THEPOWERGAME
Τον Μάρτιο, ένα ανώνυμο υπόμνημα έκανε για λίγο τον γύρο του διαδικτύου. Οι συντάκτες του, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι ήταν πρώην συνεργάτες της McKinsey, ασκούσαν κριτική στην περίφημη εταιρεία συμβούλων στρατηγικής, λέγοντας ότι τα τελευταία χρόνια επιδίδεται σε μια «ανεξέλεγκτη και μη ελεγχόμενη ανάπτυξη», ενώ κατηγορούσαν την ηγεσία της για, μεταξύ άλλων, «έλλειψη στρατηγικής εστίασης». Με την χαρακτηριστική ταπεινότητα των McKinsιτών, προειδοποιούσαν ότι «ένας οργανισμός πραγματικού μεγαλείου» κινδυνεύει να χαθεί.
Το υπόμνημα, το οποίο κατέβηκε γρήγορα, δεν είναι παρά ο πιο πρόσφατος ψίθυρος δυσαρέσκειας απέναντι στη McKinsey. Τον Ιανουάριο ο Bob Sternfels, διευθύνων εταίρος της, αναγκάστηκε να συμμετάσχει σε εσωτερικό διαγωνισμό για την ανώτατη θέση, αφού απέτυχε να εξασφαλίσει την υποστήριξη της πλειοψηφίας των ανώτερων εταίρων για την επανεκλογή του σε έναν αρχικό γύρο ψηφοφορίας. Παρόλο που τελικά επικράτησε, το συμβάν υπαινίχθηκε σαφώς το πρόβλημα που κυοφορούνταν στο εσωτερικό της εταιρείας.
Πριν από λίγο καιρό ο κλάδος των συμβούλων φαινόταν άφθαρτος. Οι αμοιβές εκτοξεύτηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, καθώς οι πελάτες επιτάχυναν τις προσπάθειες τους να ψηφιοποιήσουν τις επιχειρήσεις τους, να διαφοροποιήσουν τις εφοδιαστικές αλυσίδες τους και να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες εκκλήσεις για την ενίσχυση των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και διοικητικών τους διαπιστευτηρίων (ESGs). Τα έσοδα από τις συμβουλευτικές υπηρεσίες των σημαντικότερων εταιρειών του κλάδου – συμπεριλαμβανομένης της τριανδρίας των συμβούλων στρατηγικής (Bain, BCG και McKinsey), των «τεσσάρων μεγάλων» λογιστικών κολοσσών (Deloitte, ΕΥ, KPMG και PwC) και της Accenture (της μεγαλύτερης εταιρείας εξωτερικής ανάθεσης παγκοσμίως) – αυξήθηκαν κατά 20% το 2021 και στη συνέχεια κατά 13% το 2022 (βλ. διάγραμμα).
Έκτοτε, ωστόσο, η ανάπτυξη φυλλοροεί για αυτή τη «μεγάλη οκτάδα», καθώς επιβραδύνθηκε στο 5% περίπου το 2023, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Kennedy Research Reports, μιας εταιρείας που παρακολουθεί τον κλάδο, και τους υπολογισμούς του Economist, με βάση τα αρχεία των εταιρειών. Οι πελάτες που παλεύουν με τον πληθωρισμό και την οικονομική αβεβαιότητα έχουν μειώσει τα εντυπωσιακά έργα. Η έλλειψη συγχωνεύσεων και εξαγορών έχει οδηγήσει σε πτώση της ζήτησης για υποστήριξη αναφορικά με τη δέουσα επιμέλεια και τις ενσωματώσεις εταιρειών.
