παραμένουν κλειστά επί χρόνια, με αποτέλεσμα ούτε να αποδίδουν έσοδα στο κράτος, αλλά και ταυτόχρονα να απαξιώνονται πλήρως. Αντί να συνεχιστεί η λογική των διαγωνισμών για τη μετατροπή ενός τέτοιου κτιρίου σε ξενοδοχείο, που απαιτεί πολλά χρόνια έως ότου αρχίσει να αποδίδει, θα μπορούσε το Δημόσιο να ανταλλάξει το ακίνητο αυτό π.χ. με 150 διαμερίσματα στο Περιστέρι. Δηλαδή θα μπορούσε να εκχωρήσει την εκμετάλλευση του ακινήτου αυτού σε κάποιον ιδιώτη επενδυτή, χωρίς να εισπράττει κάποιο έσοδο. Σε αντάλλαγμα, ο ιδιώτης θα μπορούσε να παραχωρήσει π.χ. 150 οικιστικά ακίνητα, τα οποία στη συνέχεια θα μπορούσε να εκμισθώνει το κράτος σε δικαιούχους.
Με τον τρόπο αυτόν το Δημόσιο θα έχει άμεσα έσοδα (ακόμα και αν αυτά είναι χαμηλότερα) από την ενοικίαση των διαμερισμάτων αυτών και ταυτόχρονα, αφού θα έχει διατηρήσει την κυριότητα του δικού του ακινήτου, θα έχει στην κατοχή του κι ένα σύγχρονο ακίνητο, με δεδομένο ότι ο ιδιώτης θα το αναβαθμίσει, ώστε να το εκμεταλλευτεί. Σύμφωνα με τον κ. Στασινό, αν ξεκινούσε σήμερα μια τέτοια διαδικασία, θα μπορούσε σε περίοδο δύο ή έστω τριών ετών να προσθέσει περί τα 2.000-3.000 διαμερίσματα στην αγορά, αριθμός που δεν είναι καθόλου αμελητέος.