THEPOWERGAME
Οι ΗΠΑ θα πρέπει να αποφύγουν μια κρίση εμπιστοσύνης στην οικονομία της χώρας σαν αυτή που έπληξε τη Βρετανία τον Σεπτέμβριο του 2022, όταν ο μίνι-προϋπολογισμός της βραχύβιας κυβέρνησης της Λιζ Τρας οδήγησε αστραπιαία σε πρωτοφανή κατάρρευση της στερλίνας. Αυτή η προειδοποίηση διατυπώθηκε δια στόματος του επικεφαλής στο Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (GBO), Φίλιπ Σουάγκελ, τονίζοντας πως τα δημοσιονομικά βάρη των ΗΠΑ κινδυνεύουν να φθάσουν σε «ανεπανάληπτα» επίπεδα.
Απευθυνόμενος στους Financial Times, o Σουάγκελ είπε πως η αμερικανική οικονομία δεν βρίσκεται επί του παρόντος σε παρόμοια θέση με τη βρετανική όταν πρωθυπουργός ήταν η Τρας. Η Λιζ Τρας ανέλαβε τα ηνία της χώρας στις 6 Σεπτεμβρίου αλλά παραιτήθηκε μετά από 45 ημέρες αφού το δημοσιονομικό εγχείρημα της προκάλεσε βαθιά κρίση στις αγορές πριν εφαρμοστεί καν. Ο μίνι-προϋπολογισμός της Τρας υπόσχονταν μειώσεις στη φορολογία 45 δισ. στερλινών χωρίς αντίβαρο εσόδων.
Είναι αναγκαίο να ληφθούν μέτρα στις ΗΠΑ καθώς οι πληρωμές τόκων στο δημόσιο χρέος θα αναλογούν, ετησίως, μέχρι και στα τρία τέταρτα της αύξησης του δημοσιονομικού ελλείμματος έως το 2034, σύμφωνα με πρόσφατες προβλέψεις του GBO. Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου διαβλέπει πως οι υποχρεώσεις του ομοσπονδιακού κράτους των ΗΠΑ κινδυνεύουν να σκαρφαλώσουν στο 166% επί του ΑΕΠ έως το 2054, φθάνοντας το 116% που είχε σημειωθεί επί Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από το 2029. Ήδη τέλη του 2023, το δημόσιο χρέος έφθασε τα 26,2 τρισ. δολάρια ή το 97% του ΑΕΠ, ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα κινδυνεύει να αγγίξει τα 2,6 τρισ. δολάρια εντός της επόμενης δεκαετίας από τα υφιστάμενα 1,6 τρισ. δολάρια.
Αν και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) αναμένεται πως θα ξεκινήσει μέσα στους επόμενους μήνες τον κύκλο των καθοδικών επιτοκίων, η σύσφιξη νομισματικής πολιτικής που διενήργησε από την άνοιξη του 2022 έως το καλοκαίρι του 2023 οδήγησε το κόστος δανεισμού σε άνοδο 525 μονάδων βάσης.
Ως εκ τούτου, οι πληρωμές σε τόκους θα ξεπερνούν το μέσον όρο του 3,7% που ίσχυε την προηγούμενη 50ετία, με το δημοσιονομικό έλλειμμα να φθάνει, σε ποσοστιαίους όρους, το 6,1% επί του ΑΕΠ μετά από μια δεκαετία από το 5,6% το 2024. Δεν είναι τυχαίο που ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch αφαίρεσε την ανώτατη βαθμολογία του τριπλού Α από το αμερικανικό χρέος πέρσι τον Αύγουστο, ενώ η Moody’s αναπροσάρμοσε την προοπτική του από «σταθερή» σε «αρνητική».
Οι δηλώσεις του υπευθύνου του GBO στη βρετανική εφημερίδα φέρουν μεγάλη βαρύτητα διότι οι ΗΠΑ πορεύονται σε μια από τις πιο κρίσιμες εκλογές τον επόμενο Νοέμβριο. Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ και επικρατέστερος υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων, Ντόναλντ Τραμπ, έχει δεσμευτεί πως θα παρατείνει τις περικοπές στη φορολογία που είχε περάσει το 2017 και λήγουν το 2025.
Αλλά μια μονιμοποίηση των περικοπών επί προεδρίας Τραμπ μπορεί να κοστίσουν στο αμερικανικό δημόσιο συσσωρευτικά σχεδόν 5 τρισ. δολάρια από το 2026 έως το 2035, σύμφωνα με την αρμόδια επιτροπή του Κογκρέσου. Τα μέτρα αυτά είχαν δεχτεί κριτική όχι μόνον από τους Δημοκρατικούς αλλά και από οικονομολόγους διότι θεωρήθηκε πως δίνουν μεγαλύτερες ελαφρύνσεις στα υψηλά εισοδηματικά στρώματα συγκριτικά με άλλες κοινωνικές ομάδες, προκαλώντας απότομη αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος πριν ακόμα το ξέσπασμα της πανδημίας τον Φεβρουάριο του 2022.
Εν συνεχεία, η πανδημία και η οικονομική κρίση που προκλήθηκε από τα lockdown ανάγκασε όλες τις κυβερνήσεις της Δύσης, όχι μόνον των ΗΠΑ, να προχωρήσουν σε ανεπανάληπτες επιδοτήσεις από το 2020 έως το 2022. Έπειτα ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, ο οποίος είναι ο μοναδικός υποψήφιος των Δημοκρατικών, υιοθέτησε μια σειρά πακέτων με γενναιόδωρα μέτρα στήριξης για τις υποδομές, την πράσινη μετάβαση και την τεχνολογική αυτονομία της οικονομίας προκειμένου να τονώσει τη βιομηχανία και να γεφυρώσει το κοινωνικό χάσμα στη χώρα του. Στην επόμενη τετραετία από το 2025 έως το 2029, υπό την προϋπόθεση πως ο Μπάιντεν θα κερδίσει τις εκλογές του Νοεμβρίου, οι Δημοκρατικοί έχουν δεσμευτεί πως αυξήσουν τη φορολογία για τους πλουσιότερους της χώρας. Η συγκυρία, όμως, εξακολουθεί να είναι αρνητική με τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ευρύτερη γεωπολιτική αβεβαιότητα να διεκδικούν την οικονομική συνδρομή των ΗΠΑ σε πολλαπλά επίπεδα.