Η εξέλιξη προκάλεσε πονοκέφαλο στις εταιρείες συμβούλων. Όταν η ζήτηση από τους πελάτες φαινόταν απεριόριστη, προσλάμβαναν προσωπικό σαν να μην υπάρχει αύριο. Τα έσοδα της McKinsey αυξήθηκαν κατά ένα τρίτο από το 2019 -αλλά ο αριθμός των εργαζομένων αυξήθηκε κατά το ήμισυ, σε 45.000. Καθώς οι ευκαιρίες απασχόλησης σε νεοφυείς επιχειρήσεις και εταιρείες ιδιωτικών κεφαλαίων έχουν μαραζώσει, λιγότεροι σύμβουλοι εγκατέλειψαν τις εταιρείες με δική τους πρωτοβουλία, αντιστρέφοντας την έξαρση των ποσοστών φθοράς κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Τώρα το αύριο είναι εδώ, εκδικητικό. Η Bain και η Deloitte πλήρωσαν ορισμένους αποφοίτους για να καθυστερήσουν την ημερομηνία έναρξής τους. Οι νέοι σύμβουλοι σε ορισμένες εταιρείες παραπονιούνται ότι υπάρχει πολύ λίγη δουλειά για όλους, γεγονός που περιορίζει τις προοπτικές καριέρας τους. Οι απολύσεις έγιναν ο κανόνας. Και οι τέσσερις μεγάλες εταιρείες έχουν προβεί σε περικοπές στις συμβουλευτικές τους ομάδες. Πέρυσι η Accenture, η μόνη από τις οκτώ που είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο, δήλωσε ότι θα απολύσει 19.000 υπαλλήλους. Στις 21 Μαρτίου ανέφερε ότι τα έσοδά της από συμβουλευτικές υπηρεσίες για το τρίμηνο έως τον Φεβρουάριο συρρικνώθηκαν κατά 3%, σε ετήσια βάση, μετά την ισοπέδωση του προηγούμενου τριμήνου.
Ο κλάδος των συμβούλων έχει περάσει και στο παρελθόν από ταραγμένα νερά, μεταξύ άλλων κατά τη διάρκεια της κατάρρευσης των dotcom και της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Ωστόσο, η ανάκαμψή του αυτή τη φορά θα περιπλεχθεί από τρία ζητήματα. Το πρώτο είναι η γεωπολιτική. Οι κολοσσοί της συμβουλευτικής, οι οποίοι εδρεύουν όλοι στη Δύση, επωφελήθηκαν από δεκαετίες παγκοσμιοποίησης, κατά τις οποίες άπλωσαν τα πλοκάμια τους σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Η Deloitte, η μεγαλύτερη από την ομάδα με βάση τα έσοδα από τις συμβουλευτικές υπηρεσίες, έχει γραφεία σε περισσότερες από 150 χώρες και περιοχές.
Η κατάσταση, όπως έχει διαμορφωθεί, φέρνει τώρα τις επιχειρήσεις σε δύσκολη θέση. Τον περασμένο μήνα αποκαλύφθηκε ότι η Urban China Initiative, ένα κέντρο μελετών που συνιδρύθηκε από τη McKinsey, παρείχε συμβουλές στην κινεζική κυβέρνηση το 2015, οι οποίες βοήθησαν στη διαμόρφωση του σχεδίου «Made in China 2025», το οποίο επιδίωξε να μειώσει την εξάρτηση της οικονομίας από την ξένη τεχνογνωσία και να τοποθετήσει την Κίνα στην πρώτη γραμμή σε τομείς από τα ηλεκτρικά οχήματα έως την τεχνητή νοημοσύνη. Παρόλο που η McKinsey αρνήθηκε ότι συνέταξε την έκθεση, ορισμένοι Αμερικανοί νομοθέτες ζήτησαν να απαγορευτεί στην εταιρεία η σύναψη αμερικανικών κυβερνητικών συμβάσεων. Κατά τους 12 μήνες έως τον Σεπτέμβριο του 2023 η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είχε καταβάλει στην McKinsey αμοιβές άνω των 100 εκατ. δολαρίων.
Τώρα, και η Κίνα αρχίζει να απομακρύνει τους ξένους συμβούλους από την αγορά της. Πέρυσι η Dentons, μια παγκόσμια δικηγορική εταιρεία, έλυσε τη συνεργασία της με την κινεζική Dacheng, ως απάντηση στους νέους κανόνες για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο και την προστασία των δεδομένων που κατέστησαν τον συνδυασμό μη λειτουργικό. Αν και η Κίνα δεν έχει ακόμη δημιουργήσει μια εγχώρια συμβουλευτική δύναμη, έχει ήδη αρχίσει να δυσκολεύει τη ζωή των ξένων. Το προσωπικό του γραφείου της Bain στη Σαγκάη ανακρίθηκε από τις κινεζικές αρχές πριν από ένα χρόνο, για άγνωστους λόγους. Στις 22 Μαρτίου αναφέρθηκε ότι η κινεζική κυβέρνηση εξέταζε το ελεγκτικό έργο της PwC στην Evergrande, μια χρεοκοπημένη κινεζική εταιρεία ανάπτυξης ακινήτων που κατηγορείται για δόλια διόγκωση των εσόδων της. Τέτοιου είδους εξελίξεις θα μπορούσαν να επιβαρύνουν τις συμβουλευτικές δραστηριότητες της PWC στη χώρα.
