THEPOWERGAME
Στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 20 ετών έχουν βρεθεί οι διαλύσεις πλοίων. Η υψηλή ζήτηση πλοίων και το χαμηλό επίπεδο του «βιβλίου» παραγγελιών νέων πλοίων, είναι οι δύο βασικότεροι παράγοντες, που λειτουργούν ως αντικίνητρα για τους πλοιοκτήτες, που αποφεύγουν να πουλήσουν τα παλιότερα πλοία τους για σκραπ, σε κάποιο από τα διαλυτήρια, είτε στην Τουρκία, είτε στην νοτιοανατολική Ασία (π.χ. Ινδία, Πακιστάν ή Μπαγκλαντές), που αποτελούν και τους δημοφιλέστερους προορισμούς για τα πλοία της ποντοπόρου ναυτιλίας, που εξέρχονται της αγοράς.
Σύμφωνα με στοιχεία της BIMCO, του μεγαλύτερο φορέα που εκπροσωπεί τις πλοιοκτήτριες εταιρείες, η πτωτική πορεία των διαλύσεων αφορά το σύνολο των επιμέρους αγορών, καθώς παρατηρείται για οκτώ διαφορετικά τρίμηνα σε φορτηγά πλοία, δεξαμενόπλοια, αλλά και τα πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων. Κατά την διάρκεια του φετινού πρώτου τριμήνου, τα πλοία που πουλήθηκαν για διάλυση και ανακύκλωση, ήταν μεταφορικής ικανότητας μόλις δύο εκατ. τόνων dwt. Ήταν το όγδοο διαδοχική τρίμηνο μείωσης της σχετικής δραστηριότητας. Όπως αναφέρει η BIMCO, η τελευταία φορά που οι διαλύσεις ήταν τόσο χαμηλές ήταν το 2008, λίγο πριν το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Εκείνη την περίοδο, οι ναύλοι των πλοίων είχαν εκτοξευτεί σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, κυρίως λόγω της εκρηκτικής ανάπτυξης της οικονομίας της Κίνας και της «δίψας» της για πρώτες ύλες, οι οποίες εισάγονταν σωρηδόν με πλοία, πολλά εκ των οποίων ήταν και ελληνικών συμφερόντων. Έτσι, ήταν πολύ επικερδέστρο να διατηρείται «εν ζωή» ένα παλιό πλοίο, καθώς απέφερε πολλά περισσότερα κέρδη στον κάτοχό του. Στον αντίποδα, όταν οι ναύλοι είναι πολύ χαμηλοί κι ενδεχομένως και οι προσφερόμενες τιμές από τα διαλυτήρια ελκυστικές, οι πλοιοκτήτες έχουν μεγαλύτερο οικονομικό κίνητρο να πουλήσουν τα μεγαλύτερης ηλικίας πλοία του στόλου τους.
Με δεδομένο πάντως ότι ο παγκόσμιος στόλος σήμερα είναι πολύ μεγαλύτερο σε μέγεθος, σε σχέση με την περίοδο πριν την οικονομική κρίση του 2008, η μείωση της σχετικής δραστηριότητας είναι περισσότερο εμφανής. Συγκεκριμένα κατά την διάρκεια της τελευταίας διετίας, έχει πωληθεί προς ανακύκλωση μόλις το 0,1% του παγκόσμιου στόλου, έναντι 0,45% που είναι ο μέσος όρος των τελευταίων 20 ετών.
Κύριος λόγος γι’αυτό είναι η υψηλή ζήτηση πλοίων, με τελευταίο παράδειγμα την κρίση που έχει προκληθεί εξαιτίας των επιθέσεων των Χούθι στην περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας. Καθώς όλο και πιο πολλά πλοία πραγματοποιούν τον διάπλου της Αφρικής, χρειάζονται περισσότερα πλοία προκειμένου να μεταφερθεί ο ίδιος όγκος φορτίων κι έτσι να μην διαταραχθεί η εφοδιαστική αλυσίδα. Το 2022 και το 2023 ήταν οι κυρώσεις εναντίον του ρωσικού πετρελαίου και άνθρακα, που είχαν ένα παρόμοιο αποτέλεσμα, που μάλιστα παγιώθηκε και είχε ως αποτέλεσμα υψηλότερη ζήτηση, τόσο για φορτηγά πλοία, όσο και για δεξαμενόπλοια. Ταυτόχρονα, οι αλλαγές της καταναλωτικής συμπεριφοράς κατά την διάρκεια της υγειονομικής κρίσης, προκάλεσαν μια σημαντική αύξηση και της ζήτησης για πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων.
Ένας ακόμα παράγοντας που έχει περιορίσει τις διαλύσεις, είναι ο μικρός αριθμός παραδόσεων νεότευκτων πλοίων, για να αντικαταστήσουν τα πλοία που παροπλίζονται. Διόλου τυχαία και οι παραδόσεις νέων φορτηγών πλοίων και δεξαμενόπλοιων έχουν αγγίξει το χαμηλότερο σημείο των τελευταίων 20 ετών. Αντιθέτως, στην κατηγορία των πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, η τάση αυτή έχει διαφοροποιηθεί, καθώς το 2023 ήταν έτος ρεκόρ για παραλαβές νέων πλοίων, κάτι που θα συμβεί και το 2024, με αποτέλεσμα η προσφορά να αυξηθεί με ταχύτερο ρυθμό από την ζήτηση.
Πάντως, η BIMCO εκτιμά ότι, αναπόφευκτα, θα αυξηθούν σταδιακά και οι διαλύσεις νέων πλοίων τα επόμενα χρόνια, αρχής γενομένης με τα πλοία που θα όδευαν προς κάποιο διαλυτήριο, αν δεν είχε ξεσπάσει η κρίση των Χούθι. Μόλις το ζήτημα αυτό επιλυθεί, τα εν λόγω πλοία θα είναι τα πρώτα που θα πουληθούν για ανακύκλωση. Στο πλαίσιο αυτό, η BIMCO προβλέπει ότι κατά την δεκαετία 2023-2033, θα διπλασιαστεί ο αριθμός των πλοίων που θα ανακυκλωθούν, συγκριτικά με την δεκαετία που προηγήθηκε.