THEPOWERGAME
Στην πρώτη του έκθεση για το παγκόσμιο χρέος (Bond Markets in a High-Debt Environment), ο ΟΟΣΑ αναφέρει πως οι κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις πρέπει να αντιμετωπίσουν τους βασικούς κινδύνους από την απότομη αύξηση του παγκόσμιου δανεισμού με εκδόσεις ομολόγων.
Ο συνολικός όγκος του χρέους από κρατικά και εταιρικά ομόλογα στο τέλος του 2023 ανερχόταν σε σχεδόν 100 τρισ. δολάρια, όσο περίπου το παγκόσμιο ΑΕΠ.
Το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων μετά το 2008 άνοιξε τις αγορές ομολόγων σε ένα ευρύτερο φάσμα εκδοτών, συμπεριλαμβανομένων κυβερνήσεων και εταιρειών χαμηλότερης πιστοληπτικής διαβάθμισης, αυξάνοντας τα πιο επικίνδυνα τμήματα της αγοράς και συμβάλλοντας στην ταχεία ανάπτυξη της αγοράς των λεγόμενων βιώσιμων ομολόγων (sustainable bonds), με τα οποία χρηματοδοτούνται πράσινες και κοινωνικές επενδύσεις.
Ο λόγος του χρέους των κεντρικών κυβερνήσεων του ΟΟΣΑ προς το ΑΕΠ έφθασε το 83% στο τέλος του 2023, ποσοστό αυξημένο κατά 30 ποσοστιαίες μονάδες το 2008, παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός της τελευταίας διετίας συνέβαλε σε μείωση του λόγου αυτού κατά περισσότερο από 10 ποσοστιαίες μονάδες.
Το συνολικό χρέος από κρατικά ομόλογα χωρών του ΟΟΣΑ αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω σε 56 τρις. δολάρια το 2024, δηλαδή κατά 2 τρις. δολάρια σε σύγκριση με το 2023 και κατά 30 τρις. δολάρια σε σύγκριση με το 2008.
Στην ίδια περίοδο, το παγκόσμιο ανεξόφλητο χρέος από εταιρικά ομόλογα αυξήθηκε από 21 τρισ. δολάρια σε 34 τρισ. δολάρια, με πάνω από το 60% της αύξησης αυτής να προέρχεται από μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις.
Ο ΓΓ του ΟΟΣΑ Ματίας Κόρμαν τόνισε πως: «Το νέο μακροοικονομικό τοπίο, με υψηλότερο πληθωρισμό και πιο περιοριστικές νομισματικές πολιτικές, μετασχηματίζει τις αγορές ομολόγων παγκοσμίως με ρυθμό που δεν έχει παρατηρηθεί εδώ και δεκαετίες. Αυτό έχει βαθιές συνέπειες για τις κρατικές δαπάνες και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε μια περίοδο ανανεωμένων χρηματοδοτικών αναγκών».
Στη συνέχεια πρόσθεσε ότι: «Οι κρατικές δαπάνες πρέπει να είναι περισσότερο στοχευμένες, με αυξημένη εστίαση στις επενδύσεις σε τομείς που οδηγούν στην αύξηση της παραγωγικότητας και στη βιώσιμη ανάπτυξη. Οι εποπτικές αρχές των αγορών πρέπει να παρακολουθούν στενά τόσο τη βιωσιμότητα του χρέους στον εταιρικό τομέα όσο και τα συνολικά ανοίγματα στον χρηματοπιστωτικό τομέα».
Η έκθεση του ΟΟΣΑ δείχνει ότι οι κεντρικές τράπεζες απορρόφησαν μεγάλο μέρος της αύξησης του δανεισμού κατά την τελευταία δεκαετία, αλλά τώρα αποσύρονται από τις αγορές ομολόγων και αυτό αυξάνει σε επίπεδα – ρεκόρ την καθαρή νέα προσφορά ομολόγων που πρέπει να απορροφηθεί από την αγορά.
Κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης περιόδου χαμηλών επιτοκίων, πολλές κυβερνήσεις και εταιρείες κατάφεραν να δανειστούν με χαμηλό κόστος, επιμηκύνοντας τη διάρκεια των ομολόγων και αυξάνοντας το ποσοστό των εκδόσεων με σταθερό επιτόκιο, με συνέπεια ο αντίκτυπος των απότομων αυξήσεων των επιτοκίων από τις αρχές του 2022 να είναι μέχρι στιγμής σχετικά ήπιος.
Το μέσο κόστος δανεισμού των κρατών στη ζώνη του ΟΟΣΑ αυξήθηκε από 1% το 2021 σε 4% το 2023, αλλά οι δαπάνες για τόκους της κεντρικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν μόνο από 2,3% σε 2,9% την ίδια περίοδο.
Ωστόσο, αυτή η εξέλιξη είναι παροδική θα είναι προσωρινή, προειδοποιεί ο ΟΟΣΑ καθώς, ακόμη και αν ο πληθωρισμός μειωθεί στο στόχο και παραμείνει χαμηλός, οι αποδόσεις των ομολόγων θα παραμείνουν πιθανότατα πάνω από τα χαμηλά επίπεδα που επικρατούσαν στο πρόσφατο παρελθόν.
Επιπλέον, ο όγκος του χρέους που λήγει τα επόμενα τρία χρόνια είναι σημαντικός, αυξάνοντας τις πιέσεις χρηματοδότησης, ιδίως στις αναδυόμενες οικονομίες. Αρκετές υπερχρεωμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των χωρών του ΟΟΣΑ, είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν έναν αρνητικό φαύλο κύκλο αύξησης επιτοκίων, αργής ανάπτυξης και αυξανόμενων ελλειμμάτων, εκτός εάν ληφθούν τολμηρά μέτρα για την ενίσχυση της δημοσιονομικής ανθεκτικότητας, αναφέρει ο Οργανισμός.
Η έκθεση του ΟΟΣΑ δείχνει ότι οι βασικοί κίνδυνοι επικεντρώνονται επί του παρόντος σε ορισμένα τμήματα των παγκόσμιων αγορών χρέους, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων προηγμένων οικονομιών με αυξημένο λόγο χρέους προς ΑΕΠ, χωρών χαμηλού εισοδήματος με χαμηλότερη πιστοληπτική αξιολόγηση και εταιριών με υψηλή μόχλευση σε ορισμένους τομείς, ιδίως στον τομέα των ακινήτων.