Δεν είναι μόνο η σχέση της Δύσης με την Κίνα που προκαλεί προβλήματα. Τον Φεβρουάριο, τα αφεντικά των BCG, McKinsey και Teneo, μιας μικρότερης εταιρείας συμβούλων, μαζί με τον Michael Klein, έναν υπεύθυνο για τις συμφωνίες, οδηγήθηκαν ενώπιον επιτροπής του Κογκρέσου στην Ουάσιγκτον, όταν δεν παρέδωσαν λεπτομέρειες της έκθεσής τους για το Δημόσιο Ταμείο Επενδύσεων της Σαουδικής Αραβίας. Η επιτροπή ερευνά τις προσπάθειες της Σαουδικής Αραβίας να οικοδομήσει «ήπια ισχύ» στην Αμερική μέσω, για παράδειγμα, των επενδύσεών της σε αθλήματα όπως το γκολφ. Η McKinsey και η BCG δήλωσαν ότι το προσωπικό τους στη Σαουδική Αραβία θα μπορούσε να φυλακιστεί εάν αποκάλυπταν λεπτομέρειες της έκθεσής τους για το κρατικό επενδυτικό ταμείο της χώρας. Ο Περσικός Κόλπος υπήρξε ένα σπάνιο φωτεινό σημείο για τους συμβούλους τον τελευταίο καιρό, με τα πλούσια σε πετρέλαιο κράτη να ξοδεύουν χρήματα για συμβουλές καθώς προσπαθούν να διαφοροποιήσουν τις οικονομίες τους.
Ο μειούμενος ενθουσιασμός για το ESG, που καταγγέλλεται από τους επικριτές ως «καπιταλισμός της αφύπνισης», αποτελεί μια δεύτερη απειλή για την ανάκαμψη του κλάδου. Τα τελευταία χρόνια οι γίγαντες των συμβούλων έχουν δαπανήσει πολλά για την ανάπτυξη της προσφοράς τους στον τομέα του ESG, ιδίως σε σχέση με την απεξάρτηση από τον άνθρακα. Το 2021 η McKinsey εξαγόρασε τρεις εταιρείες συμβούλων βιωσιμότητας. Το 2022 η Accenture εξαγόρασε πέντε. Μέχρι στιγμής οι επενδύσεις αυτές φαίνεται να αποδίδουν. Ο Christoph Schweizer, το αφεντικό της BCG, η οποία εξαγόρασε την περιβαλλοντική συμβουλευτική εταιρεία Quantis το 2022, λέει ότι πέρυσι, η βιωσιμότητα ήταν ένας από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους τομείς εργασίας της εταιρείας του.
Το κατά πόσον η ανάπτυξη αυτή θα συνεχιστεί με τον ίδιο ρυθμό δεν είναι σαφές. Στην Αμερική, πολιτείες που διοικούνται από τους Ρεπουμπλικάνους, όπως η Φλόριντα και το Τέξας, απέσυραν κεφάλαια από την BlackRock, τον μεγαλύτερο διαχειριστή περιουσιακών στοιχείων παγκοσμίως, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη χρήση από μέρους της εκτιμήσεων για το ESG κατά την πραγματοποίηση επενδύσεων. Οι πελάτες συμβούλων που ρωτήθηκαν τον Ιανουάριο από την Source Global Research, έναν άλλο αναλυτή του κλάδου, κατέταξαν τα έργα βιωσιμότητας, από την τέταρτη θέση που ήταν το 2023, στη δέκατη θέση στον κατάλογο των προτεραιοτήτων τους για το έτος. Ορισμένοι μεγιστάνες της συμβουλευτικής παραδέχονται ότι κάποιοι πελάτες περιορίζουν τις κλιματικές φιλοδοξίες τους. Σύμφωνα με έναν από αυτούς, αυτό συμβαίνει εν μέρει επειδή οι πελάτες τους αποδεικνύονται πιο ανθεκτικοί στο να πληρώσουν το συνακόλουθο ασφάλιστρο.
Η τρίτη και πιο ακανθώδης πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι «οκτώ μεγάλες» είναι η τεχνολογική αλλαγή. Για πολλά χρόνια οι πελάτες ζητούσαν τη βοήθειά τους για τον εκσυγχρονισμό των παλιών συστημάτων. Όλο και περισσότερο, οι ίδιοι οι σύμβουλοι παλεύουν με τις ψηφιακές ανατροπές. Το αφεντικό μιας μεγάλης εταιρείας εξαγορών λέει ότι οι υπεύθυνοι για τις συμφωνίες στρέφονται περισσότερο σε εργαλεία λογισμικού και παρόχους δεδομένων αντί για ακριβούς συμβούλους για ορισμένες από τις αναλύσεις που απαιτούνται για την αξιολόγηση μιας εταιρείας-στόχου. Άλλες εργασίες για τις οποίες κάποτε στρατιές συμβούλων ξόδευαν ώρες, όπως η συγκέντρωση και κατηγοριοποίηση δεδομένων σχετικά με τις καταναλωτικές συνήθειες μιας εταιρείας, μπορούν πλέον να γίνουν με το πάτημα ενός κουμπιού.
Οι σύμβουλοι δεν μένουν άπραγοι. Η Bain, για παράδειγμα, έχει επανασχεδιάσει τον τρόπο με τον οποίο κάνει δέουσα επιμέλεια σε εταιρείες, ενσωματώνοντας έξυπνα εργαλεία όπως προγράμματα web-scraping. Οι εταιρείες αγωνίζονται επίσης να παραμείνουν ένα βήμα μπροστά από την τεχνητή νοημοσύνη. Τον περασμένο Αύγουστο η McKinsey εγκαινίασε το Lilli, ένα ρομπότ που μοιάζει με το ChatGPT και εκπαιδεύεται στο σώμα των πλαισίων και άλλων πνευματικών αγαθών της, το οποίο οι σύμβουλοι μπορούν να χρησιμοποιούν για να επιταχύνουν την εργασία τους. Δεν ήταν η μόνη. Κι άλλες εταιρείες ακολούθησαν το παράδειγμά της.
Ο ενθουσιασμός των πελατών για μια τέτοια «δημιουργική» ΤΝ δημιουργεί και ευκαιρίες για τους συμβούλους. Ο κ. Schweizer λέει ότι η BCG έχει ήδη ολοκληρώσει εκατοντάδες έργα με πελάτες γύρω από την τεχνολογία. Τους τελευταίους έξι μήνες, η Accenture έχει κλείσει έργα δημιουργικής τεχνητής νοημοσύνης αξίας 1,1 δισ. δολαρίων. Πολλά από αυτά συμβαίνουν σε συνεργασία με τις τεχνολογικές εταιρείες που αναπτύσσουν τις εφαρμογές ΤΝ. Η Accenture συνεργάζεται με τη Microsoft. Τον Μάρτιο η εταιρεία συμβούλων ανακοίνωσε επίσης μια συνεργασία με την Cohere, μια εταιρεία κατασκευής μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης με την οποία έχει συμμαχήσει και η McKinsey. Η Bain έχει συμμαχήσει με την OpenΑΙ, την κατασκευάστρια του ChatGPT, ενώ η BCG συνεργάζεται με την Anthropic.
Τέτοιες συνεργασίες φαίνονται ως μια ευπρόσδεκτη πηγή ανάπτυξης για τους συμβούλους. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, θα μπορούσαν να αποτελέσουν τροχοπέδη – ιδιαίτερα αν είναι επιτυχείς. Όσο πιο γρήγορα οι εταιρικοί πελάτες εξοικειωθούν με τα chatbots, τόσο πιο γρήγορα μπορεί απλώς να απευθυνθούν απευθείας στους δημιουργούς τους στη Silicon Valley. Αν συμβεί, τα βραχυπρόθεσμα κέρδη των μεγάλων οκτώ από την ΤΝ θα μπορούσαν να τους οδηγήσουν προς την ασημαντότητα. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να σκεφτούν όλοι οι εγκέφαλοι στρατηγικής.
© 2024 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com